Η πρόσφατη ελληνοτουρκική «προσέγγιση» κάτω από την εποπτεία των ΗΠΑ και ΕΕ, χρησιμοποιείται σαν εργαλείο ενίσχυσης της αμερικανονατοϊκής συνοχής στο φλεγόμενο τόξο Ουκρανίας-Μέσης Ανατολής.
Στο φόντο των δύο πολεμικών μετώπων μετά την επίσκεψη (8/11) Φιντάν στην Αθήνα, οι δυο υπουργοί Εξωτερικών θα συναντηθούν ξανά στις 3 και 4 Δεκέμβρη στη Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και στις 4 και 5 Δεκέμβρη στη Μάλτα στη Σύνοδο του ΟΑΣΕ, προετοιμάζοντας την επόμενη συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν στην Άγκυρα στις αρχές του χρόνου. Παράλληλα εντείνονται και οι διεργασίες για την επανέναρξη συνομιλιών για το Κυπριακό με την προετοιμασία άτυπης πενταμερούς συνάντησης (δύο πλευρές και τρεις εγγυήτριες δυνάμεις).
Τις κυβερνητικές προσπάθειες εφησυχασμού για τις κυοφορούμενες εξελίξεις τσαλακώνουν οι αναταράξεις του κυβερνώντος κόμματος, καθώς στελέχη του για να απαλλαγούν από τη γραμμή της «μειοδοσίας» εγκαταλείπουν το πλοίο. Την παραίτησή του στον υπουργό Εξωτερικών, Γεραπετρίτη, υπέβαλε ο πρέσβης Ρούσος Κούνδουρος, τρίτος στην ιεραρχία του υπουργείου Εξωτερικών, λόγω διαφωνιών για την πολιτική για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, αλλά και για τη συνεργασία με την Τουρκία στον ΟΑΣΕ. Στην επιστολή παραίτησής του αναφέρει ότι ο ίδιος δεν κλήθηκε στην πρόσφατη συνάντηση Γεραπετρίτη -Φιντάν σε αναντιστοιχία με την τουρκική αντιπροσωπεία. Επισημαίνει επίσης ότι δεν λήφθηκαν υπόψη σοβαρά ζητήματα «ελληνοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων», τα οποία είχε διατυπώσει ο ίδιος εγγράφως.
Βαθύτερο ρήγμα στην δεξιά πολυκατοικία αποτέλεσε η διαγραφή από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ του πρώην πρωθυπουργού, Σαμαρά, με αφορμή συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής», όπου επισφραγίστηκε η σύγκρουση στο εσωτερικό της ΝΔ. Παράλληλα και ο Καραμανλής, αμφισβήτησε τα πειθαρχικά μέτρα του Μητσοτάκη στο όνομα της «εθνικής ομοψυχίας για την στήριξη της εθνικής γραμμής».
Επιμονή στον «διάλογο» της μυστικής διπλωματίας
Κάτω από το καθεστώς της θεσμοθετημένης από το τουρκικό κοινοβούλιο απειλής πολέμου (casus belli) και της «Γαλάζιας Πατρίδας», που φαλκιδεύουν την ελληνική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΕΘΑ, στο δεκάμηνο Γενάρη – Οκτώβρη το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό και η Ακτοφυλακή προχώρησαν σε 2.196 παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων σε κατακόρυφη αύξηση από τα 1.642 τέτοια περιστατικά ολόκληρο το 2023 και τα 1.581 το 2022. Τελευταία παρά τις κυβερνητικές διακηρύξεις και στον εναέριο χώρο καταγράφεται αύξηση των τουρκικών παραβιάσεων.
Στις συνθήκες αυτές σε ομιλία του κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στην τουρκική εθνοσυνέλευση, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να βρεθεί λύση σε πολιτικά θέματα που η ένταση ήταν υψηλή. «Για τον λόγο αυτό, αποδίδουμε σημασία στην εξεύρεση δημιουργικών λύσεων, επιδιώκοντας την ηρεμία στις προβληματικές περιοχές. Αναφέρθηκε επίσης στην «τουρκική Μειονότητα της δυτικής Θράκης» και στους «συμπατριώτες μας που ζουν στα Δωδεκάνησα είναι ένα από τα θέματα στα οποία δίνουμε προτεραιότητα στις σχέσεις μας με την Ελλάδα». Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε: «εμείς προτιμούμε να τα εξετάζουμε ως πακέτο όλα μαζί, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων στο Αιγαίο, των ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και των ζητημάτων που αφορούν την τουρκική μειονότητα. Προτιμούμε να τα εξετάζουμε όλα μαζί και, εάν είναι δυνατόν, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας». Δηλώνοντας έτσι ότι τα σχέδια που απεργάζονται είναι σε πλήρη αντίθεση από τα συμφέροντα των δύο λαών και η δημοσιότητά τους δυσχεραίνει την υλοποίησή τους.
Σε κλιμάκωση της «απόκλισης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων προχώρησε ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Γκιουλέρ, ο οποίος μιλώντας σε επιτροπή της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης χαρακτήρισε «μαξιμαλιστικές και παράνομες» τις απαιτήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Επανήλθε στα περί αποστρατιωτικοποιημένου καθεστώτος των νησιών στο Αιγαίο και υποστήριξε ότι η Τουρκία έδειξε αποφασιστικότητα εμποδίζοντας τη δραστηριότητα για πόντιση καλωδίου από ιταλικό πλοίο εντός «τουρκικής υφαλοκρηπίδας» στην Κάσο με «την αποτρεπτική στάση των τουρκικών μονάδων» της. Και επανάλαβε τις απειλές ότι «η Τουρκία δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διεθνείς συμφωνίες για να ανατρέψει το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των νησιών αυτών».
Αντίστοιχα σε πνεύμα εφησυχασμού, ο Γεραπετρίτης μιλώντας την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή επέμεινε στη συνέχιση του διαλόγου παρά τη διαπίστωση της «απόκλισης» στην προσέγγιση των δύο μερών. «Η Ελλάδα θεωρεί ότι το μόνο θέμα, το οποίο μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας και να συζητηθεί είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ενώ η θέση της Τουρκίας είναι ότι θα πρέπει να συζητηθούν και αλληλένδετα θέματα που αφορούν την κυριαρχία». Παίρνοντας σαν δεδομένες υποσχέσεις και προτροπές Ουάσιγκτον και Βρυξελλών υποστήριξε ότι «εάν δεν καταστεί δυνατόν να συζητήσουμε για το μεγάλο θέμα (την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ) θα φροντίσουμε να διασφαλίσουμε ότι κατά τα λοιπά θα υπάρξει συνέχιση του διαλόγου, έτσι ώστε να μην έχουμε φαινόμενα εντάσεων και κρίσεων στη γειτονιά μας», αποδεχόμενος και νομιμοποιώντας έτσι το γκριζάρισμα του Αιγαίου και τη διχοτόμηση τη Κύπρου. Τα ντροπιαστικά επεισόδια στην ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών του Αιγαίου αλλά και της Κύπρου με την Κρήτη στην Κάσο δείχνουν το τίμημα των «ήρεμων νερών».
Το Κυπριακό έρμαιο ιμπεριαλιστικών προτεραιοτήτων
Στο τέλος Γενάρη προσδιόρισε την άτυπη πενταμερή συνάντηση για το Κυπριακό, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης του ψευδοκράτους, Τατάρ. Από τις Βρυξέλλες, όπου συναντήθηκε με την τουρκοκυπριακή ομογένεια, ο Τατάρ επιβεβαίωσε την παρουσία του Ηνωμένου Βασιλείου «αλλά σε χαμηλότερο πολιτικά επίπεδο, ώστε όλοι να είμαστε ευχαριστημένοι», όπως είπε χαρακτηριστικά. Συνεπώς, στη συνάντηση, πέρα από τις δύο κυπριακές πλευρές, θα συμμετέχουν οι εγγυήτριες δυνάμεις, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και ο υφυπουργός -πιθανότατα- του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Τατάρ δεν παρέλειψε να επαναλάβει την προσήλωσή του στη λύση των δύο κρατών «εντός της ΕΕ», ενώ τόνισε την ανάγκη για «αναγνώριση της κυριαρχίας» του ψευδοκράτους, καταδικάζοντας την απομόνωση των τουρκοκυπρίων.
Ο Χριστοδουλίδης, μιλώντας στον Economist (ΚΥΠΕ, 21/11), εμπλούτισε δικές του διακηρυγμένες θέσεις με ένα «νέο αφήγημα για την Κύπρο», θολώνοντας ακόμα και τον διακηρυγμένο στόχο της Λευκωσίας για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Μίλησε για «Μια ανεξάρτητη επανενωμένη Κύπρο, ικανή να διατηρήσει και να ενισχύσει τον ρόλο της στην περιοχή». Κάνοντας συσχετισμούς με όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, ο Κύπριος πρόεδρος υποστηρίζει ότι η Κύπρος «θα μπορούσε, ανάμεσα σε άλλα, να αποτελέσει φάρο ελπίδας και για την περιοχή και, ταυτόχρονα, να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα ειρήνης, συνεργασίας και σταθερότητας στην Ευρώπη και στον κόσμο».
Στα πλαίσια του «στρατηγικού διαλόγου» ΗΠΑ – Κυπριακής Δημοκρατίας οι ΗΠΑ εγκαθιστούν τη μια βάση μετά την άλλη στο νησί. Με πρόσχημα και την ανθρωπιστική κρίση λόγω του πολέμου στη περιοχή μετατρέπουν το νησί στην κυριολεξία σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο, συμπληρώνοντας τις υφιστάμενες βρετανικές στρατιωτικές βάσεις. Παράλληλα, προετοιμάζοντας από καιρό την πλήρη Νατοποίησή της, η Λευκωσία δίνει γη και νερό στις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες. Παρίσι, Βερολίνο και Ρώμη έχουν συνάψει με τη Λευκωσία αμυντικές συμφωνίες αλλά και ενεργειακές συνέργειες με εταιρείες όπως η ΤΟΤΑL και η ΕΝΙ.
Στο μεταξύ η ενεργειακή διασύνδεση Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας επιταχύνει τις διχοτομικές εξελίξεις. Κεφάλαια από Γαλλία και Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη συμμετοχή τους στη μετοχική σύνθεση του προγράμματος ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ -ΕΕ (Great Sea Interconnector). Εξάλλου ο αρμόδιος για την Ενέργεια βοηθός ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Πάιατ, διαφήμισε την ενεργειακή διασύνδεση Ισραήλ με ΕΕ, από το βήμα της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κλίμα, σαν έργο που «έχει εξελιχθεί για τα καλά σε επενδυτικό πόλο έλξης».
Σ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι τυχαία τα επαινετικά λόγια του πρώην διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής πλευράς, Ολγκούν, ο οποίος υποστήριξε ότι «το διασυνδεδεμένο ενεργειακό δίκτυο που θα υλοποιηθεί από κοινού από την Τουρκία, τη βόρεια και τη νότια Κύπρο και την ΕΕ θα προσφέρει πολλά πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Το έργο αυτό είναι αναπόφευκτο από την άποψη της φθηνής Ενέργειας, του “πράσινου” μετασχηματισμού και της περιφερειακής συνεργασίας».