Ενώ τις επόμενες μέρες αναμένεται η συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνόδου του ΟΗΕ, αυξάνουν οι σκιές πάνω από τη Διακήρυξη των Αθηνών και τη διατεταγμένη προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, καθώς η Τουρκία δεν κάνει ούτε βήμα πίσω στο αναθεωρητικό της δόγμα. Η «Γαλάζια Πατρίδα» και το Casus Beli αποτελούν τις κορωνίδες της επεκτατικής τουρκικής πολιτικής, που στοχεύει να αλλάξει το Status Quo, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το έδαφος της «ειρηνικής» αποδοχής και νομιμοποίησης τετελεσμένων σε βάρος της κυριαρχίας της χώρας μέσω του ελληνοτουρκικού διαλόγου (που συναντά ισχυρές αντιδράσεις ακόμα και στο εσωτερικό της ΝΔ ιδιαίτερα από Σαμαρά και Καραμανλή), προλειαίνει ο υπουργός εξωτερικών, Γεραπετρίτης, αναφέροντας σε συνέντευξή του ότι «οι ηγέτες των δύο χωρών θα θέσουν τον νέο οδικό χάρτη του ελληνοτουρκικού διαλόγου ενόψει και της σύγκλησης στο τέλος του έτους του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας», που θα πραγματοποιηθεί στην Τουρκία. Μόνιμη επωδός για την δικαιολόγηση της θλιβερής κυβερνητικής στάσης «το γεγονός ότι, παρά τις σημαντικές διαφωνίες που υφίστανται, διατηρούνται ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας αποτυπώνει τη βούληση των μερών να εδραιώσουν την ηρεμία και τη σταθερότητα στη γειτονιά μας». Για να καλύψει την παραπάνω αναφορά σε «σημαντικές διαφωνίες», ο οσφυοκάμπτης Γεραπετρίτης επαναλαμβάνει την κουρελιασμένη πια κυβερνητική θέση, πασπαλίζοντάς την με μπόλικη διπλωματική αυτοπεποίθηση, καταλήγοντας ότι: «Η χώρα μας προσέρχεται στον διάλογο επί του μόνου ζητήματος, που μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με την αυτοπεποίθηση που της προσδίδει η αναβαθμισμένη διπλωματική της θέση». Χαρακτηρίζει τον κατ’ επίφαση ελληνοτουρκικό διάλογο «παράθυρο ευκαιρίας ώστε να διασφαλιστεί μακρά ειρήνη στην περιοχή μας», που μάλιστα «δημιουργεί πιο εύφορο έδαφος» και για το Κυπριακό.
Ωστόσο το Κυπριακό έχει παραμεριστεί από την πολιτική ατζέντα του ελληνοτουρκικού διαλόγου καθώς η Άγκυρα επιμένει στη μόνη, για αυτήν, λύση των δύο κρατών και τη διεθνή νομιμοποίηση του Αττίλα και η Αθήνα αποδέχεται την εγκατάλειψη ψελλίζοντας ευχολόγια για ανάγκη «επανεκκίνησης του διαλόγου» για το Κυπριακό και «αξιοποίησης της ευκαιρίας που θέτει η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων».
Στο μεταξύ την περασμένη εβδομάδα, ο Κύπριος υπουργός Άμυνας, Πάλμας, υπέγραψε με τη βοηθό υπουργό Άμυνας σε Θέματα Διεθνούς Ασφάλειας των ΗΠΑ, Γουολάντερ, «Οδικό Χάρτη» για την ενίσχυση της διμερούς Αμυντικής Συνεργασίας μέχρι το 2029.
