Στρατιωτικοποίηση των χωρών της ΕΕ
και φιλοπόλεμες κραυγές από την ηγεσία της
Παλλαϊκός αγώνας για την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ
Δεκαετίες τώρα η ΕΕ παρουσιάζεται από τους υποστηρικτές της ως «φιλειρηνική δύναμη». Μπορεί η ΕΕ να ήταν ένας από τους στυλοβάτες του ΝΑΤΟικού πολέμου που αιματοκύλισε και κατέστρεψε τη Γιουγκοσλαβία το 1999, όπως και άλλων κατακτητικών πολέμων της Δύσης (Λιβύη κ.α.), ωστόσο αυτό δεν αποτέλεσε εμπόδιο για να της απονεμηθεί το 2012 Νόμπελ Ειρήνης για τη συμβολή της στη «μετατροπή της Ευρώπης σε μια ήπειρο ειρήνης»!
Η απονομή αυτή δεν μπορεί παρά να ακούγεται πιο ηχηρά σήμερα, σα μια μεγάλη και προκλητική φάρσα, μετά και τον πόλεμο στην Ουκρανία και, ειδικά, με τις κραυγές για πολεμική ετοιμότητα που έχουν υψωθεί, το τελευταίο διάστημα, μέσα στην ΕΕ. Οι δηλώσεις και οι κινήσεις των ηγετών της ΕΕ, πρώτα-πρώτα της Γερμανίας και της Γαλλίας, αποκαλύπτουν, ωμά, το πρόσωπο μιας πολιτικής που για να προωθήσει τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ΕΕ προαναγγέλλει στρατιωτικοπολιτικές προετοιμασίες που ρίχνουν λάδι στη φωτιά του πολέμου στην Ουκρανία και απειλούν να συμπαρασύρουν όλη την ήπειρο σε ένα πολεμικό κυκλώνα.
Ένα πολεμικό κλίμα, με κέντρο τη Γερμανία και τη Γαλλία, έχει «σηκωθεί» με μια σειρά γεγονότα:
Με τη διαρροή απόρρητου εγγράφου του γερμανικού υπουργείου Άμυνας, που δημοσιεύτηκε στη γερμανική εφημερίδα Bild, το οποίο παρουσιάζει τη Γερμανία να ετοιμάζεται για πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Το απόρρητο έγγραφο αναφέρει πως Ρωσο-ΝΑΤΟικός πόλεμος μπορεί να ξεκινήσει το 2025 και περιγράφει ένα σενάριό του που οδηγεί σε Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την αποκάλυψη, που έγινε μετά από υποκλοπή συζητήσεων ανώτατων γερμανών αξιωματικών, ότι ο γερμανικός στρατός επεξεργαζόταν σχέδιο να χτυπηθεί η γέφυρα Κερτς, που συνδέει την Κριμαία με τη Ρωσία, με γερμανικούς πυραύλους που θα μεταφέρονταν επί ουκρανικού εδάφους, μαζί με γερμανικά στρατεύματα που θα τους χειρίζονταν.
Οι αποκαλύψεις προκάλεσαν την άμεση αντίδραση της Ρωσίας, με τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, να δηλώνει ότι «οι συζητήσεις αξιωματούχων του γερμανικού στρατού που διέρρευσαν αποκάλυψαν ότι η όρεξη για πόλεμο στην Ευρώπη παραμένει πολύ μεγάλη» και τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου Ντ. Πεσκόφ να τις σχολιάζει ως «άμεση εμπλοκή χωρών της συλλογικής Δύσης στη σύγκρουση της Ουκρανίας».
Τα παραπάνω γεγονότα όξυναν τη ρωσο-γερμανική αντιπαράθεση και προκάλεσαν στο εσωτερικό της Γερμανίας πολιτική αναταραχή αλλά και μια σειρά από δηλώσεις Γερμανών υπουργών που τροφοδότησαν το κλίμα ότι «επίκειται στρατιωτική σύγκρουση της Γερμανίας με τη Ρωσία» και χρειάζεται ο γερμανικός πληθυσμός να ετοιμασθεί γι’ αυτό:
Αρχικά ο γερμανός υπουργός Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ, σε συνέντευξή του διατύπωσε το φόβο μιας ενδεχόμενης επέκτασης του πολέμου της Ουκρανίας, για να καταλήξει ότι η Γερμανία και τα νοσοκομεία της «πρέπει να προετοιμαστούν για μεγάλες καταστροφές και πιθανές στρατιωτικές συγκρούσεις».
