Η κρίση που έχει ξεσπάσει στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με επίκεντρο την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να αγοράσει ρωσικούς πυραύλους S-400 τους επόμενους μήνες, και την άσκηση συντριπτικών πιέσεων και εκβιασμών από την ηγεσία των ΗΠΑ να ματαιώσει η Τουρκία την αγορά, απειλώντας την μάλιστα με έξωση από το ΝΑΤΟ, οξύνει την κατάσταση στις σχέσεις των δυο χωρών, δημιουργεί ρωγμές στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, που η Τουρκία αποτελεί βασικό και αναντικατάστατο πυλώνα της, και τροφοδοτεί επικίνδυνες εξελίξεις για τους λαούς. Σε μια ανάστατη περιοχή που εκτείνεται από την Ουκρανία, Κριμαία, Μαύρη Θάλασσα, Βαλκάνια, Αιγαίο, Κύπρο, ως την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, που φλέγεται από πολέμους (Συρία, Ιράκ) και αποτελεί πεδίο άγριου ανταγωνισμού για τον έλεγχό της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με την ολοένα και αυξανόμενη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων, νατοϊκών και ρωσικών.
Η κυβέρνηση Ερντογάν, χωρίς να αμφισβητεί το ρόλο, τη θέση και τις πολύχρονες «συμμαχικές» σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αναζητεί και διεκδικεί ευρύτερο περιφερειακό ρόλο και βάρος, ασκώντας μια πολιτική που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν συμπλέει ή βρίσκεται σε αντίθεση με τα σχέδια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η σημερινή κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, καθώς όλη την τελευταία δεκαπενταετία συσσωρεύονταν διάφορα ακανθώδη προβλήματα, προκαλώντας μια σταδιακή επιδείνωση στις σχέσεις τους, που διατάρασσε τους πολύχρονους «συμμαχικούς» δεσμούς της άρχουσας τάξης της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και γενικότερα το δυτικό κόσμο. Το πρώτο σοβαρό πρόβλημα προέκυψε πριν 16 χρόνια, με τον πόλεμο που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ ενάντια στο Ιράκ το 2003, τότε που η Τουρκία αρνήθηκε να παραχωρήσει το έδαφός της για να εισβάλουν τα αμερικάνικα στρατεύματα στο Ιράκ, υπολογίζοντας ότι ο πόλεμος θα άνοιγε το κουρδικό ζήτημα με ιδιαίτερα δυσμενείς όρους γι’ αυτήν. Έτσι το μεγάλο πρόβλημα στις σχέσεις ΗΠΑ -Τουρκίας την τελευταία δεκαπενταετία ήταν και παραμένει το κουρδικό ζήτημα, με την Τουρκία να διαβλέπει ως εφιάλτη την προοπτική συνένωσης των κουρδικών πληθυσμών Ιράκ – Συρίας – Ιράν – Τουρκίας και διεκδίκησης ενός ενιαίου αυτόνομου ή ανεξάρτητου κουρδικού κράτους που θα έθετε ζήτημα αποσταθεροποίησης ή και τεμαχισμού του τουρκικού κράτους.
Οι ΗΠΑ αξιοποίησαν και αξιοποιούν το κουρδικό χαρτί για να αποκτήσουν ένα σίγουρο έρεισμα σ’ αυτές τις χώρες προκειμένου να προωθήσουν τα σχέδιά τους στην περιοχή και ταυτόχρονα να πιέσουν τον Ερντογάν, να κοντύνουν τις φιλοδοξίες της κυβέρνησής του και να τη «συμμορφώσουν προς τας υποδείξεις».
Τόσο στον πολύχρονο πόλεμο των ΗΠΑ στο Ιράκ, όσο και πρόσφατα στη Συρία, οι ΗΠΑ στηρίχτηκαν στις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής, εξοπλίζοντάς τες με βαρύ οπλισμό, αυτό δημιουργούσε και δημιουργεί φόβους στην τουρκική ηγεσία και συνεχείς τριβές με τις ΗΠΑ, φθάνοντας σε μερικές περιπτώσεις στα πρόθυρα στρατιωτικής εμπλοκής των δυνάμεών τους στη συνοριογραμμή Τουρκίας –Συρίας, ιδιαίτερα τον προηγούμενο χρόνο που οι δυνάμεις της Τουρκίας για να εξουδετερώσουν τον κουρδικό κίνδυνο βομβάρδισαν και εισέβαλαν στα εδάφη της βόρειας Συρίας που κατοικούνται από Κούρδους.
