Αυτό που χαρακτήρισε τη διεθνή κατάσταση το 2018, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης στις ΗΠΑ, το 2008, ήταν η όξυνση όλων των βασικών αντιθέσεων του σημερινού κόσμου, οι διαιρέσεις και ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων και στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσά τους, που προκάλεσαν απότομη κλιμάκωση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, σκοτεινιάζοντας το διεθνή ορίζοντα και επαναφέροντας την απειλή για παγκόσμιο πόλεμο και πυρηνικό αλληλοεκβιασμό.
Στο δεύτερο χρόνο διακυβέρνησης Τραμπ οι ΗΠΑ προχώρησαν στην κατάργηση, παραβίαση και επαναδιαπραγμάτευση κρίσιμων συνθηκών και οικονομικών συμφωνιών, που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, όπως η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η οικονομική συμφωνία των χωρών του Ειρηνικού, Ασίας- ΗΠΑ (TPP), η συμφωνία Ευρώπης- ΗΠΑ (TTIP), η απόφαση για τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, και πρόσφατα η παραβίαση της Συνθήκης Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς (INF), καταπατώντας προκλητικά τη διεθνή νομιμότητα.
Όλα αυτά προμηνύονταν από τη «Νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» που διακήρυξε ο Τραμπ πριν ένα χρόνο. Παραληρώντας για το μεγαλείο της «μεγάλης Αμερικής», αφού ενταφίασε τα «αγαθά της παγκοσμιοποίησης», επαναφέροντας σε πρώτο πλάνο τα συμφέροντα του κάθε ξεχωριστού ιμπεριαλιστικού κράτους, ο Τραμπ, παρουσιάζοντας τη νέα στρατηγική των ΗΠΑ, ξεκαθάρισε: «Αποδεχόμαστε ότι ένας σθεναρός στρατιωτικός, οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός, βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη στον κόσμο». Αυτό τον ανταγωνισμό προσδιορίζει ως εξής η νέα στρατηγική των ΗΠΑ: «Η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο που είναι αντίθετος στις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Κίνα θέλει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ινδο-Ειρηνική περιοχή, να επεκτείνει το οικονομικό της μοντέλο που έχει κινητήρια δύναμη το κράτος και να αναδιοργανώσει την περιοχή προς όφελός της. Η Ρωσία επιδιώκει να ανακτήσει καθεστώς μεγάλης δύναμης και να κατοχυρώσει σφαίρες επιρροής κοντά στα σύνορά της».
Ένα μήνα μετά την εξαγγελία της νέας «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας» από τον Τραμπ, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Μάτις, -που παραιτήθηκε πριν τρεις εβδομάδες- την εξειδίκευσε στο στρατιωτικό επίπεδο με τη νέα «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας» τον Γενάρη του 2018, ξεκαθαρίζοντας πως οι αμερικάνικες ένοπλες δυνάμεις θέτουν στην καρδιά του νέου στρατιωτικού δόγματος την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας.#Αναλύοντας το στρατιωτικό δόγμα, ο υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Κόλμπι, προχώρησε σε απροκάλυπτες πολεμικές απειλές: «Κίνα και Ρωσία εργάζονται επί σειρά ετών για να αναπτύξουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες για να αμφισβητήσουν τα στρατιωτικά μας πλεονεκτήματα… θα εστιάσουμε στην προετοιμασία για πόλεμο και συγκεκριμένα για πόλεμο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων».
Σκοπός των ΗΠΑ είναι να ανατρέψουν τη διαμορφούμενη τάση απώλειας της παγκόσμιας ηγεμονικής τους θέσης, επιδιώκοντας να φρενάρουν την ορμητική άνοδο της Κίνας και τη σταθερή επάνοδο της Ρωσίας, αποτρέποντας με κάθε τρόπο μια συμμαχία ανάμεσά τους και, με την εξαπόλυση απειλών και τη δραστήρια προετοιμασία για πόλεμο, να εξαναγκάσουν ταυτόχρονα όλες τις άλλες δυνάμεις, στην Ευρώπη και την Ασία, να ευθυγραμμιστούν μαζί του σ’ αυτή την αντιπαράθεση, προλαβαίνοντας διαφοροποιήσεις και ρήγματα που διαφαίνονται.
Δαπανώντας σε ετήσια βάση, και συγκεκριμένα το 2016, το ιλιγγιώδες ποσό των 610 δις δολαρίων για στρατιωτικές δαπάνες -η Κίνα που ήταν δεύτερη δαπάνησε αντίστοιχα 215 δις δολάρια και η τρίτη, η Ρωσία, 70 δις δολάρια- και καταργώντας το 2018 το όριο των στρατιωτικών δαπανών, ο Τραμπ προχωρεί σε μία ραγδαία αύξησή τους και σε μία τεράστια κούρσα εξοπλισμών, προκειμένου οι ΗΠΑ να διατηρήσουν τη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροπλία τους, να εξουθενώσουν και να γονατίσουν οικονομικά τους ανταγωνιστές τους, όπως έκαναν τη δεκαετία του 1980 με την κούρσα εξοπλισμών και τον «πόλεμο των άστρων» του Ρήγκαν, που επιτάχυνε την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και επέφερε μία μεγάλη ανατροπή στους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων, καθιστώντας τις ΗΠΑ τη μοναδική ιμπεριαλιστική υπερδύναμη.
Μόνο που από τότε μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων, οι τάσεις φαίνονται αναπότρεπτες, και ο χρόνος δουλεύει αδυσώπητα σε βάρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και υπέρ των ανταγωνιστών του.
Στη θέση μιας εσωτερικά σαπισμένης, ιδεολογικά χρεοκοπημένης, οικονομικά κατεστραμμένης και ετοιμόρροπης Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου Γκορμπατσόφ, βρίσκεται σήμερα μία Ρωσία σε φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ισχυροποίησης, που επανακάμπτει και επανέρχεται με νέους όρους και δυνατότητες στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι υπερηχητικοί πύραυλοι που δοκίμασε με επιτυχία πριν λίγες μέρες η Ρωσία, που καθιστούν διάτρητη την αντιπυραυλική ασπίδα των ΗΠΑ, είναι ένα μικρό δείγμα των αλλαγών που έχουν σημειωθεί.
Στη θέση μιας Κίνας με μικρή διεθνή πολιτική επιρροή και οικονομική δύναμη τη δεκαετία του 1980, βρίσκεται σήμερα μία ανερχόμενη παγκόσμια καπιταλιστική δύναμη, που η ιμπεριαλιστική της πολιτική αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στις διεθνείς υποθέσεις.#Εκατό χρόνια από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1918, ενός πολέμου που αιματοκύλισε την Ευρώπη και οδήγησε στο ξέσπασμα και τη νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, νέες πολεμικές συγκρούσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απειλούν ξανά την ανθρωπότητα, και ο 21ος αιώνας επιφυλάσσει μεγάλες ανακατατάξεις και επαναστατικές ανατροπές για την εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου.