Η ακροδεξιάς πνοής ΝΔ του Μητσοτάκη διαμορφώνει σταθερά ένα ναρκοθετημένο πολιτικό τοπίο, που μόνο επικίνδυνες ανατροπές προμηνύει για το λαό και τον τόπο. Η πολιτική της σιδηράς πυγμής που εδραιώνει η κυβέρνηση χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την αντιμετώπιση της πανδημίας, συνοδεύεται από έναν ορυμαγδό μέτρων, που από τη μια τσακίζουν κατακτήσεις και από την άλλη ενισχύουν ξεδιάντροπα εν μέσω οικονομικής κρίσης το μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, και αυτό γιατί τους τελευταίους μήνες η ελληνική οικονομία βυθίστηκε ξανά σε βαθιά ύφεση. Το β’ τρίμηνο του 2020 το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15,2%. Τη μεγαλύτερη μείωση υπέστησαν η κατανάλωση και οι εξαγωγές, ενώ μικρότερη ήταν η μείωση των επενδύσεων.
Τα νοικοκυριά, που ουσιαστικά διατηρούν σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιό τους, βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση. Ενδεικτικό είναι ότι το β’ τρίμηνο του 2020 η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ίση με 28,8 δισ. ευρώ, όταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 ήταν ίση με 32,6 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος της οποίας καρπώθηκαν τα κάθε είδους πολυκαταστήματα και περισσότερο τα σούπερ μάρκετ.
Η διαχείριση της πανδημικής κρίσης γίνεται με κυβερνητικές παρεμβάσεις που μειώνουν την απασχόληση και τις αμοιβές σε όφελος της διατήρησης αν όχι αύξησης των εργοδοτικών κερδών και αναμένεται να επιδεινώσουν περαιτέρω την ήδη εύθραυστη κατάσταση και το βιοτικό επίπεδο της λαϊκής οικογένειας. Το συνολικό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος στο 8,6% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το πρωτογενές έλλειμμα στο 5,7% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 4,4% του ΑΕΠ το 2019). Η εξέλιξη αυτή θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην κρατική χρηματοπιστωτική πολιτική στη χώρα, τερματίζοντας μια περίοδο τεσσάρων ετών διατήρησης της χώρας σε κατάσταση της λεγόμενης δημοσιονομικής φερεγγυότητας σύμφωνα με τις βάρβαρες δεσμεύσεις στους ιμπεριαλιστές δανειστές.
Μέσα σε αυτή την οικονομική πραγματικότητα, η οικονομική ολιγαρχία διαγκωνίζεται για μεγαλύτερες ενισχύσεις σε μια περίοδο έντασης των οικονομικών ανταγωνισμών και του φάσματος της πτώχευσης. Το πραγματικό ισοζύγιο γίνεται προσπάθεια να «ισορροπήσει» -με δεδομένες τις συνθήκες στις αγορές κεφαλαίων- με εκδόσεις νέου χρέους που στην παρούσα φάση συνεπάγονται βραχυχρόνια «οικονομικά οφέλη» σε όρους κόστους δανεισμού και περιθωρίων διαχείρισης της υπό εξέλιξη πανδημικής κρίσης. Παρά ταύτα, για τη χώρα εντείνεται ο πιστωτικός κίνδυνος της αναχρηματοδότησης του χρέους μεσομακροχρόνια, με το λαό να πληρώνει ξανά τις νέες δεσμεύσεις στους ιμπεριαλιστές δανειστές. Το διάλειμμα του καθεστώτος των αυστηρών μνημονιακών περιορισμών του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ συσχετίζεται άμεσα με την λήξη της πανδημίας.
Όσον αφορά τη λεγόμενη παραγωγική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ στα τέλη Ιουλίου η ατμόσφαιρα στις Βρυξέλλες ήταν πανηγυρική, μετά από πολύν καιρό: οι «27» είχαν καταλήξει σε μία κατ’ αρχήν συμφωνία για ένα Ταμείο Ανάκαμψης άνω των 700 δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα ανακουφίσει την ευρωπαϊκή οικονομία στην προσπάθειά της να ορθοποδήσει μετά την πανδημία, με την υποσημείωση ωστόσο ότι τα περισσότερα χρήματα -περίπου 390 δισ.- θα είναι δάνεια και όχι απευθείας επιχορηγήσεις και ότι το Ταμείο θα συνδεθεί με τον πολυετή κοινοτικό προϋπολογισμό για την περίοδο 2021-2027. Λίγους μήνες αργότερα τον ενθουσιασμό διαδέχεται η προσγείωση στην πραγματικότητα. Εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν αναμένονται μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021, αν και η πανδημία όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει, αλλά ήδη βρισκόμαστε στο «δεύτερο κύμα».