Ενώ η Τουρκία μέχρι και το 2015 επεδίωκε στον πόλεμο της Συρίας την ανατροπή του Άσαντ και πίεζε για μια στρατιωτική εισβολή των δυτικών δυνάμεων με πρωτεργάτη την ίδια, φθάνοντας στο σημείο μάλιστα το Νοέμβρη του 2015 να καταρρίψει ρωσικό στρατιωτικό αεροπλάνο για να εκβιάσει κλιμάκωση και εισβολή, η εξέλιξη των συγκρούσεων στη Συρία και οι κίνδυνοι που αναδείχτηκαν σε σχέση με το Κουρδικό, σε συνδυασμό με την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος τον Ιούλη του 2016 στην Τουρκία, την οδήγησαν σε ένα επαναπροσδιορισμό της πολιτικής της, που την έφερε σε μεγαλύτερη απόσταση από τις ΗΠΑ και πιο κοντά στη ρωσική και ιρανική κατεύθυνση (Συμφωνία Αστάνα) για την επίλυση της συριακής κρίσης με όρους διατήρησης της ακεραιότητας της Συρίας και όχι κατακερματισμού της.
Αναμφισβήτητα η απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία αποτέλεσε σημείο καμπής στις τουρκοαμερικάνικες σχέσεις, αφού ήταν ξεκάθαρο πως οι επίδοξοι πραξικοπηματίες είχαν τη στήριξη των ΗΠΑ και πως αν επικρατούσαν θα είχαν την ένθερμη υποστήριξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως ακριβώς συνέβη και με την αιματηρή επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας του Σίσι στην Αίγυπτο, όταν ανέτρεψε την κυβέρνηση Μόρσι, τον Ιούλη του 2013, πέρασε από λεπίδι χιλιάδες και χιλιάδες μέλη και στελέχη του μουσουλμανικού κόμματος και κυβερνά από τότε την Αίγυπτο με φασιστική πυγμή και την αμέριστη στήριξη των ΗΠΑ.
Η απόπειρα στρατιωτικοφασιστικού πραξικοπήματος στην Τουρκία, η αποτυχία του και ό,τι επακολούθησε από την κυβέρνηση Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας με την κήρυξή της σε “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”, την κήρυξη δηλαδή στρατιωτικού νόμου και την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του -των εσωτερικών ερεισμάτων των ΗΠΑ στην Τουρκία- οδήγησε από τότε σε μεγάλη ένταση τις σχέσεις των δυο χωρών και ανέδειξε τους κινδύνους από την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ντόπιες κλίκες της άρχουσας τάξης στην Τουρκία και την άμεση ανάμειξη, διείσδυση και επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ΗΠΑ, Ρωσίας, ΕΕ.
Σε πολλά ζητήματα που προέκυψαν στη Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια, τα συμφέροντα και η πολιτική που εφάρμοσαν οι δυο χώρες βρίσκονται σε αποκλίνουσες πορείες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ξεκίνησε μια σταδιακή επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων και ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα δέσποζε η στρατιωτικοπολιτική συνεργασία των δύο χωρών κάτω από την μπαγκέτα των ΗΠΑ, τώρα και μερικά χρόνια η Τουρκία του Ερντογάν βρίσκεται σε σφοδρή αντιπαράθεση με το Ισραήλ του Νετανιάχου, τον τοποτηρητή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Το αντίστροφο συμβαίνει με το Ιράν. Ενώ ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, ιδιαίτερα τώρα, με την κυβέρνηση Τραμπ, έχει θέσει στο πολεμικό στόχαστρό του το Ιράν, θεωρώντας το ως τη μεγαλύτερη απειλή της περιοχής, η Τουρκία αναπτύσσει στενές σχέσεις συνεργασίας μαζί του, διαμορφώνοντας από κοινού με τη Ρωσία ένα άτυπο μέτωπο δυνάμεων για την προώθηση των συμφερόντων τους στη Συρία και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή.
Σ’ αυτό το πλαίσιο υπήρξαν και μια σειρά προστριβές, μικρότερης αλλά όχι αμελητέας σημασίας, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία.
Η Τουρκία ζητά επίμονα τώρα και τρία χρόνια την έκδοση του Γκιουλέν, θεωρώντας τον ενορχηστρωτή του πραξικοπήματος, με τις ΗΠΑ να αρνούνται επίμονα να τον παραδώσουν, ενώ διάφορες δικαστικές διώξεις, όπως αυτή του αμερικανού πάστορα Μπράνσον, είχαν προκαλέσει έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο χώρες, με την εξαπόλυση οικονομικών επιθέσεων και την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ, που σταμάτησαν μόνο με την αποφυλάκιση του αμερικανού κληρικού.
Σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τα οικονομικά ζητήματα. Η Τουρκία διεκδικεί να έχει ένα σημαντικό περιφερειακό οικονομικό ρόλο. Την τελευταία δεκαπενταετία είχε μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, τριπλασίασε το ΑΕΠ της και αναζητά επενδύσεις και πόρους που θα εξασφαλίζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η αμερικανική πολιτική για την παγκόσμια οικονομία με την ένταση του ανταγωνισμού και τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, την αντιπαράθεση με τη Ρωσία βρίσκεται σε διάσταση με τις επιδιώξεις της Τουρκίας στον οικονομικό τομέα. Η Τουρκία θέλει να γίνει τμήμα ουσιαστικά των BRICS, ήδη είναι παρατηρητής στο Σύμφωνο της Σαγκάης και παίζει με την ιδέα να γίνει πλήρες μέλος του, ενώ ήδη είναι ενταγμένη στην κινεζική στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος» που έχει ξεκινήσει επενδύσεις τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και παράλληλα έχει αναβαθμισμένες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και με το Ιράν.
Υπάρχει ακόμη το σοβαρό ζήτημα της ανακάλυψης μεγάλων και εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Α. Μεσόγειο, που η προοπτική εξόρυξή τους από τις αμερικάνικες και ευρωπαϊκές εταιρείες διαμορφώνει μια νέα και επικίνδυνη κατάσταση στην περιοχή. Η Τουρκία δεν θέλει να μείνει έξω από αυτή την προοπτική και γι’ αυτό αρνείται τα όρια της κυπριακής ΑΟΖ και διεκδικεί να αποσπάσει το μέγιστο μερίδιο. Την ίδια ώρα κάτω από την άμεση καθοδήγηση των ΗΠΑ, οι φιλοαμερικάνικες χώρες της περιοχής, Ισραήλ, Ελλάδα, Αίγυπτος, προωθούν «στρατηγική συμμαχία» και διάφορα σχέδια ενεργειακής συνεργασίας σε αντιπαράθεση με τα σχέδια και τα συμφέροντα της Τουρκίας αλλά και της Ρωσίας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχέδιο για τον East Μed, έναν μεγάλο υποθαλάσσιο αγωγό φυσικού αερίου, ανταγωνιστικό του ρωσικού, που θα παρακάμπτει την Τουρκία και θα συνδέει απευθείας τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με τις ευρωπαϊκές αγορές.
Η συσσώρευση όλων αυτών των προβλημάτων οδήγησε στη σημερινή κρίση που καθημερινά κλιμακώνεται με απειλές, εκβιασμούς και επιθετικές κινήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ, με άμεσο στόχο να ακυρώσουν την αγορά των S-400 από την Τουρκία και γενικότερη επιδίωξη να υποτάξουν και να χειραγωγήσουν τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του Ερντογάν. Για την επίτευξη των στόχων τους οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές πιέζουν και εκβιάζουν την Τουρκία, παίζοντας το ελληνικό και κυπριακό χαρτί, και εμφανίζονται οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας και των επεκτατικών διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο μέχρι χθες, να παίρνουν τώρα υπό την εύνοια και την προστασία τους εγχώριους υποτελείς και να τους φουσκώνουν τα μυαλά, σχεδιάζοντας τυχοδιωκτικές κινήσεις, προκαλώντας επικίνδυνη ένταση και μεγάλους κινδύνους για τους λαούς της περιοχής. Και οι ντόπιοι υποτελείς προσφέρουν «γη και ύδωρ» στα ξένα αφεντικά τους, εμφανίζονται έτοιμοι για κάθε εκδούλευση, για παραχώρηση νέων στρατιωτικών βάσεων, για αγορά νέων όπλων και αεροπλάνων, για συστράτευση σε νέες τυχοδιωκτικές εκστρατείες, χωρίς να έχουν διδαχτεί τίποτα από την ιστορία, 100 περίπου χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και 45 χρόνια από την εισβολή και κατοχή της Κύπρου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η μετατροπή της Ελλάδας σε πιόνι στα χέρια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού για τις αρπακτικές και επικίνδυνες επιδιώξεις του στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, την εκθέτει σε μεγάλους κινδύνους και την καθιστά στόχο των επιθετικών και επεκτατικών διαθέσεων της άρχουσας τάξης της Τουρκίας, στο βαθμό μάλιστα που θα οξυνθεί η αμερικανοτουρκική κρίση.
Χωρίς αμφιβολία η γεωστρατηγική θέση και ο ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, μπροστά σε μια διαρκώς οξυνόμενη αντιπαράθεση με τη Ρωσία και συνέχισης των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, οπότε η προοπτική αναζήτησης ενός συμβιβασμού και εκτόνωσης της κρίσης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις υπάρχει πάντα στο τραπέζι σαν ένα ισχυρό ενδεχόμενο, και ένας τέτοιος συμβιβασμός το πιθανότερο είναι να λυθεί στις πλάτες άλλων, αυτών που τώρα πανηγυρίζουν για τους μεγάλους προστάτες και «συμμάχους».