Ακολούθησε δήλωση της γερμανίδας υπουργού Παιδείας, Μπ. Σταρκ-Βάτσινγκερ, ότι τα σχολεία έχουν την ευθύνη να προετοιμάσουν τους μαθητές και για το ενδεχόμενο πολέμου και τα κάλεσε να αναπτύξουν «χαλαρή» σχέση με τις ένοπλες δυνάμεις, με επισκέψεις αξιωματικών, οι οποίοι θα αναλάβουν να εξηγήσουν τι ακριβώς κάνει ο γερμανικός στρατός για την ασφάλεια των πολιτών.
Όπως ήταν επόμενο, οι δηλώσεις των υπουργών φούντωσαν την ατμόσφαιρα για άμεση εμπλοκή των ευρωπαϊκών κρατών σε πόλεμο με τη Ρωσία όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη. Αυτή πυροδοτήθηκε ακόμα περισσότερο με τις δηλώσεις του γάλλου προέδρου Εμ. Μακρόν, στο πλαίσιο της Διεθνούς Διάσκεψης για την Ουκρανία στο Παρίσι, ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί» η αποστολή δυτικών στρατευμάτων στα πεδία των μαχών της Ουκρανίας. Ο Μακρόν επανέλαβε και σε άλλες δηλώσεις και συνεντεύξεις του ότι «πρέπει να είμαστε έτοιμοι και θα είμαστε έτοιμοι να λάβουμε τις αποφάσεις που επιβάλλονται ώστε η Ρωσία να μην κερδίσει ποτέ», ότι «θα χρειαστεί να γίνουν επιχειρήσεις στο έδαφος (της Ουκρανίας), όποιες κι αν είναι αυτές, για να αντιμετωπιστούν οι ρωσικές δυνάμεις» και ότι η Γαλλία υποστηρίζει «πως μπορούμε να το κάνουμε».
Οι δηλώσεις Μακρόν εισήγαγαν στην αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία μια νέα πιο επικίνδυνη εκδοχή: Αν μέχρι τώρα οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ εμφανίζονταν αρνητικοί στην αποστολή χερσαίων δυνάμεων της Δύσης στα πεδία μαχών της Ουκρανίας, προφανώς από την επίγνωση ότι κάτι τέτοιο θα σημάνει πόλεμο παγκόσμιων διαστάσεων, τώρα η Γαλλία με τις δηλώσεις Μακρόν εμφανίζεται να μην την αποκλείει, γεγονός που έσπευσε να το στιγματίσει ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, υπογραμμίζοντας πως «και μόνο το γεγονός ότι συζητείται η πιθανότητα αποστολής ορισμένων δυνάμεων στην Ουκρανία αποτελεί ένα πολύ σημαντικό νέο στοιχείο» και ότι «σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα χρειαζόταν να μιλάμε για πιθανή, άλλα για αναπόφευκτη άμεση σύγκρουση».
Στην τροχιά ενός τέτοιου κλίματος άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία ακούγονται και άλλες φωνές μέσα στην ΕΕ: ο σλοβάκος πρωθυπουργός Ρ. Φίτσο δήλωσε πως κάποιες δυτικές χώρες εξετάζουν την πιθανότητα να στείλουν στρατιώτες στην Ουκρανία. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Σουηδίας κάλεσε τους πολίτες της χώρας να ετοιμαστούν για πόλεμο, σημειώνοντας πως «η ειρήνη πλησιάζει στο τέλος της». Ο σουηδός υπουργός Πολιτικής Άμυνας και ο αρχιστράτηγος της χώρας δήλωσαν ότι «θα μπορούσε να γίνει πόλεμος στη Σουηδία» και οι σουηδοί πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Προέτρεψαν, μάλιστα, τους διοικητές και τους τοπικούς συμβούλους, ακόμα και τους τους ιδιώτες, να αναλάβουν δράση λέγοντας χαρακτηριστικά πως «Ο κόσμος αντιμετωπίζει μια προοπτική ασφάλειας με μεγαλύτερους κινδύνους από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είστε ιδιώτης; Έχετε σκεφτεί εάν έχετε χρόνο να γίνετε μέλος μιας εθελοντικής οργάνωσης άμυνας; Αν όχι: κινηθείτε!»
Πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες στην ΕΕ χτυπούν τύμπανα πολέμου και με κινήσεις σαν κι αυτή της συνάντησης του λεγόμενου τριγώνου της Βαϊμάρης, με την οποία Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία θέλουν να εμφανίσουν ένα ευρωπαϊκό «συνασπισμό δυνατοτήτων» για τη στήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμο της με τη Ρωσία. Ωστόσο, όσο και αν ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντ. Τούσκ χαρακτήρισε ως «κακόβουλες φήμες» και «υπερβολή» το «ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών πρωτευουσών», η πραγματικότητα είναι πως αυτές οι διαφορές υπάρχουν, όπως και οι αντιθέσεις των ευρωπαϊκών λαών με τις κυβερνήσεις τους για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Εξάλλου, αυτό υποδήλωσαν, σε αντιδιαστολή με τις δηλώσεις Μακρόν «να μην αποκλειστεί» η αποστολή δυτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, και οι τοποθετήσεις του γερμανού καγκελάριου Ολ. Σολτς πως «δεν είμαστε οι ίδιοι σε πόλεμο με την Ρωσία», οι οποίες απέκλεισαν την αποστολή γερμανικών στρατευμάτων στην Ουκρανία καθώς και την αποστολή γερμανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία, που θα χρησιμοποιούνταν για να καταφερθούν στρατιωτικά πλήγματα στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Το γεγονός ότι στη Γερμανία και τη Γαλλία οι κυβερνήσεις άπλωσαν την πολεμική ατμόσφαιρα αυτήν την περίοδο έχει άμεση σχέση με τις εξελίξεις στη ουκρανικό μέτωπο και με το τι επιδιώκουν η ΕΕ και κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία από τον πόλεμο στην Ουκρανία:
Έχει σχέση με την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στα πεδία των μαχών της Ουκρανίας, όπου η Ρωσία έχει αποκτήσει πλεονέκτημα και φαίνεται να στερεώνει τις κτήσεις της. Αυτή η πραγματικότητα πιέζει περισσότερο την ΕΕ και το γερμανογαλλικό άξονά της, που έχουν υποστεί και τις μεγαλύτερες συνέπειες του ουκρανικού πολέμου από όλο το δυτικό στρατόπεδο, απέναντι στην οποία τώρα εκτοξεύονται, σαν αντίβαρο, κραυγές άμεσης στρατιωτικής ευρωπαϊκής παρουσίας στο πολεμικό έδαφος της Ουκρανίας, αν και αυτές, χωρίς τη συμμετοχή του στρατού των ΗΠΑ, έχουν αδύνατα πόδια, όπως φανερώνει και η άρνηση του Μακρόν να δώσει λεπτομέρειες για την αποστολή δυτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, λέγοντας πως προτιμά να διατηρήσει μια «στρατηγική ασάφεια».
Συνδέεται και με τους ενδοδυτικούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για την κατάληψη «θέσεων» στην Ουκρανία. Σε μια στιγμή όπου οι εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις στις ΗΠΑ των Ρεπουμπλικάνων του Τραμπ με τους Δημοκρατικούς του Μπάιντεν έχει «μπλοκάρει» εδώ και έξι περίπου μήνες την έγκριση του νέου αμερικάνικου πακέτου στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία και το καθεστώς Ζελένσκι εμφανίζεται σε μια κατάσταση εντεινόμενης απόγνωσης να εκλιπαρεί δυτική βοήθεια, οι κινήσεις και οι δηλώσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας και της ΕΕ για αύξηση της ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία, για αποστολή βαρύτερων όπλων και ακόμα για ενδεχόμενη αποστολή ευρωπαϊκού στρατού στο μέτωπο της Ουκρανίας, απηχούν γερμανογαλλικούς υπολογισμούς για να αποκτήσουν προβάδισμα οι δικές τους ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις στη μεταπολεμική Ουκρανία. Απηχούν ακόμα προσπάθεια, ειδικά από τη Γαλλία, να εμφανισθεί η ΕΕ ως δύναμη με «αυτοτελή» στρατιωτικό ρόλο.
Συνδέεται, τέλος, με την επιδίωξη -και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- να επιβληθεί ένα κλίμα άμεσης απειλής πολέμου στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που να χρησιμοποιηθεί για την στρατιωτικοποίηση της οικονομικής και πολιτικής ζωής, για τη λήψη σκληρότερων αντιλαϊκών μέτρων και αντιδημοκρατικών περιορισμών καταστολής των λαϊκών αντιδράσεων, προκειμένου το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του στην ΕΕ να αντεπεξέλθουν στον πόλεμο της Ουκρανίας και τη μεγάλη οικονομική κρίση που παρατείνεται στην ΕΕ.
Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν δρομολογήσει την πολιτική τους η ΕΕ, η Γερμανία και η Γαλλία και αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά:
-Απο τις ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις στην Ευρώπη, με τελευταίες αυτές των αγροτών σε πολλές χώρες της ΕΕ, ενάντια στα οικονομικά μέτρα των κυβερνήσεων και της ΕΕ και ενάντια στο ότι τεράστια κοινωνικά κονδύλια μειώνονται για να ενισχυθούν στρατιωτικές δαπάνες και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
-Στο ρεκόρ στρατιωτικών δαπανών που έχει σημειώσει η ΕΕ, με την αύξησή τους κατα 6%, φτάνοντας τα 240 δισ. ευρώ, όπως ανακοίνωσε το 2023 ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (ΕΟΑ, EDA).
-Στο ότι, σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη (SIPRI), οι εισαγωγές όπλων στην Ευρώπη την περίοδο 2019 – 2023 κατέγραψαν αύξηση 94% σε σύγκριση με την πενταετία 2014-2018.
-Από την εξαγγελία του υπουργού Άμυνας της Γερμανίας για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Γερμανίας στο 3,5% του ΑΕΠ και από τη δημιουργία ειδικού ταμείου στη Γερμανία για στρατιωτικές δαπάνες ύψους 100 δισ. ευρώ ώστε, όπως είπε ο Γερμανός καγκελάριος Ολ. Σολτς που το ανακοίνωσε πριν 2 χρόνια, η Γερμανία «να καταστεί η πιο αξιόμαχη δύναμη στην Ευρώπη (…) και οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις να γίνουν η καλύτερα εξοπλισμένη δύναμη στην Ευρώπη».
-Από την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Γαλλίας κατά 400 δισ. ευρώ το 2019-2025, με στόχο ο γαλλικός στρατός, όπως είπε ο Μακρόν, να μπει σε ένα πρόγραμμα «μετασχηματισμού» για την προσαρμογή των ικανοτήτων του στις υψηλής έντασης συρράξεις.
Ακριβώς αυτήν την πολιτική ήλθε να συνοψίσει και να ενισχύσει και η τελευταία δήλωση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ότι στην ΕΕ «πρέπει να είμαστε αμυντικά έτοιμοι και να περάσουμε σε λειτουργία οικονομίας πολέμου. (…) Αν θέλουμε ειρήνη, πρέπει να ετοιμασθούμε για πόλεμο», με την οποία κάλεσε τις χώρες να διευκολύνουν επενδύσεις στον τομέα της άμυνας, να αλλάξουν την εντολή του οργάνου δανεισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ώστε αυτή να στηρίζει οικονομικά την ευρωπαϊκή στρατιωτική βιομηχανία.
Η «φιλειρηνική» προβιά με την οποία έντυναν και ντύνουν την ΕΕ οι υποστηρικτές της πετάγεται τώρα, απροκάλυπτα, στην άκρη από τους ίδιους τους ηγέτες της που, για να προωθήσουν τις επιδιώξεις των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αδίστακτα, απαιτούν η οικονομία της ΕΕ να γίνει «οικονομία πολέμου» και διατυπώνουν τυχοδιωκτικές προτάσεις κλιμάκωσης του πολέμου με την αποστολή ευρωπαϊκού στρατού στο μέτωπο της Ουκρανίας.
Αυτή η φιλοπόλεμη πολιτική που αποτελεί ευθεία απειλή για την ειρήνη και συμβαδίζει με τα πιο αντιδραστικά μέτρα σε βάρος των ευρωπαϊκών λαών επιβάλλεται να γίνει αντικείμενο της πιο πλατιάς λαϊκής μαζικής πάλης. Και πηγαίνοντας προς τις ευρωεκλογές, να καταγγελθεί με τον πιο ισχυρό τρόπο, να αποτελέσει πηγή ενίσχυσης του παλλαϊκού αιτήματος και του αγώνα για την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ.