Τα γεγονότα στα νησιά του Αιγαίου και στα ελληνοτουρκικά σύνορα με τον εγκλωβισμό χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών αναθέρμαναν τη συζήτηση γύρω από τις αιτίες που διαμορφώνουν αυτή την εκρηκτική κατάσταση. Κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης αποτελεί η συζήτηση γύρω από τις διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες (Συμφωνία του Σένγκεν, Συνθήκη Δουβλίνο ΙΙΙ, κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας) που οριοθετούν το πλαίσιο διαχείρισης του προσφυγικού.
Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις του σκληρού πυρήνα της ΕΕ, τα ηγετικά στελέχη της Κομισιόν ομνύουν στην πιστή τήρησή τους καλώντας παράλληλα την Τουρκία να τιμήσει την υπογραφή της και την Ελλάδα να τις εφαρμόσει πιστά. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου της γερμανικής κυβέρνησης Στέφεν Ζάιμπερτ με αφορμή τα γεγονότα στον Έβρο. “Βιώνουμε αυτή την στιγμή σίγουρα μια κατάσταση η οποία δεν είναι στο πνεύμα της Συμφωνίας. Αλλά δεν έχουμε ακούσει και καταγγελία της Συμφωνίας. Θεωρούμε ότι η Συμφωνία εφαρμόζεται”. Συνεχίζοντας τόνισε πως το Βερολίνο “εξακολουθεί να είναι πεπεισμένο για την αξία της συμφωνίας και περιμένει ότι θα τηρηθεί …πρέπει να επιστρέψουμε στους σκοπούς της Συμφωνίας. Εμείς είμαστε έτοιμοι και περιμένουμε και από άλλους να την τηρήσουν”.
Στην πραγματικότητα οι συμφωνίες αυτές αποτελούν τη βασική αιτία καταπάτησης των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών και του εγκλωβισμού τους στις χώρες πρώτης εισόδου της ΕΕ, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα. Σε συνδυασμό δε με την καλλιέργεια αντιπροσφυγικού – αντιμεταναστευτικού κλίματος αλλά και με τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις στην περιοχή, δημιουργείται μια εκρηκτική κατάσταση.
Η Συμφωνία του Σένγκεν (Συνθήκη Σένγκεν) τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995, δημιουργώντας τη Ζώνη Σένγκεν και ενσωματώθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου1999. Στη συνέχεια, κάθε κράτος που έμπαινε στην ΕΕ είχε την υποχρέωση να την εφαρμόζει. Η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Ιρλανδία, η Ρουμανία δεν είναι ακόμη πλήρη μέλη της.
Το κεκτημένο του Σένγκεν περιλαμβάνει μέτρα με τα οποία καταργείται ο έλεγχος στα εσωτερικά σύνορα των χωρών μελών και ενισχύεται η ασφάλεια και ο έλεγχος των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτώντας από τα κράτη μέλη που έχουν εξωτερικά σύνορα της ΕΕ να είναι υπεύθυνα για την πραγματοποίηση των ελέγχων και την επιτήρησή τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν οι χώρες μέλη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη έχουν τη δυνατότητα να επαναφέρουν τους ελέγχους στα δικά τους σύνορα για όλους τους ταξιδιώτες και για έξι μήνες, εάν διαπιστώνονται αδυναμίες που σχετίζονται με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα και στον βαθμό που οι περιστάσεις αυτές συνιστούν σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια εντός του χώρου Σένγκεν. Η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί το πολύ τρεις φορές για επιπλέον διάστημα μέγιστης διάρκειας έξι μηνών εάν εξακολουθούν να υφίστανται οι εξαιρετικές περιστάσεις.
Αυτό έγινε κατά την προσφυγική κρίση του 2015 όταν μια σειρά από χώρες έκλεισαν τα εσωτερικά σύνορα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και τα οποία ουσιαστικά παραμένουν κλειστά μέχρι και σήμερα. Επίσης με αφορμή το προσφυγικό σκλήρυνε επιπλέον η πολιτική της “Ευρώπης Φρούριο” με τη δημιουργία νέων μέσων και φορέων για τη διαχείριση των συνόρων όπως το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν, το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνόρων και Ακτοφυλακής (FRONTEX) ή το νέο Σύστημα καταχώρισης και εξόδου από τα εξωτερικά σύνορα της ζώνης Σένγκεν. Πακέτο με τη Συνθήκη Σένγκεν πηγαίνει ο Κανονισμός του Δουβλίνου για τη διαδικασία παροχής ασύλου στην ΕΕ και ο κανονισμό EURODAC, ο οποίος θεσπίζει μια πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων για την ταυτοποίηση των αιτούντων άσυλο, καθώς και των ατόμων που έχουν συλληφθεί για παράνομη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης. Μέσω της σύγκρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων, οι χώρες της ΕΕ μπορούν να προσδιορίσουν “κατά πόσον ο αιτών άσυλο ή ο αλλοδαπός υπήκοος που βρίσκεται παράνομα σε μία χώρα της ΕΕ έχει ήδη υποβάλει αίτηση σε άλλη χώρα της ΕΕ, ή εάν ο αιτών άσυλο έχει εισέλθει παράνομα στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης” (Κανονισμός ΕΚ 2725/2000).
