Όταν επί κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, το Νοέμβριο του 2018, ξεκίνησε η διαδικασία για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, τα δύο κυρίαρχα αστικά κόμματα υποστήριξαν την ανάγκη μιας αναθεώρησης, με επιχειρήματα ότι χρειάζεται ένας “συνταγματικός εκσυγχρονισμός ”, ένα σύνταγμα που θα βγει από “το στοχασμό πάνω στις θεσμικές αιτίες και στην εμπειρία της χρεοκοπίας, της κρίσης αλλά και της διαχείρισης της”, “ένα σύνταγμα που θα διασφαλίζει την κυβερνητική θητεία” και “σταθερούς κυβερνητικούς κύκλους”, που να “αντιμετωπίζει τις πολιτικές παθογένειες” και άλλα παρόμοια, τα οποία διατύπωναν τόσο ο Αλ. Τσίπρας όσο και ο Κυρ. Μητσοτάκης, με εκφράσεις και δηλώσεις επιφανειακά αντιπαραθετικές, αλλά στο βάθος με ένα κοινό νήμα να τις ενώνει.
Γεγονός που αποτυπώθηκε και στο συναινετικό πνεύμα που επιδείχθηκε ανάμεσα στα κοινοβουλευτικά κόμματα για τις αναθεωρητέες διατάξεις, κατά την πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας στις αρχές του 2019, αλλά και κατά τη δεύτερη φάση της που έγιναν οι τελικές ψηφοφορίες στη Βουλή για τις αναθεωρητικές διατάξεις.
Το κοινό νήμα που οδήγησε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να συμφωνούν σε μια συναινετική συνταγματική αναθεώρηση, δεν είναι άλλο από τις ανάγκες του αστικού πολιτικού συστήματος στη σημερινή συγκυρία. Ανάγκες που έχουν να κάνουν με την ισχυρότερη – συνταγματική στήριξη της αντιλαϊκής πολιτικής και την αντιμετώπιση της πολιτικής και κυβερνητικής αστάθειας από την οποία δοκιμάσθηκε το αστικό σύστημα, την τελευταία δεκαετία της κρίσης. Γι’ αυτό καλλιεργούνταν από καιρό το σχετικό έδαφος που έκφρασε με ένα χαρακτηριστικό τρόπο ο Κυρ. Μητσοτάκης, σε προγενέστερο χρόνο, όταν υπό τον τίτλο “συναίνεση για ριζική αναθεώρηση” έλεγε ότι «η πρότασή μου προς τον κ. Τσίπρα θα είναι απλή, ξεκάθαρη και δίχως αστερίσκους. Η Νέα Δημοκρατία θα υπερψηφίσει όλα τα άρθρα που η Κυβέρνηση θα προτείνει ως αναθεωρητέα εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίσει όλα τα άρθρα που θα προτείνει η Νέα Δημοκρατία”.
Πάνω σε αυτό το συναινετικό μοτίβο κινήθηκε, ουσιαστικά, και όλη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης παρά τους κούφιους “συγκρουσιακούς ”τόνους που χρησιμοποίησαν στις ομιλίες τους σε όλη αυτή τη διαδικασία, όπως κατά την τελευταία συζήτηση στη Βουλή για την τελική ψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων, όπου ο Αλ. Τσίπρας επιχείρησε να εμφανίσει τις προτάσεις αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ ως “προοδευτικές” έναντι των “συντηρητικών “ της ΝΔ, ενώ ο Κυρ. Μητσοτάκης κατηγόρησε το ΣΥΡΙΖΑ ότι προώθησε μια συνταγματική αναθεώρηση που οδήγησε σε “ματαίωση για μια 10ετία μια ριζική αλλαγή του Συντάγματος”, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι η συνταγματική αναθεώρηση “θα φέρει τη σφραγίδα της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αλλά θα είναι και προϊόν διακομματικής συναίνεσης”.
Και πραγματικά σε αυτή την κυβερνητική προσπάθεια, να εμφανίσει την συνταγματική αναθεώρηση ως “διακομματικό συναινετικό προϊόν”, συνέβαλαν όλα τα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Δεν ξέφυγε ούτε το ΚΚΕ, το οποίο η ΝΔ “ χειρίσθηκε”, με κρίκο την πρόταση για την ψήφο των αποδήμων, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι η κυβέρνηση βρίσκει σημείο συναίνεσης και με το ΚΚΕ και ότι “απομονώνεται” ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτόν τον χειρισμό η ηγεσία του ΚΚΕ κράτησε στάση “ανταπόκρισης”, ο Δ. Κουτσούμπας είχε συζήτηση με τον Κυρ. Μητσοτάκη σε πνεύμα εποικοδομητικό και έδωσε την δική του συμβολή στο κλίμα συναίνεσης που επεδίωξε να καλλιεργήσει η κυβέρνηση, ψηφίζοντας στο τέλος και την αναθεωρητέα διάταξη για την ψήφο των αποδήμων που πρότεινε η κυβέρνηση της ΝΔ. Ψήφο που η ηγεσία του ΚΚΕ δικαιολογεί με το ότι συμπεριέλαβε προϋποθέσεις που έθετε η πρότασή του για την ψήφο των εκτός επικρατείας εκλογέων, όμως, στην πραγματικότητα, η γενικότητα των διατυπώσεων που περιέχει το ψηφισθέν αναθεωρητέο άρθρο αφήνει ανοικτό δρόμο στην κυβερνητική πλειοψηφία, με το νόμο που χρειάζεται για την ψήφο των αποδήμων, να προωθήσει τις επιδιώξεις που επιθυμεί για τη σύνθεση του εκλογικού σώματος.
Η συνταγματική αναθεώρηση, ενώ έγινε ψηφοφορία για περίπου 40 αναθεωρητέες διατάξεις, συγκέντρωσε τις απαραίτητες ψήφους μόνο για εννέα άρθρα του Συντάγματος (Εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, ψήφος εκτός επικρατείας εκλογέων, ποινική ευθύνη υπουργών, “λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία”, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, βουλευτική ασυλία, συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πλειοψηφίας, επιλογή μελών Ανεξάρτητων Αρχών, εξίσωση στρατιωτικών με τους λοιπούς δικαστές).
Στην εκλογή του Πρόεδρου της Δημοκρατίας, η αλλαγή που γίνεται είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να συγκεντρώσει αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, όπως ίσχυε μεχρι τώρα, για να εκλεγεί αλλά μπορεί να εκλεγεί και με απλή πλειοψηφία ακόμα και με σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έτσι το αστικό σύστημα “λύνει συνταγματικά” αυτό που θεωρούσε σαν πρόβλημα, την σταθερότητα των κυβερνήσεών του, το ότι, δηλαδή η μη συγκέντρωση αυξημένης πλειοψηφίας στη Βουλή οδηγούσε σε διεξαγωγή εκλογών.
Το άρθρο περί ποινικής ευθύνης υπουργών, που θεωρείται σκανδαλώδες γιατί καταπατά την ισονομία των υπουργών με τους απλούς πολίτες, δεν καταργήθηκε αλλά παραμένει παραλλαγμένο.
Η νέα συνταγματική διάταξη του “ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος”, αν και επιχειρείται να παρουσιαστεί σαν “φιλολαϊκή αλλαγή”, στην πραγματικότητα, με τη διατύπωσή της ότι “το κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως ο νόμος ορίζει”, κατοχυρώνει συνταγματικά την φτώχεια και παρέχει ενισχυμένη συνταγματική κάλυψη στην άσκηση της αντιλαϊκής πολιτικής των κοινωνικών μερισμάτων και βοηθημάτων, τα οποία εξομοιώνει με την “αξιοπρεπή διαβίωση”!
Το άρθρο για την ψήφο των αποδήμων, όπως, ήδη σημειώσαμε είναι ένα πέπλο που προσφέρεται για κάλυψη μιας αλλοίωσης του εκλογικού σώματος, μέσα από νόμο.
Το επίσης εμφανιζόμενο σαν “προοδευτικό” άρθρο της καθιέρωσης της “λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας” αποτελεί χοντρή απάτη, δήθεν άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, όχι μόνο γιατί το να ασκηθεί αυτή η “πρωτοβουλία”, δηλαδή να υποβληθεί πρόταση νόμου, απαιτούνται …. μισό εκατομμύριο υπογραφές (περίπου το 10% των όσων ψήφισαν στις εκλογές), όχι μόνο γιατί σε αυτή την “νομοθετική πρωτοβουλία” απαγορεύονται προτάσεις νόμου που αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, όλα δηλαδή τα σοβαρά θέματα πολιτικής, άλλα γιατί στο τέλος η “λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία” εξανεμίζεται καθώς η Βουλή είναι εκείνη που αποφασίζει.
Η συνταγματική αναθεώρηση που επιτεύχθηκε τελικά, από τη μια δείχνει με την περιορισμένη έκτασή της, πως παρά τη συναίνεση που επιδιώχθηκε οι αντιθέσεις μεταξύ των αστικών δυνάμεων παραμένουν. Από την άλλη, δείχνει με το περιεχόμενο των κυριότερων αναθεωρητέων διατάξεών της πως η βασική στόχευσή της ήταν να παράσχει στηρίγματα για σταθερή αστική διακυβέρνηση, για την άσκηση αντιλαϊκής πολιτικής αλλά και για το ψευτοδημοκρατικό μασκάρεμα του αστικού συστήματος διακυβέρνησης.
Δεν μπορεί, τέλος, να μη σημειωθεί πως παρέπεμψε,για μια ακόμα φορά, στις καλένδες το παμπάλαιο αστικοδημοκρατικό αίτημα του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος…