Δίνοντας για πολλοστή φορά τα διαπιστευτήριά του στους ξένους προστάτες, ο Α. Τσίπρας, θιασώτης την αλήστου μνήμης ανδρεοπαπανδρεϊκής δημαγωγίας, ξεστόμισε ξετσίπωτα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες. Αυτό σημαίνει, κάνουμε το παν για να προασπίσουμε τα συμφέροντα του ελληνικού λαού μέσω της συμμετοχής μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ». Κακοποίησε έτσι κι αυτός με τη σειρά του χυδαία το ιστορικό εαμικό σύνθημα, μετατρέποντάς το σε πλυντήριο της κυρίαρχης αντιλαϊκής πολιτικής της υποτέλειας που και ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε περίπτωση υπηρετεί με ζήλο και συνοψίζεται στο γνωστό μότο «ανήκομεν στη Δύση». Στα πλαίσια αυτά, πλειοδοτώντας σε αμερικανοδουλεία ο Τσίπρας υπενθύμισε με νόημα πως «η στήριξη στην ελληνοαμερικάνικη συνεργασία είναι διακομματική και βασίζεται σε διπλωματικά και οικονομικά βήματα που έγιναν επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ».
Αναπαράγοντας τη μακαρθικού τύπου αντιρωσική υστερία έπανέλαβε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ πως «η Ρωσία δεν είναι σύμμαχος» και ζητά «ισχυρές και στοχευμένες κυρώσεις». Δίνοντας εκ προοιμίου συγχωροχάρτι στα αμερικανοευρωπαϊκά επιθετικά σχέδια και τα διαχρονικά νατοϊκά εγκλήματα στο όνομα πάντα του Διεθνούς Δικαίου, ξιφουλκεί μονόπλευρα κατά της ρωσικής εισβολής τονίζοντας πως «ίσες αποστάσεις δε χωρούν όταν μια χώρα εισβάλλει σε άλλη».
Πασχίζοντας ωστόσο να επικοινωνήσει με τα φιλειρηνικά αντινατοϊκά αισθήματα του ελληνικού λαού, ο Τσίπρας επιχειρεί εκ του ασφαλούς να διαχωριστεί επικοινωνιακά από το «επικίνδυνο αφήγημα Μητσοτάκη περί της Ελλάδας φυλακίου της Δύσης προς Ανατολάς, που μας βάζει στην πρώτη γραμμή της στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία». Στο ίδιο μήκος κύματος παπαγαλίζει κατά τα γνωστά πως «η εσπευσμένη και χωρίς καμιά διαβούλευση με τις πολιτικές δυνάμεις απόφαση Μητσοτάκη για αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία ήταν μεγάλη απερισκεψία, στα όρια της εθνικής επιπολαιότητας». Κατά τα λοιπά, με φόντο την υφέρπουσα σεναριολογία περί πρόωρων εθνικών εκλογών, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υψώνει τους αντιπολιτευτικούς τόνους κατά της ΝΔ, «της χειρότερης κυβέρνησης τη χειρότερη στιγμή», αδυνατώντας ωστόσο για προφανείς λόγους (διάβαζε στρατηγική σύμπλευση με τη Δεξιά) να καρπωθεί τη διαρκώς διευρυνόμενη αντικυβερνητική δυσαρέσκεια.
Διεκδικώντας για λογαριασμό του το χρίσμα του «καταλληλότερου» από τα ξένα και ντόπια αφεντικά, εγκαλεί τη ΝΔ για «ραγδαία και επικίνδυνη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού» ζητώντας όπου βρεθεί κι όπου σταθεί εκλογές για να δοθεί «θετική κατεύθυνση αλλαγής στη διάχυτη κοινωνική διαμαρτυρία» (διάβαζε για τον (επαν)εγκλωβισμό της διογκούμενης λαϊκής αγανάκτησης σε ανώδυνα κανάλια για το σύστημα).
Η δημοσκοπική καθήλωση αποτελεί εξάλλου υπόστρωμα για την αναζωπύρωση των εσωτερικών ερίδων που έχουν την τιμητική τους στον ΣΥΡΙΖΑ ενόψει του προσεχούς συνεδρίου του. Πιο συγκεκριμένα, παρά τα κηρύγματα των «προεδρικών» ότι «υπερασπίζοντας τον Τσίπρα, υπερασπίζουμε το κόμμα», ο Ε. Τσακαλώτος ξαναχτύπησε και απέφυγε να χαρακτηρίσει «ψίχουλα» (όπως ο Τσίπρας) τις ψευτοπαροχές της ΝΔ για την ακρίβεια, παρά το ότι εξαναγκάστηκε κατά τα γνωστά σε διευκρινιστική δήλωση. Είχε προηγηθεί (την ίδια μέρα που ο Α. Τσίπρας ενίσχυε τον αρχηγικό του ρόλο με περιοδεία στη Θεσσαλονίκη), η δημόσια εκδήλωση για την παρουσίαση των θέσεων της Ομπρέλας (Τσακαλώτος, Σκουρλέτης, Φίλης, κά.), δίνοντας νέο χτύπημα στο διακύβευμα της περιβόητης ενότητας στην οποία υποτίθεται πως άπαντες στον ΣΥΡΙΖΑ ομνύουν. Κερασάκι στην τούρτα με φόντο τον ανταγωνισμό για τη νομή της κομματικής εξουσίας μεταξύ των αλληλοϋποβλεπόμενων τάσεων και των γνωστών δελφίνων, αποτέλεσε το κείμενο (στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου) που υπογράφουν 13 στελέχη (μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, του Πολιτικού Συμβουλίου κά.), με τίτλο «βαρίδια ή μήπως όχι». Πρόκειται για ένα δριμύ «κατηγορώ» των τάσεων που συσπειρώνονται απέναντι στους προεδρικούς κατά των συστημικών ΜΜΕ (αλλά και εμμέσως κατά της ηγεσίας Τσίπρα) που «θέλουν να επιβάλουν σιγή νεκροταφείου, έχουν σχέδιο γενικής εκκαθάρισης και μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα άλλο κόμμα… δε θέλουμε να γίνουμε ΠΑΣΟΚ».