Το πώς κατανοούνται και ερμηνεύονται τα φαινόμενα που εμφανίζονται στα διάφορα χρονικά διαστήματα της πολιτικής ζωής είναι ένα κρίσιμο ζήτημα για όσους αγωνίζονται για την προοδευτική κοινωνική εξέλιξη και ιδιαίτερα για τις κομμουνιστικές και αριστερές δυνάμεις που θέλουν να την οδηγήσουν στο δρόμο της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής.
Ο πολιτικός αγώνας προς αυτήν την κατεύθυνση δεν έχει -ούτε είχε ποτέ- μέσα στο χρόνο μια ευθύγραμμη πορεία, είτε συνεχώς ανοδική είτε συνεχώς καθοδική, αλλά προχωρεί με υφέσεις, με στασιμότητες και με ανόδους. Η ταξική πάλη προχωρεί κατά κύματα και καθορίζεται από την όξυνση ή την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που την παράγουν, από τους υλικούς-οικονομικούς, τους πολιτικούς και τους ιδεολογικούς παράγοντες που επενεργούν στην διεξαγωγή της.
Η υπενθύμιση αυτής της αλήθειας, που έχει βγει από τη μακρά ιστορία των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, γίνεται:
Πρώτο, γιατί έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν και παρατηρείται και τώρα, από την καταγραφή ενός φαινομένου μιας χρονικής στιγμής, να εξάγονται βιαστικά γενικευμένα συμπεράσματα, τα οποία και λαθεμένο προσανατολισμό δίνουν και φέρνουν διαψεύσεις και απογοητεύσεις. Μια τέτοια περίπτωση ήταν οι πολιτικές τοποθετήσεις ορισμένων δυνάμεων στο χώρο της Αριστεράς που τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στα μνημόνια το 2010-2012 τις εξέλαβαν ή τις προσομοίωσαν, άμεσα ή έμμεσα, ως«επαναστατική κατάσταση» και πρόβαλαν τα, κατ’ ουσία, ρεφορμιστικά «ριζοσπαστικά» και «αντικαπιταλιστικά προγράμματα». Οι τοποθετήσεις αυτές δεν άργησε να φανεί πόσο επιφανειακά είδαν τις τότε εξελίξεις και πόσο εσφαλμένα αντιλαμβάνονταν την κατάσταση και τις δυνατότητες του εργατικού και λαϊκού κινήματος, το οποίο, αναμφισβήτητα, βγήκε σε ένα σημαντικό αγώνα αλλά έφερνε τα ιδεολογικά και πολιτικά βαρίδια των αστικών και ρεφορμιστικών πολιτικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν μέσα στις γραμμές του, τα οποία καθόρισαν και τα όρια ανάπτυξής του και συνέχισής του. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ορθά είχε, τότε, υπογραμμίσει το Μ-Λ ΚΚΕ ότι και αυτοί οι μεγάλοι μαζικοί αγώνες δεν ξέφευγαν από τα όρια των ρεφορμιστικών αυταπατών. Και αυτό επιβεβαιώθηκε στο επόμενο διάστημα, από το πώς το κίνημα ξεθύμανε και παρασύρθηκε από τα ρεφορμιστικά συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ, με όλα τα τραγικά επακόλουθα.
Δεύτερο, γιατί τώρα, ειδικά μετά το αποτέλεσμα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, όπου ξαναπήρε εκλογική νίκη η ΝΔ και έπαθε συντριβή ο ΣΥΡΙΖΑ, διατυπώνονται ανάστροφες πολιτικές τοποθετήσεις που «στολίζουν» με απαξιωτικές κρίσεις τον ελληνικό λαό και τον παρουσιάζουν ως ένα κοινωνικό σώμα που έχει «συντηρητικοποιηθεί» και εκδηλώνει «αντιδραστική» συμπεριφορά και «κοινωνική απάθεια». Αυτά, είναι αλήθεια ότι εκτοξεύονται πιο έντονα από τις «πικραμένες» δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, που πάνε να δικαιολογήσουν τη χρεωκοπία της πολιτικής του και την εκλογική του κατάρρευση με ένα απαράδεκτο λόγο «ενοχοποίησης» του λαού, στον οποίο έχουν σύρει διάφορα για την ψήφο του στις εκλογές. Αυτή η απαράδεκτη πολιτική στάση δεν είναι καινοφανής. Σε μια πιο ήπια κλίμακα, την έχει εκφράσει, παλιότερα, και η ηγεσία του ΚΚΕ, όταν συγκέντρωνε χαμηλά εκλογικά ποσοστά και «μάλωνε» τον ελληνικό λαό ζητώντας του να «διορθώσει την ψήφο» του.
Το ζήτημα είναι ότι το τελευταίο διάστημα, μετά τις εκλογές, είτε με αφορμή ότι ενάντια στις μεγάλες καταστροφές από τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές δεν έχει εκφρασθεί κάποια μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, είτε με το ότι απέναντι στο αντεργατικό νομοσχέδιο Γεωργιάδη δεν υπήρξε μια μαζική απεργιακή κινητοποίηση αντίστοιχη με το μέγεθος της αντεργατικότητας του νομοσχεδίου, ανακυκλώνεται η κουβέντα για ένα «οπισθοδρομικό» κοινωνικό κύμα, η οποία έχει μετασχηματισθεί σε μια συζήτηση για τη «συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας».
Αν θέλουμε να απαντήσουμε με ένα σωστό τρόπο σε αυτό το ερώτημα οφείλουμε να τοποθετήσουμε αυτό το ζήτημα με ακρίβεια και να πούμε ότι με τη διατύπωση«συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας» δεν τίθεται το ζήτημα αν η κοινωνία της οικονομικής ολιγαρχίας και της κυρίαρχης αστικής τάξης είναι συντηρητική, αφού αυτό είναι αυτονόητο από τα ταξικά συμφέροντά τους, που υπαγορεύουν με κάθε τρόπο τη συντήρηση του κυρίαρχου πολιτικοικονομικού συστήματος.
Κατά συνέπεια το ζήτημα που τίθεται, στην πραγματικότητα, είναι η «συντηρητικοποίηση» της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Αλλά τι σημαίνει «συντηρητικοποίηση» σε αυτήν την περίπτωση; Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, σημαίνει πως η εργατική τάξη και ο ελληνικός λαός έχουν φτάσει στο σημείο να αποδέχονται τα πράγματα ως έχουν σήμερα, να θέλουν να τα συντηρήσουν και όχι να τα αλλάξουν προς όφελος των δικών τους συμφερόντων.
Αυτό χαρακτηρίζει συνολικά την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό; Ασφαλώς και όχι!
Μόνο μια στατική, αποσπασματική και ρηχή θεώρηση της κοινωνικής κίνησης μπορεί να βγάλει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Δεν υπάρχει έκλειψη της κοινωνικής αντίθεσης του ελληνικού λαού στην αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης, όπως αφήνει να εννοηθεί η φιλολογία περι «συντηρητικοποίησής» του. Άλλωστε η γιγάντωση της αστυνομικής τρομοκρατίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ο καλύτερος μάρτυρας πώς η κυβέρνηση της ΝΔ βλέπει την πορεία αυτής της κοινωνικής αντίθεσης και πώς ενεργεί για την καταστολή της ή για να προλάβει τη μεγαλύτερη εκδήλωσή της, καθώς με την πολιτική της κάνει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των εργατικών και λαϊκών μαζών όλο και πιο εκρηκτικά.
Είναι εντελώς παραπλανητικό να εμφανίζεται πως το πρόβλημα απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ είναι η «συντηρητική» στάση αυτών που χτυπιούνται άγρια από την αντιλαϊκή επίθεση της Δεξιάς. Μοιάζει σχεδόν με παραλογισμό ένας τέτοιος ισχυρισμός και η επίκλησή του δεν αποτελεί πάρα συγκάλυψη του πραγματικού προβλήματος.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει συνδεθεί με μια πολιτική που να την εμπιστευθεί και να τον στηρίξει, πραγματικά, στη λύση των προβλημάτων του. Με αποτέλεσμα να κινείται μέσα σε μια σύγχυση, να γίνεται λεία χειραγώγησης, πολλαπλών πιέσεων και απατηλών διακηρύξεων.
Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η λαϊκή αντίθεση στα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση μπλοκάρεται στο να μετασχηματισθεί σε ένα μαζικό αγωνιστικό κίνημα, αποπροσανατολίζεται ή και γίνεται αντικείμενο δημαγωγικής εκμετάλλευσης από αντιδραστικές δυνάμεις και κόμματα.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό έχει βαθιές αιτίες που δεν ξεκινούν, όπως ισχυρίζονται ορισμένες απόψεις, στα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας με την απογοήτευση που έφερε σε μεγάλες μάζες λαϊκού κόσμου ο ΣΥΡΙΖΑ με την απάτη της «πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς». Ούτε στα γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του 1990, όταν κατάρρευσε η Σοβιετική Ένωση, όπως ισχυρίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ, γιατί τότε είχαν διανυθεί πάνω από τρεις δεκαετίες όπου η Σοβιετική Ένωση βάδιζε σε πορεία παλινόρθωσης του καπιταλισμού και ο ρεβιζιονισμός υπόσκαπτε τα κομμουνιστικά κόμματα, το ταξικό εργατικό κίνημα και το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Τα γεγονότα αυτά απλά κορύφωσαν την πορεία εκφυλισμού του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος. Οι ρίζες αυτής της πορείας βρίσκονται στα μέσα της δεκαετίας του 1950 (20ο συνέδριο ΚΚΣΕ – Φεβρουάριος 1956, 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ – Μάρτης 1956), όταν σημειώθηκε η μεγάλη αντεπαναστατική στροφή στο παγκόσμιο αλλά και στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, που αποτελούσε την ψυχή και το δημιουργό ενός εύρωστου και αναπτυσσόμενου ως τότε εργατικού και λαϊκού κινήματος που διεξήγαγε με επιτυχία τον πολιτικό, ιδεολογικό και οικονομικό αγώνα ενάντια στις δυνάμεις και στα κόμματα του καπιταλιστικού συστήματος και του ιμπεριαλισμού και άνοιγε το δρόμο σε εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις και σε επαναστατικές ανατροπές του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Αν έχει σημασία να τονίσουμε πότε το κομμουνιστικό κίνημα αρχίζει μια διαδρομή όλο και πιο βαθιάς υποχώρησης που αποτέλεσε και την πηγή της αποδυνάμωσης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, που γίνονταν όλο και πιο μεγάλη με το πέρασμα των χρόνων, είναι για να αντιληφθούμε πως η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το τελευταίο είναι προϊόν μακρόχρονων αρνητικών και διαβρωτικών επιδράσεων, σχεδόν 7 δεκαετιών, που βαθμιαία συσσώρευσε η επικράτηση του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα και κατ’ επέκταση στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Ποιες ήταν και είναι οι συνέπειες αυτών των ρεβιζιονιστικών επιδράσεων στο εργατικό και λαϊκό κίνημα;
Ήταν και είναι η διευκόλυνση της διείσδυσης αστικών ιδεολογημάτων στις γραμμές του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος που, από τη μια, εξασθένισε την καταπολέμηση της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας και, από την άλλη, μπόλιασε το κόμμα και τις ταξικές μαζικές οργανώσεις των εργαζόμενων με αστικά χαρακτηριστικά (γραφειοκρατίας, μικροαστικού φιλελευθερισμού κ.ο.κ.).
Ήταν και είναι ο συμβιβασμός και η συμφιλίωση με την αστική πολιτική. Αυτό δεν εκφράστηκε, μόνο τελευταία, με την κραυγαλέα περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ που εξελίχθηκε σε κυβέρνηση και κόμμα-ανοιχτός υπηρέτης της ντόπιας ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Εκφράστηκε και με τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα το 1990, όπου ΚΚΕ και Συνασπισμός συμμετείχαν σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Εκφράστηκε με την πολιτική ουράς πίσω από τα αστικά κόμματα (με το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980, με την Ένωση Κέντρου τη δεκαετία του 1960). Εκφράζεται και σήμερα με την στήριξη νομοθετημάτων της κυβέρνησης της ΝΔ.
Ήταν και είναι η επακόλουθη πολιτική συμφιλίωσης με τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας στα συνδικάτα.
Ήταν και είναι η συμφιλίωση με την πολιτική της ξένης εξάρτησης της χώρας, είτε με την μορφή πλήρους αποδοχής της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ (ΣΥΡΙΖΑ), είτε με τη μορφή της αποκήρυξης του αιτήματος της εθνικής ανεξαρτησίας (ΚΚΕ).
Ήταν και είναι η υποβάθμιση και η υπονόμευση του μαζικού εξωκοινοβουλευτικού αγώνα των εργαζομένων και του λαού και η διάδοση της αντίληψης των κοινοβουλευτικών αυταπατών, της αντίληψης, δηλαδή, ότι με μια «αριστερή» κυβέρνηση που θα βγει από το αστικό κοινοβούλιο (ΣΥΡΙΖΑ) ή με περισσότερους βουλευτές στο αστικό κοινοβούλιο (ΚΚΕ) θα προωθηθούν οι λύσεις για τα εργατικά και λαϊκά προβλήματα.
Αυτές και άλλες ακόμα βαθιά αρνητικές επιδράσεις που, επί δεκαετίες, οι πολιτικές των ρεβιζιονιστικών κομμάτων και των ρεφορμιστικών δυνάμεων έχουν ασκήσει και ασκούν στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, το έχουν εκτρέψει από τη σωστή πολιτική κατεύθυνση, έχουν υπονομεύσει τον αγωνιστικό προσανατολισμό του, έχουν φέρει την πολυδιάσπαση, την γραφειοκρατικοποίηση και την απομαζικοποίηση των οργανώσεών του και της μαζικής πάλης του. Και επιπλέον έχουν ενσταλάξει και ενσταλάζουν στον εργατικό και λαϊκό κόσμο αντιλήψεις και πρακτικές που τον δυσκολεύουν και τον φρενάρουν να αντιπαλέψει την όλο και πιο σκληρή αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις της μεγαλοαστικής τάξης.
Αναμφίβολα σε αυτή τη δυσκολία συντελεί σε μεγάλο βαθμό η προπαγάνδα, η ιδεολογική και πολιτική πλύση εγκεφάλου, οι πιέσεις των κυβερνήσεων και του αστικού συστήματος που επιδιώκουν την καθήλωση και τον έλεγχο των εργατικών και λαϊκών αντιδράσεων. Μόνο που αυτό δεν είναι κάτι το καινούργιο. Οι αστικές κυβερνήσεις και τα αστικά κόμματα πάντα έκαναν αυτήν την δουλειά. Η διαφορά είναι ότι όταν το κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα πατούσε πάνω σε τέτοιες επαναστατικές πολιτικές και ιδεολογικές βάσεις, μπορούσε και εξόπλιζε το εργατικό και λαϊκό κίνημα με όπλα πολιτικού, ιδεολογικού και οικονομικού αγώνα, που διαμόρφωναν ένα μαζικό κίνημα με ταξικές, αγωνιστικές βάσεις και με εφόδια που αντιμάχονταν αποτελεσματικά την αστική πολιτική.
Αυτό είναι που λείπει σήμερα. Γι’ αυτό και το κλειδί για να καταφέρουν να δώσουν ξανά η εργατική τάξη και ο ελληνικό λαός αποφασιστικές και αποτελεσματικές μάχες για την υπεράσπιση και την προώθηση των συμφερόντων τους βρίσκεται στην αναδημιουργία ενός πραγματικού κομμουνιστικού κόμματος, στην ανασυγκρότηση ενός πραγματικού κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος που θα συμβαδίσει με την ταξική αγωνιστική ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος.
Οι περί «συντηρητικοποίησης» του λαού μεμψιμοιρίες μπορούν να ανήκουν μόνο σε όσους δεν μπορούν να δουν βαθύτερα τους παράγοντες που καθορίζουν την πολιτική και κοινωνική κίνηση ή που θέλουν να καλύψουν και να δικαιολογήσουν ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις που ευθύνονται για τα σημερινά συμπτώματα πολιτικής και κοινωνικής έκφρασης των εργατικών και λαϊκών μαζών.