Βάσει του Κανονισμού ΕΚ 604/2013 (ονομαζόμενου και “Δουβλίνο ΙΙΙ”), που συμπλήρωσε και τροποποίησε τον Κανονισμό EK 343/2003 “Δουβλίνο II” -αντικατέστησε τη σύμβαση του Δουβλίνου του 1990 (θεωρούμενη ως Δουβλίνο Ι)-, η πρώτη χώρα εισόδου ενός υπηκόου τρίτης χώρας στην ΕΕ έχει την υποχρέωση να εξετάσει και να αποφανθεί για την αίτηση ασύλου του. Αυτό σημαίνει ότι όσοι εισήλθαν στην ΕΕ έχοντας ως πρώτη χώρα εισόδου την Ελλάδα, ακόμη κι αν καταθέσουν αίτηση ασύλου σε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, θα επιστραφούν στην Ελλάδα για να εξεταστεί η αίτησή τους. Εάν η αίτησή τους έχει ήδη απορριφθεί στην Ελλάδα, δεν εξετάζεται ξανά. Η πρόβλεψη αυτή έχει δημιουργήσει ιδιαίτερη πίεση στις χώρες της περιφέρειας της ΕΕ και κυρίως της νότιας Ευρώπης που έχουν σηκώσει και το μεγαλύτερο βάρος του μεταναστευτικού και οι οποίες ζητούν να αλλάξει ο κανονισμός. Προσκρούουν όμως στην άρνηση των χωρών “πρώτης προτίμησης” της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που δέχονται τα περισσότερα αιτήματα ασύλου. Αυτές οι χώρες αποτελούν ευθύς εξαρχής τον τελικό προορισμό των προσφύγων και των μεταναστών, είτε επειδή έχουν εκεί συγγενείς και φίλους, είτε λόγω των κοινωνικών παροχών, είτε λόγω μεγαλύτερων αποδοχών, είτε επειδή θεωρούν ότι εκεί έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να τους δοθεί διεθνής προστασία κλπ.
Με την αύξηση των προσφυγικών ροών μέσω Τουρκίας και Λιβύης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε τη θέσπιση υποχρεωτικού μηχανισμού για την κατανομή των προσφύγων σε όλα τα κράτη-μέλη, ανάλογα με το ΑΕΠ και τον πληθυσμό τους, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις από τις χώρες του Βίσεγκραντ με αποτέλεσμα η απόφαση να μείνει στα χαρτιά.
Αξίζει να αναφερθεί επίσης η διάταξη του άρθρου 28 του Κανονισμού Δουβλίνο III όπου προβλέπεται η “δυνατότητα κράτησης” του αιτούντος άσυλο ως εξαίρεση και μόνο σε περίπτωση “σημαντικού κινδύνου διαφυγής”. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κριτήριο αυτό ευνοεί μια ιδιαιτέρως διασταλτική ερμηνεία εκ μέρους των Κρατών μελών, καθιστώντας έτσι ως κανόνα την κράτηση των προσφύγων και των μεταναστών.
★★★
Εάν η Συμφωνία Σέγκεν και η Συνθήκη του Δουβλίνου III αποτελούν τους γενικούς βασικούς άξονες διαχείρισης του προσφυγικού – μεταναστευτικού προβλήματος για την ΕΕ, στην περίπτωση της Ελλάδας στην εξίσωση υπεισέρχεται και η Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016, η οποία έχει καταστεί πλέον διάτρητη αφού έχει παραβιαστεί από όλες τις πλευρές. Ουσιαστικά με αυτή τη συμφωνία, η ΕΕ έδωσε ανταλλάγματα (εκταμίευση 3δισ. ευρώ, άρση υποχρέωσης θεωρήσεων για Τούρκους πολίτες, αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, νέα ενεργοποίηση της ενταξιακής διαδικασίας) στην Τουρκία ώστε να κλείσει τη στρόφιγγα των προσφυγικών ροών.
