Μπορεί τα οικονομικά του ελληνικού λαού να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, η ακρίβεια να έχει εκσφενδονιστεί στα ύψη και το οικονομικό πρόβλημα να καταγράφεται συνέχεια στις δημοσκοπήσεις σαν το κορυφαίο που προκαλεί τη φθορά της κυβέρνησης. Μπορεί μια σειρά δεδομένα να δείχνουν μια πορεία καχεξίας της οικονομίας και διαρκούς αποδυνάμωσης της παραγωγικής βάσης της. Όλα αυτά, ωστόσο, δεν εμποδίζουν την κυβέρνηση να επαναλαμβάνει με το γνωστό αλαζονικό μητσοτακικό ύφος ένα «αφήγημα» οικονομικών «επιτυχιών» της. Ένα παραμύθι εντελώς ξένο με την πραγματικότητα που ζει η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού αλλά και που διαψεύδεται ακόμα και από επίσημα στατιστικά στοιχεία, όπως εκείνα της Eurostat που κατατάσσουν τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής στον πάτο των οικονομικών δεικτών που δημοσιεύουν, ειδικά εκείνων που μετρούν το επίπεδο της οικονομικής διαβίωσης της ελληνικής κοινωνίας.

Η «ανάπτυξη» που επαγγέλλεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αντικατοπτρίζει καθόλου μια ανοδική πορεία των οικονομικών του ελληνικού λαού παρά μόνο την ανάπτυξη του πλουτισμού της οικονομικής ολιγαρχίας που γίνεται, ακριβώς, πάνω στη βάση μιας μεγάλης οικονομικής συμπίεσης των λαϊκών στρωμάτων αλλά και με μια πολιτική που οδηγεί την ελληνική οικονομία σε ένα δρόμο αποσάθρωσης της παραγωγικής βάσης της και ελέγχου της από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Αυτό αποτύπωσε το 2024 και ένα από μεγαλύτερα μέσα οικονομικής ενημέρωσης του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι Financial Times, γράφοντας για το «ελληνικό παράδοξο» της «ανάπτυξης» της ελληνικής οικονομίας «την ώρα που φτωχαίνουν οι Έλληνες»!

Το μεγάλωμα της φτώχειας του ελληνικού λαού είναι το κύριο αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ και είναι προφανές πως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πραγματική οικονομική ανάπτυξη της χώρας όταν η ψυχή της, ο λαός της, δεινοπαθεί οικονομικά και φτωχαίνει. Οι Financial Times περιέγραψαν την Ελλάδα ως τη δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία και τη φτωχότερη χώρα στη Ευρωζώνη και έχουν γράψει πως «δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ». Αποδίδουν δε αυτή τη φτώχεια στους φόρους που αυξήθηκαν, στην περικοπή κρατικών κοινωνικών δαπανών, στο ότι «η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30%», την τελευταία δεκαπενταετία, και «οι πραγματικοί μισθοί υπολείπονται κατά 30% από τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα, αφήνοντας τη χώρα με έναν από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών».

Στοιχεία της Eurostat μέσα στο 2024 επιβεβαίωναν πως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολείπεται κατά 31% από το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στοιχεία που ήλθαν στη δημοσιότητα έδειξαν πως «ο μισθός τελειώνει την τρίτη εβδομάδα του μήνα για ένα στα δύο νοικοκυριά, ότι 7 στους 10 μόλις τα βγάζουν πέρα και δύο στους δέκα χρωστάνε είτε αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους».

Η τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ επισημαίνει πως το 2023 το ύψος του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης στη χώρα μας ήταν «το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των 26 υπό εξέταση κρατών μελών της ΕΕ». Ενώ ακόμα και μια τελευταία έκθεση της Eurobank πιστοποιεί μείωση των πραγματικών μισθών.

Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία είναι η συνέπεια μιας οικονομικής πολιτικής υψηλής ανεργίας, παρατεταμένης καθήλωσης των συντάξεων και των μισθών και διευρυμένης αντικατάστασης της πλήρους και σταθερής απασχόλησης με τη μερική και προσωρινή απασχόληση που πληρώνεται πενιχρά. Μιας πολιτικής γιγαντώματος των άμεσων και κυρίως των έμμεσων φόρων που, με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025, φτάνουν το 30% του ΑΕΠ(!) και χαρατσώνουν αλύπητα το λαϊκό εισόδημα. Μιας πολιτικής που προωθεί τη ραγδαία εμπορευματοποίηση κοινωνικών αγαθών όπως η ενέργεια, η ασφάλιση, η υγεία, η παιδεία κ.ά., τροφοδοτεί ένα εξωφρενικό μπαράζ ακρίβειας που, από τη μια, συσσωρεύει υπερκέρδη στο μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο και, από την άλλη, υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού.

Μιας πολιτικής που συνδυάζει την πτώχευση του ελληνικού λαού με την πτώχευση της ελληνικής οικονομίας. Τόσο με τις ευρείας κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων τομέων που πραγματοποιεί και τις παραδίδει σε μεγάλο βαθμό στο ξένο κεφάλαιο, εντείνοντας την οικονομική εξάρτηση χώρας. Όσο και με την εγκατάλειψη της παραγωγικής βάσης της, όπως διαπιστώνεται και από την αποβιομηχάνιση της χώρας που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια. Τον προηγούμενο χρόνο ήλθε στη δημοσιότητα το γεγονός ότι 10 τουλάχιστον μεγάλες βιομηχανίες στην Ελλάδα, με πολλά χρόνια παραγωγής, έκλεισαν τα τελευταία χρόνια. Η αποβιομηχάνιση δεν αφήνει μόνο εκατοντάδες άνεργους εργάτες, δεν φέρνει μόνο μείωση των θέσεων εργασίας, δεν έχει μόνο συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ζωή περιοχών που λειτουργούσαν, αλλά έχει επιπτώσεις και στο σύνολο της οικονομίας: στην εξασθένηση της βιομηχανικής παραγωγής στη χώρα και στην αντικατάσταση προϊόντων που παράγονταν εδώ με εισαγωγές από το εξωτερικό, στη μείωση του ΑΕΠ αλλά και στην αλλαγή της σύνθεσής του, στη μετατροπή της οικονομίας της χώρας σε μια οικονομία που στηρίζεται όλο και περισσότερο στους εύθραυστους και ευάλωτους τομείς των υπηρεσιών και του εμπορίου και όχι στους παραγωγικούς τομείς. Στην αποδυνάμωση της βιομηχανικής βάσης της χώρας, που είναι το θεμέλιο για μια ισχυρή και αναπτυσσόμενη οικονομία, η οποία μακροπρόθεσμα θα την φέρει σε μεγαλύτερη ξένη οικονομική εξάρτηση και θα επιδεινώσει περισσότερο την οικονομική θέση της στη διεθνή σκηνή.

Παράλληλα, σοβαρό αρνητικό σύμπτωμα που φέρνει η κυβερνητική πολιτική στην ελληνική οικονομία είναι και η εκτίναξη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, η οποία κατέγραψε μέσα στο 2024 αύξηση 10%(!) φτάνοντας στο ποσό των 31,5 δισ. ευρώ. Ποσό που ξεπερνά το 13% του ΑΕΠ του 2024 και, ήδη, στα αστικά μέσα ενημέρωσης χαρακτηρίζεται ως «εξωφρενικό» και «καταστροφικό». Ο λόγος είναι ότι αυτό το μέγεθος εμπορικού ελλείμματος δείχνει μια οικονομία που έχει σοβαρή αδυναμία να καλύψει τις ανάγκες της με εγχώρια παραγωγή και καταφεύγει σε μεγάλες εισαγωγές που ξεπερνούν κατά πολύ τις εξαγωγές της. Το μεγάλωμα του μεριδίου των εισαγόμενων προϊόντων συνεπάγεται αύξηση των τιμών στην εγχώρια αγορά και των πληθωριστικών πιέσεων. Οδηγεί σε αύξηση του εξωτερικού χρέους γιατί, όταν μια χώρα εισάγει πολύ περισσότερα από όσα εξάγει, μπορεί να χρειαστεί να δανειστεί από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσει την ανισορροπία. Δείχνει μια χώρα που γίνεται όλο και πιο εξαρτημένη οικονομικά από το εξωτερικό. Δείχνει συνολικά, απίσχνανση της ελληνικής οικονομίας, αντίθετα με τα κυβερνητικά λεγόμενα περί «ανάπτυξης».

Το αρνητικό αποτύπωμα της κυβερνητικής πολιτικής στην οικονομική ζωή της χώρας συμπυκνώνεται και στο εξωτερικό χρέος που διατηρείται στα ύψη και η κυβέρνηση το επιβαρύνει με νέες μεγάλες αγορές εξοπλισμών και αντίστοιχους δανεισμούς. Ένα χρέος που είναι μιάμιση φορά μεγαλύτερο του ΑΕΠ της και για δεκαετίες θα εξακολουθεί να απομυζά τον ελληνικό λαό, ενώ σε λίγα χρόνια θα απαιτήσει μεγαλύτερο μερίδιο από τον κρατικό προϋπολογισμό γιατί θα αρχίσει η αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων των μνημονιακών δανείων.

Εκφράζεται ακόμα και στη δυστοκία των διαφημιζόμενων «επενδυτικών σχεδίων» της κυβέρνησης. Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην πρόσφατη Έκθεσή του για την ελληνική οικονομία σημειώνει πως «οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, ενώ το γ΄ τρίμηνο του 2024 έμειναν στάσιμες». Αξίζει να αναφερθεί πως ο οίκος αξιολόγησης Moody, που δεν έδωσε στη ελληνική οικονομία την «επενδυτική βαθμίδα» που ποθούσε και εκλιπαρούσε ο Μητσοτάκης, έγραψε για την ελληνική οικονομία πως «περιλαμβάνει μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών» και «επιπλέον, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και … όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητά της». Οι «αγορές», δηλαδή το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, με αυτή τη διατύπωση συνόψισαν όλη τη σαθρότητα της ελληνικής οικονομίας, που κατά την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι σε «ανάπτυξη».

Αξίζει, ακόμη, να αναφερθεί και η ψυχρολουσία της κυβέρνησης από την ακύρωση της προβεβλημένης επένδυσης, η οποία θα γινόταν σε εργοστάσιο κατασκευής μπαταριών λιθίου στην Κοζάνη, από την εταιρεία «Sunlight», στο πλαίσιο απολιγνιτοποίησης της περιοχής και θα έδινε εργασία σε 2.000 άτομα. Αλλά και τα επενδυτικά σχέδια της κυβέρνησης δεν φαίνεται να περπατάνε ούτε με τις χρηματοδοτικές ενισχύσεις του «Ταμείου Ανάκαμψης», όπου το πραγματικό ποσοστό απορρόφησης των πόρων που αντιστοιχούν στην Ελλάδα εκτιμάται μόλις στο 25%.

Μεγάλωμα της φτώχειας του ελληνικού λαού και θησαυρισμός της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, οικονομία που μεγαλώνει αλματωδώς το εμπορικό έλλειμμά της και βαδίζει σε ένα βάλτο χρέους, οικονομία που εξασθενίζει η βάση της και περιέρχεται όλο και περισσότερο υπό ξένο έλεγχο, οικονομία που στέκεται σαν καρυδότσουφλο μέσα στην τρικυμία που έχουν σηκώσει οι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί: αυτά είναι το αντιλαϊκό περιεχόμενο και τα καταστροφικά αποτελέσματα της μητσοτακικής «οικονομικής ανάπτυξης».