Στην κοινή δήλωση υπογραμμίζεται προκλητικά «η συνολική σταθερότητα και ασφάλεια της Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου είναι ζωτικής σημασίας για την Κυπριακή Δημοκρατία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πολυπλοκότητα και ο εξελισσόμενος χαρακτήρας των προκλήσεων ασφαλείας σε αυτή την περιοχή επιβάλλουν επαγρύπνηση, δέσμευση και στενή συνεργασία σε θέματα άμυνας και ασφάλειας μεταξύ εταίρων» και καταλήγει με τη διαπίστωση ότι η ενισχυμένη αμερικανοκυπριακή αμυντική συνεργασία «αποτελεί ευκαιρία και για τις δύο πλευρές για καλύτερη προετοιμασία και υποστήριξη αμοιβαία επωφελών στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο». Τέτοιες αστειότητες, που η διαμελισμένη Κύπρος, η οποία δεν μπορεί για μισό αιώνα να διασφαλίσει την ακεραιότητά της, «συνεργάζεται» για την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής με την υπερδύναμη και μάλιστα «προετοιμάζεται» για επωφελείς στόχους στην Ανατολική Μεσόγειο, γράφονται για να καλύψουν την πλήρη εξάρτηση της Κύπρου από τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Εξάλλου αυτό ήταν και το μήνυμα του Αμερικάνου πρέσβη στη ΔΕΘ. Υποστήριξε αναφερόμενος στην Κύπρο ότι: «Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για κράτη – μέλη της ΕΕ ή για συμμάχους στο ΝΑΤΟ, η διατλαντική οικογένεια πρέπει να σκέφτεται πολύ ευρύτερα για το πώς είναι να αντιμετωπίζουμε το Κρεμλίνο με αυτούς τους τρόπους», παραλείποντας το προφανές ότι δηλαδή τα δεινά της Κύπρου οφείλονται αποκλειστικά στη διατλαντική οικογένεια και κύρια σε ΗΠΑ και Τουρκία.
Η συμφωνία προκάλεσε την αντίδραση της Άγκυρας, που μίλησε για κινδύνους υπονόμευσης της περιφερειακής σταθερότητας και μεροληπτική υποστήριξη της Ουάσιγκτον στην ελληνική πλευρά και κάλεσε τις ΗΠΑ «να τερματίσουν τις προσπάθειές τους για αλλαγή των λεπτών ισορροπιών στην περιοχή».
Ωστόσο η Άγκυρα τη μόνη «ισορροπία» που αναγνωρίζει είναι ότι τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την έγκρισή της. Μόνο οι εξελίξεις του Σεπτέμβρη αποτυπώνουν τη γεωπολιτική της ισχύ. Ο Έρντογάν ζητά από τον Πούτιν να επιστρέψει την Κριμαία και εμφανίστηκε υπερασπιστής των δικαιωμάτων των Τούρκων Τατάρων της Κριμαίας με τον Πεσκόφ, εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, να απαντά ότι επιτρέπονται οι διαφωνίες μεταξύ φίλων. Η Τουρκία (μετά την πρόσφατη επίσκεψη Σίσι στην Άγκυρα) αποκατέστησε ομαλές σχέσεις με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία, την ίδια στιγμή που διαπραγματεύεται την προσχώρησή της στην Ομάδα BRICS plus. Αρνήθηκε για 6η φορά τον έλεγχο για όπλα σε υπό τουρκική σημαία φορτηγό πλοίο από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής στρατιωτικής επιχείρησης IRINI. Αγνοώντας τον ευρωπαϊκό έλεγχο στην περιοχή το τουρκικό ΥΠΕΞ αμφισβητεί την ουδετερότητα και την αμεροληψία της επιχείρησης IRINI, με το επιχείρημα ότι η Ε.Ε. την εγκαινίασε «χωρίς να έχει προηγουμένως διαβουλευθεί με τη νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης, την Τουρκία και το ΝΑΤΟ».
Πρόκριμα για τον ελληνοτουρκικό διάλογο αποτελεί η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ («Great Sea Interconnector» – GSI). Η Άγκυρα με την απειλή των πολεμικών της πλοίων και την υποχωρητικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη (στο όνομα των ήρεμων νερών) κατοχύρωσε τον ισχυρισμό της ότι τα νησιά δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, αλλά εδράζονται στη μικρασιατική ή αντίστοιχα την ελλαδική υφαλοκρηπίδα. Μοναδικό δικαίωμα για τα νησιά, που αποδέχεται η Άγκυρα, είναι η αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα, που κι αυτό με την απειλή του πολέμου (casus belli) περιορίζεται στα 6 ναυτικά μίλια αντί των 12ν.μ., όπως αναγνωρίζονται από τις διεθνείς συνθήκες των θαλασσών. Σ’ αυτό το πλαίσιο η Τουρκία εμπόδισε «ειρηνικά» (μόνο με την παρουσία των φρεγατών της) την έρευνα πόντισης καλωδίου μέσα από ελληνική περιοχή νότια της Κάσου, σε μια κίνηση ισοδύναμη με τα Ίμια, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αποδέχεται στην πράξη τα τουρκικά δικαιώματα, όπως «κατοχυρώθηκαν» από την περίοδο Σημίτη με τις Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, τον Ιούλη του ’97 και της ΕΕ στο Ελσίνκι, τον Δεκέμβρη του 1999, που αναγνώριζαν ζωτικά συμφέροντα κάθε χώρας στο Αιγαίο, εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών με προοπτική επίλυσης στη Χάγη.