Σύμφωνα με αυτή τη δήλωση που έχει αποκτήσει ισχύ δεσμευτικού κειμένου, όλοι οι νέοι μετανάστες που θα έφθαναν στα ελληνικά νησιά μέσω Τουρκίας από τις 20 Μαρτίου 2016 και έπειτα θα επιστρέφονταν σε αυτήν, με αποκλεισμό κάθε είδους ομαδικών απελάσεων και τηρουμένης της αρχής της μη επαναπροώθησης (σύμφωνα με την οποία ο πρόσφυγας δεν πρέπει να επιστρέφεται σε χώρα όπου απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του). Οι μετανάστες θα καταγράφονταν και οι αιτήσεις ασύλου θα διεκπεραιώνονταν ατομικά από τις ελληνικές αρχές. Όσοι δεν αιτούνταν άσυλο ή η αίτηση των οποίων κρίνονταν αβάσιμη ή απαράδεκτη θα επιστρέφονταν στην Τουρκία με δαπάνες της ΕΕ.
Για κάθε επιστροφή Σύρου στην Τουρκία από τα ελληνικά νησιά, ένας άλλος Σύρος θα επανεγκαθίστατο από την Τουρκία στην ΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων τρωτότητας του ΟΗΕ (που προβλέπουν πότε και υπό ποιες συνθήκες επανεγκαθίστανται οι πρόσφυγες και οι μετανάστες). Η αρχή αυτή θα έπρεπε να εφαρμοσθεί από την ίδια ημέρα από την οποία θα άρχιζαν οι επιστροφές. Θα δινόταν προτεραιότητα στους μετανάστες που δεν έχουν προηγουμένως εισέλθει ή επιχειρήσει να εισέλθουν παρατύπως στην ΕΕ. Από την πλευρά της ΕΕ, η επανεγκατάσταση στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού θα υλοποιούνταν με τήρηση των δεσμεύσεων που είχαν λάβει τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 20 Ιουλίου 2015, σύμφωνα με τις οποίες παρέμεναν 18.000 θέσεις επανεγκατάστασης. Οι τυχόν περαιτέρω ανάγκες επανεγκατάστασης θα υλοποιούνταν μέσω παρόμοιου εθελοντικού διακανονισμού έως του ανώτατου ορίου 54.000 πρόσθετων ατόμων.
★★★
Κοιτώντας κανείς την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα Ελληνικά νησιά καταλαβαίνει ότι τα όρια αυτά είναι πλέον στη σφαίρα της φαντασίας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμφωνία αυτή προβλέπει ότι όλη η διαδικασία (ταυτοποίηση, αίτηση ασύλου, επιστροφές) θα πρέπει να γίνει στα ελληνικά νησιά, δεν προκαλεί απορία γιατί αυτά στενάζουν από χιλιάδες εξαθλιωμένους ανθρώπους που στοιβάζονται σε κολαστήρια τύπου Μόριας και ΒΙΑΛ.
Με τη συμφωνία, η Τουρκία -η οποία βαφτίστηκε ασφαλής τρίτη χώρα- ήταν υποχρεωμένη να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό να αποτρέψει το άνοιγμα νέων θαλάσσιων ή χερσαίων οδών παράνομης μετανάστευσης από την Τουρκία προς την ΕΕ και να συνεργασθεί με τις γειτονικές χώρες (δηλ. την Ελλάδα) καθώς και με την ΕΕ.
Επίσης προβλεπόταν ότι όταν θα έτειναν να σταματήσουν οι “παράτυπες” διελεύσεις μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ ή τουλάχιστον να μειωθούν σε σημαντικό βαθμό και κατά διατηρήσιμο τρόπο, θα ενεργοποιούνταν το πρόγραμμα εθελοντικής εισδοχής για ανθρωπιστικούς λόγους. Με τα κράτη μέλη της ΕΕ να συνεισφέρουν στο πρόγραμμα “εθελοντικά” για τον αριθμό των ανθρώπων που θα δεχθούν.
Καταλαβαίνει κανείς, τέσσερα χρόνια μετά τη δήλωση αυτή και στη βάση της όξυνσης των πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή, ότι η συμφωνία έχει πλέον καταρρεύσει. Το μόνο που έχει απομείνει είναι τα ανθρώπινα “σκουπίδια” στα νησιά, που στοιβάζονται εκεί για να μην “λερώνουν” τις γυαλιστερές πρωτεύουσες της Ευρώπης και οι κατατρεγμένοι που συνθλίβονται στον Έβρο ανάμεσα στις μυλόπετρες των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων και ανταγωνισμών.