Δραστικές αλλαγές δρομολογεί η κυβέρνηση της ΝΔ για τις συλλογικές συμβάσεις των εργαζομένων με τα άρθρα 49, 51, 52 και 53 του «Αναπτυξιακού πολυνομοσχέδιου» που φέρνει τις επόμενες μέρες στη Βουλή.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 του παλαιότερου Ν.1876/1990, που μιλάει για τα είδη των Συλλογικών Συμβάσεων όπως τα γνωρίζουμε σήμερα και πώς αυτές συνάπτονται, προστίθεται μια νέα παράγραφος (8), η οποία ανατρέπει επί του πρακτέου όλα όσα ίσχυαν:
«Οι εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να θεσπίζουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων τους εργαζόμενους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις, όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατεξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται τα κριτήρια για τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται και καθορίζονται οι κατηγορίες όρων των συλλογικών συμβάσεων που εξαιρούνται για τις επιχειρήσεις αυτές και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης».
Συνεπώς, αν μια επιχείρηση κρίνεται ότι ανήκει σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες, τότε δεν ισχύουν οι κλαδικές ή εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, αλλά για κάθε εργαζόμενο ισχύουν νέοι όροι, με βάση το ειδικό καθεστώς (και τις «ειδικές ανάγκες») της εκάστοτε επιχείρησης. Είναι προφανές ότι έτσι προωθούνται οι επιχειρησιακές ή, ακόμα καλύτερα για το κεφάλαιο, οι ατομικές συμβάσεις, με δυσμενέστερους όρους για τον εργαζόμενο, χαμηλότερους μισθούς, ελαστικές σχέσεις, με πρόσχημα το να «διασωθούν οι θέσεις εργασίας και να μην χαθούν εντελώς» από το ενδεχόμενο κλεισίματος της εταιρίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στα κανάλια ο Υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης. Αυτό που κρύβεται είναι πως με αυτό τον ύπουλο τρόπο ανοίγεται μεγάλο παράθυρο για να μπει μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων στην κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης» της παραγράφου 8 και για να καταπατηθούν τα δικαιώματα χιλιάδων εργαζόμενων. Μάλιστα, αναφορές στα μέσα ενημέρωσης τονίζουν ότι μέχρι και ένα 70% των επιχειρήσεων είναι δυνατόν να ενταχθεί στην κατηγορία εξαίρεσης εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων, με συνέπεια τεράστιο ποσοστό εργαζομένων να έχει καταβύθιση των μισθών τους!
★★★
Το επόμενο πλήγμα στις συλλογικές συμβάσεις καταφέρεται με τις αλλαγές στο άρθρο για τη συρροή των ΣΣΕ. Αυτό που παλιότερα ίσχυε ότι «αν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο» αντικαθίσταται με το άρθρο 51 του “Αναπτυξιακού νομοσχεδίου” που ορίζει οτι η κλαδική σύμβαση δεν εφαρμόζεται αν συντρέχουν λόγοι “οικονομικών προβλημάτων” και “υπερισχύει η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση”. Έτσι, οι εργαζόμενοι εύκολα αποκόπτονται από τις κλαδικές τους Συμβάσεις, απομονώνονται στις επιχειρήσεις τους, χάνουν μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής τους δύναμης και καλούνται να σηκώσουν στις πλάτες τους τα οικονομικά βάρη της εκάστοτε «πάσχουσας εταιρίας».
Επιπλέον, με μια μικρή παράγραφο που προστίθεται στο Νόμο του 1990, ψαλιδίζονται ακόμα περισσότερο οι κλαδικές συμβάσεις καθώς προβλέπεται: «η εθνική κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση δεν υπερισχύει αντίστοιχης τοπικής», ήτοι η κλαδική, που συνήθως περιέχει ευμενέστερους όρους για τους εργαζόμενους, τίθεται κάτω από κάθε τοπική ΣΣΕ!
★★★
Στο άρθρο 52 προστίθενται νέα εμπόδια για την επέκταση των συμβάσεων ή διαιτητικής απόφασης και σε άλλους εργαζόμενους του ίδιου κλάδου, καθώς «για την επέκταση συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης απαιτείται: α) αίτηση που υποβάλλεται από οποιονδήποτε από τους δεσμευόμενους από αυτή προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, β) τεκμηρίωση των επιπτώσεων της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση και κοινοποίηση αυτής στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας». Δηλαδή, οι άλλοι εργαζόμενοι ενός κλάδου δεν δικαιούνται αυτόματα την εφαρμογή μιας ΣΣΕ που εχει υπογραφεί από το κλαδικό συνδικαλιστικό όργανό τους αλλά για την επέκτασή της σε όλους τους εργαζόμενους θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση προς τον Υπουργό Εργασίας, και το πιο προκλητικό, υποχρεούνται να τεκμηριώσουν ότι η εν λόγω σύμβαση δεν θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης, δηλαδή τα κέρδη του εργοδότη (!), αλλά ούτε και την απασχόληση, δηλαδή δεν θα προκαλέσει απολύσεις (!!). Ο εργαζόμενος καλείται να μπει στα παπούτσια του εργοδότη και να “προστατεύσει” την επιχείρηση με κάθε τρόπο! Περιττό να επαναλάβουμε ότι από την επεκταση ΣΣΕ ή διαιτητικής απόφασης εξαιρούνται οι επιχειρήσεις (βλ. παραπάνω) που “αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα” κλπ.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι υπεύθυνος για να ορίζει ποιες επιχειρήσεις εξαιρούνται από τις παραπάνω διατάξεις είναι πάντα ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Μπορεί επίσης να εξειδικεύει κάθε περίπτωση και να κάνει αλλαγές κατά το δοκούν με αντίστοιχες Υπουργικές Αποφάσεις, κάτι το οποίο μας έχουν συνηθίσει οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια. ….
★★★
Τέλος, τα πράγματα αλλάζουν και στη Διαιτησία με το άρθρο 53. Ενώ μέχρι τώρα με τον Ν.1876/1990, άρθρο 2, «είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς στις εξής περιπτώσεις: α) από οποιοδήποτε μέρος, εφόσον το άλλο μέρος αρνήθηκε τη μεσολάβηση, β) από οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της πρότασης μεσολάβησης», η ΝΔ έρχεται να εμποδίσει με κάθε τρόπο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Για την προσφυγή τους στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), οι εργαζόμενοι θα πρέπει να επικαλούνται «υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας».
Είναι σαφές ότι το πολυνομοσχέδιο έρχεται να διαιωνίσει τα μνημονιακά μέτρα των προηγούμενων κυβερνήσεων και στοχεύει στην πλήρη καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων, με ένα τέχνασμα περιπτώσεων και εξαιρέσεων. Περιλαμβάνει άρθρα που εξαιρούν στην πράξη όλα τα προηγούμενα και δίνουν ξεκάθαρη προτεραιότητα στις επιχειρήσεις και την «ανταγωνιστικότητά» τους. Συγχρόνως, και ως δίχτυ ασφαλείας για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων, λύνει τα χέρια του Υπουργού Εργασίας, δίνοντάς του απόλυτη ελευθερία και εξουσία να κρίνει ποια επιχείρηση αντιμετωπίζει προβλήματα, να την εξαιρεί από όλες τις παραπάνω διατάξεις και να μετατρέπει τους εργαζόμενους σε έρμαια των εργοδοτών.
Οι «πολλές και καλές δουλειές» του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι τελικά δουλειές χωρίς δικαιώματα, με ακόμα χαμηλότερους μισθούς, με παρεμπόδιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με διαλυμένες συλλογικές συμβάσεις και με τη δαμόκλειο σπάθη των υπουργικών αποφάσεων, που κινούνται ανάλογα με τις ορέξεις του κεφαλαίου.