Η διαπίστωση Μπλίνκεν, ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με ΗΠΑ είναι πιο ισχυρές από ποτέ, επιβεβαιώνει την αναβάθμιση της εμπλοκής της χώρας στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς ενισχύοντας τους κινδύνους που απειλούν τον λαό και την κυριαρχία της χώρας.
Αφού η κυβέρνηση Μητσοτάκη, συνεχίζοντας το έργο του ΣΥΡΙΖΑ, μετέτρεψε όλη τη χώρα σε βάση-ορμητήριο των επιθετικών σχεδίων των ΗΠΑ, περιορίζεται στα ανέξοδα καλοπιάσματα του Μπλίνκεν: «Το γεγονός ότι στεκόμαστε μαζί, ότι συνεργαζόμαστε, είτε πρόκειται για την υπεράσπιση της Ουκρανίας, είτε για την ειρήνη και τη σταθερότητα στη Μεσόγειο, είτε για την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, στη Γάζα, είτε με τόσους πολλούς άλλους τρόπους, αυτό αποτελεί τεράστια πηγή δύναμης και διαβεβαίωσης για τις Ηνωμένες Πολιτείες». Πηγή δύναμης για τις ΗΠΑ! Ούτε λέξη για την Κύπρο, ούτε λέξη και για το Αιγαίο, που εποφθαλμιά η Τουρκία. Αντίθετα, κρατάει στάση ίσων αποστάσεων επισημαίνοντας πως «επικεντρωθήκαμε επίσης σε όσα έχουν κάνει και οι δύο χώρες μέσω της ηγεσίας του Προέδρου Ερντογάν και του πρωθυπουργού Μητσοτάκη για να φέρουν την Ελλάδα και την Τουρκία πιο κοντά, συμπεριλαμβανομένης της συνάντησης κορυφής που είχαν και οι δύο ηγέτες μόλις τον περασμένο μήνα», επιβεβαιώνοντας έτσι τις επικίνδυνες «διευθετήσεις» που δρομολογούνται στα Ελληνοτουρκικά ενταγμένες αποκλειστικά στους ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς.
Ωστόσο περισσεύουν τα εκθειαστικά λόγια για την ελληνική συμμετοχή «στην Επιχείρηση Prosperity Guardian» για τη διασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας και ελευθερίας εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα και την αποτροπή της επιθετικότητας σε όλο τον κόσμο. Τα λέει αυτά ο Μπλίνκεν, όταν η χώρα του αποτελεί την αποκλειστική προστάτιδα των σφαγέων του Ισραήλ, που κατευθύνει τους υποτελείς «συμμάχους» της σε στρατηγικές συνέργειες (οι περιβόητες τριμερείς) με τους Ισραηλινούς τοποτηρητές της. Την ίδια ώρα ο αμερικάνικος στόλος έχει περικυκλώσει την αιμάσσουσα Γάζα, προκαλεί στην Ερυθρά Θάλασσα, βομβαρδίζει τη Συρία και Ιράκ και Υεμένη και κρύβεται πίσω από βομβιστικές επιθέσεις αμάχων στο Ιράν.
Καλωσορίζοντας τον εκπρόσωπο των ΗΠΑ, ο Μητσοτάκης επισήμανε ότι «σε αυτούς τους δύσκολους και απαιτητικούς καιρούς για την περιοχή, είναι εξαιρετικά σημαντικό για εμάς να σταθούμε δίπλα δίπλα, όχι μόνο για να εργαστούμε για την περαιτέρω ενίσχυση της σχέσης μας, αλλά και για να ενεργήσουμε ως σύμμαχοι και να διασφαλίσουμε ότι η ειρήνη και η σταθερότητα θα επιστρέψουν στην ταραγμένη περιοχή μας», δηλώνοντας έτσι την ανενδοίαστη προθυμία της κυβέρνησής του στα ιμπεριαλιστικά κελεύσματα, περήφανος για την πάντα προβλέψιμη θέση της.
Ενδεικτικές του κλίματος των κυοφορούμενων επικίνδυνων εξελίξεων ήταν και οι «επιστημονικές» δηλώσεις του Νεοδημοκράτη βουλευτή, περιφερόμενου διεθνολόγου, Συρίγου. Υποστήριξε: «Η Συνθήκη της Λοζάνης είναι μια συνθήκη παρωχημένη σε σχέση με την αποστρατικοποίηση». Επίσης, ότι «το 97% όλων αυτών (των συμφωνηθέντων) στο σήμερα δεν έχει καμία αξία», «ως ένα βαθμό (η Συνθήκη) είναι παρωχημένη και ως προς τις μειονότητες».
Δεν είναι πρώτη φορά που ο Συρίγος προκαλεί με φαιδρές ανατροπές των κυβερνητικών θέσεων. Γίνεται «λαγός» για τη μετατόπιση πάγιων κατευθύνσεων προς έναν δήθεν ρεαλιστικό συμβιβασμό. Πριν έναν σχεδόν χρόνο προετοίμαζε το «κοινό» του ότι δεν είναι κακό να αποκτήσει η Τουρκία τα F-16, γιατί σε…βάθος χρόνου αυτό συμφέρει τη χώρα! Αργότερα ταυτιζόμενος με τα ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα δικαιολόγησε την εξαφάνιση της Κύπρου από τους Νατοϊκούς χάρτες και το περασμένο φθινόπωρο με τα…ρεαλιστικά ανταλλάγματα προέτρεπε την κυβέρνηση για περιορισμό στα χωρικά ύδατα για να δεχτεί η Άγκυρα το (αναφαίρετο) δικαίωμά μας να θωρακίζουμε στρατιωτικά τα νησιά!
Οι πρόσφατες δηλώσεις του είναι διαμετρικά αντίθετες με προηγούμενες που χαρακτήριζαν «ιερή τη συνθήκη της Λωζάνης» και αποτελούν απρόσμενο δώρο στον Ερντογάν, που χρόνια τώρα προσπαθεί να την αποδομήσει σαν αναχρονιστική. Τέτοιες τοποθετήσεις στρώνουν τον δρόμο για την αναθεώρηση ολόκληρου του πλαισίου που καθορίζει τα ελληνοτουρκικά σύνορα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.
Στον Συρίγο απάντησε από ραδιοφώνου ο Αποστολάκης, «επιχειρηματολογώντας» επί της διαδικασίας ενισχύοντας, θολώνοντας έτσι το βασικό υπόβαθρο της συζήτησης για την αναθεώρηση της Συνθήκης. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι «Τη Συνθήκη της Λωζάνης δεν τη συζητάμε στα κανάλια και ειδικά τέτοιες λεπτομέρειες» και συμπέρανε ότι: «Αυτές οι συζητήσεις (περί ελληνοτουρκικού διαλόγου) πρέπει να γίνονται κατ’ ελάχιστον σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Κασσελάκης, από το Φανάρι, διαβεβαίωνε τον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, Ιμάμογλου, ότι «Είμαστε ως αξιωματική αντιπολίτευση, και εγώ προσωπικά, υπέρ του θετικού διαλόγου, της θετικής ατζέντας, μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας».
Σε νέα αδιέξοδα οδηγείται και το Κυπριακό, καθώς αναβαθμίζεται ο ρόλος της Κύπρου με τον πόλεμο στην Παλαιστίνη και την επανεξέταση των ενεργειακών αγωγών προς την Ευρώπη. Η Κολομβιανή, Μαρία Κουεγιάρ, διορίστηκε σαν προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, προκειμένου να αναζητήσει εκ μέρους του Γκουτέρες «κοινό έδαφος για την πορεία προς τα εμπρός».
Στη Λευκωσία συγκλήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο για τη χάραξη «στρατηγικής», υποτίθεται προσανατολισμένης στη μεγαλύτερη εμπλοκή της ΕΕ για την επανέναρξη διαπραγματεύσεων από το σημείο που έχουν διακοπεί σύμφωνα και με τη συμφωνημένη βάση λύσης.
Από την άλλη, ο κατοχικός ηγέτης, Τατάρ, επισήμανε ότι προϋπόθεση για να ξεκινήσει μια νέα διαδικασία διαπραγμάτευσης είναι η «επιβεβαίωση των εγγενών δικαιωμάτων του τουρκοκυπριακού λαού για κυριαρχική ισότητα και ισότιμο διεθνές καθεστώς», δηλαδή η εκ των προτέρων αναγνώριση της διχοτομικής λύσης των δύο κρατών.
Την εξέλιξη έσπευσαν να χαιρετήσουν όσοι ευθύνονται για το χαντάκωμα της Κύπρου. Πρώτο το ελληνικό ΥΠΕΞ και στη συνέχεια το Στέιτ Ντιπάρτμεντ με την επισήμανση ότι «Ο διορισμός της έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία στην οποία η άμεση και διαρκής δέσμευση είναι ουσιώδης, αναγνωρίζοντας ότι το μέλλον όλων των Κυπρίων θα επηρεαστεί από αυτές τις προσπάθειες». Στην ίδια κατεύθυνση και ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Μπορέλ, σημείωσε ότι στο «σημερινό γεωπολιτικό πλαίσιο, η ασφάλεια και η σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου κοινά συμφέροντα και ευκαιρίες μπορούν να προωθήσουν τη συνεργασία και τις κοινές προσεγγίσεις, είναι πιο σημαντικές από ποτέ».