Έτσι η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου -Ισραήλ βρίσκεται στον αέρα. Ουσιαστικά προετοιμάζεται η εγκατάλειψή της, όπως έγινε «ξαφνικά μια μέρα» με το νον πέιπερ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τον αγωγό Φυσικού αερίου, τον Ηστ Μεντ. Προβάλλεται το οικονομικό σκέλος του έργου για να καλυφθεί το γεωπολιτικό, δηλαδή της αδυναμίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, που κομπάζει για την εξοπλιστική υπεροπλία στο Αιγαίο και στην πράξη σιωπά και παραπλανά. Η Αθήνα προσπαθεί να ρίξει στη Λευκωσία το πολιτικό κόστος, με την αποδοχή ρήτρας που προβλέπει ότι τη δαπάνη διακοπής του έργου, αν προκύψει εξωτερικός κίνδυνος, θα την επωμιστεί η Κύπρος και ο κυπριακός λαός.
Η ένταση και οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις βρίσκονται στο ζενίθ. Ύστερα από πολλαπλές άκαρπες συσκέψεις και διαβουλεύσεις στην Κύπρο ακόμα και με τη συμμετοχή του Κύπριου Προέδρου, του μισού υπουργικού συμβουλίου της Κύπρου και εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης και του ΑΔΜΗΕ, τελικά στις αρχές τις εβδομάδας εγκρίθηκε από το κυπριακό υπουργικό συμβούλιο η πρόταση του υπουργείου Ενέργειας για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης (GSI). Την ίδια στιγμή στην Αθήνα ο Γεραπετρίτης υποδέχονταν τον υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Σεζουρνέ, «εκπροσωπώντας» τη γαλλική εταιρεία, «Nexans», που κατασκευάζει το καλώδιο διασύνδεσης. Ακολούθησε συνάντηση στην Αθήνα Χριστοδουλίδη – Μητσοτάκη, που κατάληξε τουλάχιστον δημόσια, στις γνωστές γενικολογίες περί συντονισμού ενεργειών ενόψει της ΓΣ του ΟΗΕ. Για την ταμπακιέρα ουδέν.
Η κυβερνητική προσπάθεια συσκότισης συνεχίστηκε και για την απόφαση της Τουρκίας να διδάσκεται η «Γαλάζια Πατρίδα» σε 14χρονους μαθητές, σπέρνοντας στη νέα γενιά το εθνικιστικό δηλητήριο. Ο Γεραπετρίτης προσπάθησε να αποπροσανατολίσει τον κόσμο. Μίλησε για θεωρία «μαξιμαλιστικών τάσεων δεκαετιών» και στα πλαίσια της «αποσυμπίεσης κρίσεων» ζήτησε την «καλύτερη κατανόηση των θέσεων της άλλης πλευράς», που προφανώς η κυβέρνησή του αποδέχεται προσποιούμενη ότι διαπραγματεύεται για λεπτομέρειες. Γι’ αυτό καταλήγει στο γελοίο «επιχείρημα» ότι στο βιβλίο ο χάρτης για τη «γαλάζια πατρίδα» δεν περιλαμβάνει το Αιγαίο, λέγοντας ότι: «Δεν υπάρχει χάρτης ο οποίος να κατανέμει το Αιγαίο». Με αναφορές στον «Εθνικό Όρκο», «τις θαλάσσιες περιοχές ευθύνης της Τουρκίας που κηρύχθηκαν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο» και με προτροπές προς δασκάλους και μαθητές να δώσουν παραδείγματα «του αγώνα της Τουρκίας ενάντια στις άδικες διεκδικήσεις που αγνοούν τα νόμιμα και γεωγραφικά συμφέροντα της χώρας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο», μπορούμε να είμαστε ήσυχοι που δεν περιλαμβάνεται το Αιγαίο… στον χάρτη στο βιβλίο.