Με μία ακραία επιχείρηση καταστολής και τρομοκρατίας αντιμετωπίστηκε η 6η Δεκέμβρη, επέτειος δολοφονίας του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από την αστυνομία.
Δημιουργώντας κλίμα αντίστοιχο με εκείνο που διαμόρφωσε στην επέτειο του Πολυτεχνείου, η κυβέρνηση προχώρησε για δεύτερη φορά μέσα σε 20 μέρες(!) στην αντιδραστική πρακτική της γενικευμένης απαγόρευσης συναθροίσεων άνω των 4 ατόμων. Ταυτόχρονα, με την παρουσία 5.000 αστυνομικών στο κέντρο της Αθήνας και τον αστυνομικό αποκλεισμό της ευρύτερης περιοχής των Εξαρχείων (όπου επιτρεπόταν η κυκλοφορία μόνο για τους μόνιμους κατοίκους), στάλθηκε το ξεκάθαρο μήνυμα της σιδερόφρακτης τρομοκρατίας και της πολιτικής των απαγορεύσεων και του βούρδουλα.
Το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοφανούς κατασταλτικής επιχείρησης ήταν ένα πογκρόμ προσαγωγών και συλλήψεων, με την προσαγωγή 374 και τη σύλληψη 134 ατόμων. Ανάμεσά τους μέλη και στελέχη αριστερών οργανώσεων, όπως το ΚΚΕ (μ-λ), το ΝΑΡ και το ΣΕΚ. Η αστυνομία δε δίστασε να προχωρήσει ακόμη και στη σύλληψη των δικηγόρων Κώστα Παπαδάκη και Θανάση Καμπαγιάννη, συνηγόρων της πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρύσης Αυγής. Παράλληλα, οι αστυνομικές επιθέσεις, οι ξυλοδαρμοί, οι προπηλακισμοί σε δημοσιογράφους, τα χημικά και οι χειροβομβίδες κρότου λάμψης ακόμη και στο εσωτερικό σπιτιών αποτέλεσαν μερικά μόνο στιγμιότυπα από το όργιο καταστολής και τρομοκρατίας που θύμισε μέρες χούντας. Η εικόνα συμπληρώθηκε με τα εκατοντάδες πρόστιμα στους προσαχθέντες και συλληφθέντες, με την αστυνομία να λειτουργεί εκτός από όργανο καταστολής και σαν εισπρακτικός μηχανισμός, μιας και τη συγκεκριμένη ημέρα τα πρόστιμα ξεπέρασαν τα 400.000 ευρώ!
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ακολούθησαν τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου οι προκλητικές δηλώσεις Χρυσοχοΐδη, με τις οποίες τόνισε πως: “Θα συνεχίσουμε. Είμαστε ακάθεκτοι στον δρόμο της νομιμότητας, της διεύρυνσης της δημοκρατίας, της ισονομίας και του περιορισμού της αυθαιρεσίας”. Στη συνέχεια, στοχοποιώντας συγκεκριμένα την αριστερά ο υπουργός – δικτατορίσκος υπογράμμισε πως “η δήθεν αριστερή ευαισθησία είναι μια τυφλή αδιαλλαξία”, πως “η ασυλία των παιδιών με τις μολότοφ και κάποιων φωνακλάδων επώνυμων δεν υπάρχει”, ενώ δε δίστασε να ταυτιστεί με βαθιά αντιδημοκρατικές πολιτικές φωνές επισημαίνοντας πως “οι μεγάλες κουβέντες περί δημοκρατίας κρύβουν μια παρακμιακή, βαρετή και ανυπόληπτη στάση”. Για τα μάτια του κόσμου ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη αποδοκίμασε το περιστατικό με τον αστυνομικό που κατέστρεψε μία ανθοδέσμη που πήρε από το μνημείο του νεκρού μαθητή, τονίζοντας ωστόσο ότι οι υπόλοιποι 4.999 αστυνομικοί “έκαναν τη δουλειά τους”.
Το μήνυμα ξεκάθαρο: Ο “δρόμος της νομιμότητας” που θα συνεχίσει “ακάθεκτη” να ακολουθεί η κυβέρνηση είναι ο δρόμος της βίαιης καταστολής κάθε λαϊκής και νεολαιίστικης κινητοποίησης, κάθε αγώνα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Χρησιμοποιώντας σαν πρόσχημα και άλλοθι την πανδημία, η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει “στο γύψο” δημοκρατικά δικαιώματα και κατακτήσεις δεκαετιών. Με το χουντονόμο για τον περιορισμό και το χτύπημα των διαδηλώσεων, με πρόστιμα και απαγόρευση κυκλοφορίας, με χουντικής έμπνευσης αστυνομικές διαταγές για τις συναθροίσεις και με βάθεμα του αυταρχισμού και της αστυνομικής βίας, στήνεται μία επικίνδυνη επιχείρηση περιστολής και των πιο στοιχειωδών δημοκρατικών κεκτημένων του λαού.
