Με καθυστέρηση δύο χρόνων πραγματοποιήθηκε τελικά η επίσκεψη του Ρώσου υπουργού εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στην Αθήνα. Η προηγούμενη επίσκεψή του είχε προγραμματιστεί για το Σεπτέμβρη του 2018, όταν και αναβλήθηκε μετά την απέλαση των δύο Ρώσων διπλωματών με καταγγελίες από την ελληνική πλευρά για αθέμιτες παρεμβάσεις της Μόσχας ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Μια κίνηση που είχε έντονο αμερικανονατοϊκό αποτύπωμα.
Η επίσκεψη γίνεται σε μια περίοδο έντονης ρευστότητας στην ευρύτερη περιοχή από τα Βαλκάνια, την Ουκρανία και τον Καύκασο, ως την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική, στην οποία παρεμβαίνουν και συγκρούονται οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Ταυτόχρονα είναι ένα πεδίο όπου ξεδιπλώνεται η τουρκική επιθετικότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ οικοδομούνται, διαπλέκονται και μετασχηματίζονται οι σχέσεις της Μόσχας με την Άγκυρα οι οποίες καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, την εξέλιξη των σημαντικότερων “θερμών σημείων” στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή, η ασφυκτική πρόσδεση της Ελλάδας στις ΗΠΑ και την ΕΕ έχει μετατρέψει τη χώρα σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ ενάντια στη Ρωσία. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Πομπέο, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του, όταν από τη Σούδα μίλησε για την “ανάγκη ανάσχεσης της ρωσικής επέλασης στην Ανατολική Μεσόγειο” από τις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Μια δήλωση που εξόργισε το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών, ενώ η ρωσική πρεσβεία στη Αθήνα έκανε λόγο για “αντιρωσική υστερία”.

Παράλληλα η ελληνική πλευρά έχει εναποθέσει τις ελπίδες της για το φρενάρισμα της τουρκικής επιθετικότητας στη στήριξη από τους δυτικοευρωπαίους ιμπεριαλιστές και τις ΗΠΑ, χωρίς απτά αποτελέσματα -πέρα από τις όποιες κινήσεις του Μακρόν για τα ιδιαίτερα συμφέροντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού.
Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται ως πειθήνιος διεκπεραιωτής των ευρωνατοϊκών απαιτήσεων στην περιοχή και ως πιστός ”συνοριοφύλακας” των εξωτερικών “ευρωπαϊκών συνόρων”, εκλιπαρώντας για στήριξη απέναντι στις νεοοθωμανικές βλέψεις του Ερντογάν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Παρόλ’ αυτά, το μόνο που δέχεται από τους “συμμάχους” της είναι συγκαταβατικά χτυπήματα στην πλάτη και ανέξοδη φραστική στήριξη χωρίς αντίκρυσμα, διανθισμένη με μπόλικη πίεση για έναρξη διαπραγματεύσεων με την τουρκική πλευρά για τα “διαφιλονικούμενα”, όπως τα χαρακτηρίζουν, κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η επίσκεψη Λαβρόφ ήρθε να δηλώσει από τη μια την παρουσία του ρωσικού ιμπεριαλισμού στις εξελίξεις στην περιοχή και την παρέμβασή του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και από την άλλη την προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να ελιχθεί και να βρει ένα αντίβαρο στην ευρωνατοϊκή “αδράνεια” για τη στήριξη που ζητά απέναντι στην Τουρκία.

Η επίσκεψη Λαβρόφ έγινε επίσης με φόντο τα σύννεφα που συσσωρεύονται στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, ιδιαίτερα μετά την άμεση εμπλοκή της Άγκυρας στην σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και την αμέριστη στήριξη των Αζέρων. Επιπλέον, έντονη ενόχληση της ρωσικής πλευράς προκάλεσαν οι πρόσφατες δηλώσεις του Ερντογάν ότι “η Τουρκία δεν θα αναγνωρίσει ποτέ την “παράνομη” προσάρτηση της Κριμαίας” κατά την επίσκεψη του Ουκρανού ομολόγου του στην Τουρκία -ο οποίος ανταπάντησε ότι “ελπίζουμε για έναν σοβαρό ρόλο της Τουρκίας σε αυτό το ζήτημα”- και η αμυντική συμφωνία που υπέγραψαν. Η ρωσική πλευρά σε κάθε περίπτωση θα ήθελε να δει να ψαλιδίζονται οι τουρκικές φιλοδοξίες, χωρίς να διαρραγούν πλήρως οι μεταξύ τους σχέσεις.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης κατά τη συνάντησή του με το Ρώσο ΥπΕξ κατηγόρησε την Τουρκία ότι “καταπατά τη διεθνή νομιμότητα, ναρκοθετώντας την ειρήνη σε πολλά ευαίσθητα σημεία του χάρτη” και απηύθυνε μήνυμα στη Μόσχα ότι “είναι προς το αμοιβαίο μας συμφέρον να ελέγξουμε τέτοιες προκλητικές συμπεριφορές και να θυμίσουμε σε όποιον τις ασκεί τα πραγματικά του όρια”. Παράλληλα προσκάλεσε τον Ρώσο πρόεδρο Β. Πούτιν να επισκεφθεί την Ελλάδα το 2021 με αφορμή τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821.

Από την πλευρά του, ο Σ. Λαβρόφ χαρακτήρισε την Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή “πολύ σημαντική από γεωπολιτικής άποψης” και ότι “χρειάζεται το ταχύτερο δυνατό αποκλιμάκωση της έντασης…για να προχωρήσουν οι χώρες στη διευθέτηση όλων των προβλημάτων”. Διευκρίνισε ότι αυτό αφορά “και τα ζητήματα στο πλαίσιο της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982, όταν προκύπτουν τα ζητήματα μεταξύ των όμορων χωρών τα συμφέροντα των οποίων διασταυρώνονται και χρειάζεται να υπάρχει διευθέτηση μέσω των διακρατικών συμφωνιών. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω απευθείας διαλόγου”. Εξέφρασε δε την πρόθεση της Ρωσίας να συμβάλει “στην ομαλοποίηση της κατάστασης”, για να καταλήξει, απαντώντας σε σχετική επισήμανση του Έλληνα πρωθυπουργού, ότι ναι μεν η συμμετοχή της Ελλάδας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ δεν εμποδίζει την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, αλλά “επιθυμητό θα ήταν και η ΕΕ και το ΝΑΤΟ να μη μας εμποδίσουν να αναπτύξουμε αυτές τις σχέσεις”.
Νωρίτερα κατά την επίσκεψη του Λαβρόφ στο υπουργείο εξωτερικών υπεγράφη με τον Ν. Δένδια “Κοινό Μνημόνιο για τη διεξαγωγή του Έτους Ιστορίας Ελλάδας – Ρωσίας το 2021”.

Ο Ν. Δένδιας δήλωσε ότι“η Ελλάδα, κράτος – μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, επιθυμεί και εργάζεται για τη διατήρηση και την ενδυνάμωση των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των Οργανισμών αυτών και της Ρωσίας, μέσω των θεσμοθετημένων δομών”, αν και μάλλον μόνο ως ευσεβής πόθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η δήλωση.
Τόνισε ότι η επίσκεψη του Ρώσου αξιωματούχου “λαμβάνει χώρα τη στιγμή στην οποία η ευρύτερη περιοχή αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς” της Τουρκίας και έθεσε “το ζήτημα του στρατιωτικού εξοπλισμού της Τουρκίας και του γεγονότος ότι ο εξοπλισμός αυτός αποσταθεροποιεί το σύνολο των χωρών της περιοχή” ως μια έμμεση αναφορά στην στρατιωτική συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία και τους S-400.

Σημείωσε το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. και κατήγγειλε τις “παράνομες σεισμικές έρευνες σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας”. Την ίδια στιγμή βέβαια διαβεβαίωνε πως η ελληνική κυβέρνηση είναι “πάντα προσηλωμένη σε έναν εποικοδομητικό διάλογο”, οποίος δεν μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί τώρα “υπό το κράτος πιέσεων και απειλών” της Τουρκίας.
Από τη μεριά του ο Λαβρόφ και ενώ είχαν προηγηθεί ανάλογες τοποθετήσεις της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα, που φαίνεται να αμφισβητούν τις τουρκικές θέσεις, με δηλώσεις του παρέπεμψε στο Δίκαιο της Θάλασσας, λέγοντας ότι κάθε μέλος αυτής της Σύμβασης μπορεί να καταχωρήσει το εύρος των χωρικών υδάτων “έως 12 μίλια, τηρώντας την κοινή λογική και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες”. Μια δήλωση που θεωρήθηκε αρκετά “προωθημένη” από την ελληνική πλευρά.

Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ, επέμεινε στην αναγνώριση αυτού του δικαιώματος αλλά συμπλήρωσε πως: «Την ίδια στιγμή, σε ορισμένες περιπτώσεις οι χώρες για κάποιους λόγους καθορίζουν τα χωρικά ύδατα μικρότερου εύρους. Και όταν προκύπτει το ζήτημα της οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας ζώνης μεταξύ των όμορων χωρών, αυτό πρέπει να επιλύεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο».
Ο Ρώσος ΥπΕξ τόνισε ότι οι διαφορές πρέπει να διευθετούνται “μόνο μέσω των διαπραγματεύσεων με συνυπολογισμό και σεβασμό των συμφερόντων του καθενός” και την οικοδόμηση “μέτρων εμπιστοσύνης” χαρακτηρίζοντας το Δίκαιο της Θάλασσας “κλειδί” για την ομαλοποίηση της κατάστασης.

Αποτιμώντας την επίσκεψη Λαβρόφ ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, σε συνέντευξή του, εξέφρασε την άποψη ότι αυτή ήταν θετική για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί “επιβεβαίωσε την πάγια αρχή της ρωσικής διπλωματίας ότι οι χώρες έχουν τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών τους υδάτων έως τα 12 ναυτικά μίλια και ότι τα νησιά έχουν το δικαίωμα σε ΑΟΖ” και δεύτερον “ότι ο επικεφαλής του Ρωσικού ΥΠΕΞ εξέφρασε, στη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, τη διάθεση της ρωσικής πλευράς, για να υπάρξει μια θετική συνεισφορά στην αποκλιμάκωση της κρίσης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αυτό ήταν κάτι που άκουσε με μεγάλη χαρά η Αθήνα”.

Η ενεργή παρουσία του ρωσικού ιμπεριαλισμού στη διευθέτηση των προβλημάτων της περιοχής πιστοποιήθηκε την επαύριο κιόλας της επίσκεψης του Λαβρόφ στην Αθήνα. Την επόμενη κιόλας μέρα ο Ρώσος ΥπΕξ είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ενώ τηλεφωνική επικοινωνία είχαν την ίδια μέρα και ο Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Ταγίπ Ερντογάν. Από ό,τι έχει έρθει στη δημοσιότητα δεν προέκυψε αν συζητήθηκαν τα Ελληνοτουρκικά προβλήματα αλλά γνωστοποιήθηκε ότι τέθηκαν τα θέματα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, της Λιβύης και της Συρίας, ειδικά μετά και τη ρωσική αεροπορική επίθεση στο Ιντλίμπ όπου σκοτώθηκαν 80 αντικαθεστωτικοί που στηρίζονται από τη Τουρκία.