Όμως το πραγματικό σοκ αφορά τους εργαζόμενους και τα ταξικά αποτελέσματα που προκάλεσε η κρίση και αφορά την απασχόληση. Η πανδημία αποτυπώνεται στο δείκτη των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας, ο όποιος στη χώρα μας διαμορφώθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 στις 62 μονάδες, έναντι 85,1 μονάδων το δ’ τρίμηνο του 2019.
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%. Η πανδημική κρίση έχει μεταβάλει αυτή την εικόνα, αν και διαφαίνεται ότι αυτό -δεδομένων των εξελίξεων στην αγορά εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας- είναι μια προσωρινή εξαίρεση από τον κανόνα της υπερεργασίας. Το β’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων που εργαζόταν υπερωριακά μειώθηκε σε 55%, ενώ το 19% εργαζόταν πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.
Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει τη μεγάλη προσπάθεια των αφεντικών με τη βοήθεια της κυβέρνησης και συνολικά του αστικού μπλοκ εξουσίας να διατηρήσουν επίπεδα των κερδών με την εικόνα μιας αγοράς εργασίας όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας. Υπάρχει σαφής απορύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας και του εισοδήματος των εργαζομένων. Η θεσμοθέτηση αυτής της de facto κατάργησης του οκταώρου -και μάλιστα σε βάρος του ημερομίσθιου και του μηνιαίου μισθού και σε όφελος της περαιτέρω ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων- είναι μια πολύ σοβαρή κοινωνική οπισθοδρόμηση. Μια τέτοια βάρβαρη πολιτική, η οποία καταργεί θεμελιακά εργασιακά δικαιώματα και επιδεινώνει τις συνθήκες εργασίας και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Πιο συγκεκριμένα μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου η έξοδος στην ανεργία από το εργατικό δυναμικό κυμάνθηκε μεταξύ 100 χιλιάδων και 180 χιλιάδων ατόμων σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των ατόμων αφορά εργαζομένους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μισθού τους. Η φτωχοποίηση εν όψει ενός δύσκολου χειμώνα αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα υψηλός. Στο βαθμό που το κόστος απώλειας εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, αφού ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απολέσει το 47% του εισοδήματός του. Το αποτέλεσμα αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη. Το β’ τρίμηνο του 2020 ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 10% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019. Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε από 0 έως 200 ευρώ αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβανε από 400 έως 600 ευρώ μειώθηκε από 16,3% σε 12,3%, ενώ το β’ τρίμηνο του 2020 το 72,9% των απασχολουμένων είχε αποδοχές λιγότερες των 1.000 ευρώ.
Παρά την ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019, το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Το στοιχείο αυτό λαμβάνει βαρύνουσα διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι το 31% των απασχολουμένων το β’ τρίμηνο του 2020 έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού. Πλάι σε αυτά ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας παραμένει αυξανόμενα ελλειμματικός σε σχέση με τις εισαγωγές. Η ποιοτική υποβάθμιση του καλαθιού εξαγώγιμων αγαθών που παράγονται στην Ελλάδα αντανακλά την επιδείνωση της οικονομικής συνθετότητας της ντόπιας καπιταλιστικής παραγωγής, καθώς υποχωρεί από την 52η θέση το 2008 στην 55η το 2018 ανάμεσα σε 133 χώρες. Αν μάλιστα παρατηρήσουμε την αναντιστοιχία μεταξύ της θέσης της χώρας ως προς το επίπεδο οικονομικής σύνθεσης της καπιταλιστικής παραγωγής (55η θέση) και της θέσης ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (33η θέση) για το 2018, αυτή υποδεικνύει την περαιτέρω μείωση στην παγκόσμια κατάταξη ως προς το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας.
Αυτή η πραγματικότητα μαζί με τη συνοδεία απαγορεύσεων, προστίμων και καταστολής αποτελούν το μείγμα της πρωτόγνωρης κυβερνητικής επίθεσης που κάλπικα παρουσιάζεται ως πολιτική υγειονομικής ανάγκης για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Η πολιτική διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση και τους εργοδότες δεν πρέπει να μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλο δρόμο παρά να υπερασπιστούν τα εργασιακά και δημοκρατικά τους δικαιώματα, την υγεία, την παιδεία, την ίδια τους την ζωή.