Τελευταίο επεισόδιο στο σήριαλ της “αποκατάστασης της νομιμότητας” αποτελεί η ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας και η αυστηροποίηση του πειθαρχικού πλαισίου στις σχολές, μετά και από τη συνάντηση του υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ Χρυσοχοΐδη και της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως με τους πρυτάνεις. Μετά την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η κυβέρνηση προχωρά τώρα σε νέο χτύπημα στις δημοκρατικές ελευθερίες, το συνδικαλισμό και τους φοιτητικούς συλλόγους, ενώ δημιουργεί ένα νέο αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημίων. Τέλος, οι νέες προωθούμενες διατάξεις βάζουν στο στόχαστρο ακόμη και τη διακίνηση των ιδεών στις σχολές, αφού η αφισοκόλληση ή η αναγραφή συνθημάτων σε χώρους των ΑΕΙ θα αποτελούν “ποινικές” πράξεις και θα τιμωρούνται ακόμη και με διαγραφή από τη σχολή όσων τις διαπράττουν!
Ο αντιδημοκρατικός κατήφορος της κυβέρνησης δε σταματάει, βέβαια, στην αστυνομική βία και αυθαιρεσία ή στην κρατική καταστολή απέναντι στις διαδηλώσεις. Η συνολικότερη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά, η πλήρης σύμπλευση της πλειοψηφίας των ΜΜΕ με την κυβερνητική πολιτική -σε τέτοιο βαθμό που τα τελευταία θυμίζουν επικίνδυνα την …ΥΕΝΕΔ- αποτελούν νέα στοιχεία στην πολιτική ζωή του τόπου και δικαίως προκαλούν τα δημοκρατικά αισθήματα του λαού και της νεολαίας. Ακόμα, η αλαζονική αντιμετώπιση και η λοιδορία απέναντι σε οποιαδήποτε διαφορετική φωνή από τα κυβερνητικά στελέχη και τα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια τους, η διακυβέρνηση της χώρας με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και η συνεχής επίκληση σε “έκτακτες καταστάσεις” συγκροτούν ένα συνολικότερο νέο πλαίσιο κρατικού αυταρχισμού και εκφασισμού βασικών δομών του κράτους, αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα.
Αποτελεί το λιγότερο πρόκληση να επικαλείται η κυβέρνηση τη δημόσια υγεία για να δικαιολογήσει την ακραία κρατική τρομοκρατία με την οποία αντιμετωπίζονται τελευταία οι λαϊκές κινητοποιήσεις. Υπενθυμίζουμε ότι από τη μεγάλη συγκέντρωση ενάντια στο νόμο για τις διαδηλώσεις τον Ιούλιο, που διαλύθηκε με τον πιο βίαιο τρόπο, μέχρι τη μεγαλειώδη αντιφασιστική συγκέντρωση για τη δίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο που χτυπήθηκε με τις αύρες και τα χημικά, από τις αστυνομικές απαγορεύσεις των συναθροίσεων στις επετείους της 17ης Νοέμβρη και της 6ης Δεκέμβρη, μέχρι την απειλή για τη διάλυση της απεργιακής συγκέντρωσης της 26ης Νοέμβρη, κάθε μικρή και μεγάλη κινητοποίηση όλο αυτό το διάστημα αντιμετωπίζεται με την αστυνομική βία και καταστολή.
Βασικό επιχείρημα της ηγεσίας του υπουργείου ΠΡΟ.ΠΟ και της κυβέρνησης για να δικαιολογήσει τα παραπάνω ήταν σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις η “προστασία” της δημόσιας υγείας απέναντι στον κίνδυνο διασποράς του κορονοϊού. Την ίδια στιγμή, ο συγχρωτισμός στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στα εργοστάσια και σε άλλους χώρους δουλειάς δεν αποτελεί για την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της στα ΜΜΕ αιτία διάδοσης του κορονοϊού. Και αν η κυβέρνηση νοιαζόταν, όπως διακηρύσσει, για την υγεία του λαού δε θα άφηνε ανοχύρωτο το ΕΣΥ και τα νοσοκομεία χωρίς ΜΕΘ και το απαραίτητο υγειονομικό προσωπικό. “Ο ιός δεν κολλάει σε εξωτερικούς χώρους” δήλωνε λίγες μέρες μετά την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ο Χρυσοχοΐδης, για να δικαιολογήσει τα φαινόμενα συνωστισμού και ελλιπούς ή καθόλου χρήσης της μάσκας από τους χιλιάδες αστυνομικούς που κατέκλυσαν την Αθήνα και την μετέτρεψαν σε σιδερόφρακτη πόλη την 17η Νοέμβρη. Ταυτόχρονα, “ο ιός κολλάει στις διαδηλώσεις” τόνιζε ανερυθρίαστα στην ίδια συνέντευξη ο υπουργός, εξευτελίζοντας την κοινή λογική.
Και όλα αυτά απέναντι σε διαδηλώσεις που στη συντριπτική τους πλειοψηφία τηρούνται τα μέτρα υγειονομικής προστασίας, όπως είναι η χρήση μάσκας και οι αποστάσεις ανάμεσα στους διαδηλωτές. Αυτός που αποτελεί στην πραγματικότητα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία είναι η κρατική τρομοκρατία, η οποία με τις αύρες και τη χρήση δακρυγόνων αναγκάζει τον κόσμο που διαδηλώνει να συνωστιστεί. Αυτοί που διασπείρουν τον ιό δεν είναι οι διαδηλωτές, αλλά οι αστυνομικοί που δεν τηρούν κανένα μέτρο υγειονομικής προστασίας και κρατούν τους προσαχθέντες και συλληφθέντες αγωνιστές σε άθλιες υγειονομικές συνθήκες, όπως είδαμε να τους στοιβάζουν τον έναν δίπλα στον άλλο κατά τη μεταφορά και την κράτησή τους στις 6 Δεκέμβρη.
Η πανδημία χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση ως πρόσχημα για το ξεθεμελίωμα εργασιακών, μορφωτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Αυτό το οποίο τίθεται σε αμφισβήτηση από τη δεξιά κυβέρνηση της ΝΔ είναι το αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα του λαού να διαδηλώνει, να διαμαρτύρεται, να αμφισβητεί. Η κυβερνητική πολιτική της φτώχειας και της ανεργίας και ειδικότερα η διαχείριση της πανδημίας γεννούν και αναπαράγουν καθημερινά τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση, η οποία ακόμη δεν έχει βρει διέξοδο στους δρόμους και προσωρινά εκφράζεται υπόκωφα, ωστόσο οι αγωνιστικές διεργασίες που συντελούνται φανερά και αθέατα αποτελούν πραγματικό πονοκέφαλο για τα κυβερνητικά επιτελεία. Μπροστά στο αναπόφευκτο ξέσπασμα μαζικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων η κυβέρνηση επιστρατεύει το φόβο και την τρομοκρατία για να καταστείλει κάθε λαϊκή αντίδραση. Δε θα της περάσει!
Φραγμό στην κρατική καταστολή δε θα βάλουν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη χορήγηση έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης των σωμάτων ασφαλείας, που αποτελούν πρόκληση για τον αγωνιζόμενο λαό και συγκαλύπτουν τον πραγματικό ρόλο των σωμάτων αυτών. Όπως επίσης δεν μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στην ολοένα αυξανόμενη τρομοκρατία η άρνηση των κυρίαρχων δυνάμεων στις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος να κηρύξουν αγωνιστικές πανεργατικές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα μπροστά και στην ψήφιση του αντιλαϊκού προϋπολογισμού. Ούτε η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, που έφτασε στο θλιβερό σημείο τόσο στην επέτειο του Πολυτεχνείου, όσο και στην απεργία της 26ης Νοέμβρη να μην καλεί σε καμία συγκεκριμένη κινητοποίηση και να αναφέρεται γενικά και αόριστα σε “συμβολικές” ενέργειες. Την ίδια πολιτική εφαρμόζουν και μια σειρά δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά και προβάλλουν το σύνθημα “Μετά θα λογαριαστούμε”, οι οποίες επικαλούμενες την πανδημία αφήνουν τον λαό και την εργατική τάξη ανοχύρωτους στην αντιλαϊκή επέλαση. Ο μόνος που μπορεί πραγματικά να ανατρέψει την κυβερνητική πολιτική της φτώχειας και της τρομοκρατίας είναι οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες, με προφυλακή τους μαζικούς φορείς του εργατικού-λαϊκού και του νεολαιίστικου κινήματος. Μόνο η μαζική λαϊκή πάλη θα απονομιμοποιήσει τις απαγορεύσεις και τα πρόστιμα και θα ορθώσει φραγμό στην αντιλαϊκή επέλαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη.