Ενώ πολυεθνικές και πολύμορφες στρατιωτικές ασκήσεις διαδέχονται η μια την άλλη στη Μεσόγειο και οι Τουρκικές παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου συνεχίζονται αμείωτες, το πολεμικό κλίμα στην περιοχή θερμαίνεται επικίνδυνα με την επανενεργοποίηση των γεωτρητικών δραστηριοτήτων των πετρελαϊκών κολοσσών στα νερά της Κύπρου. Η κινητικότητα των γεωτρυπάνων ενεργοποιεί την πολιτική των φρεγατών και των πολεμικών απειλών. Τα κοιτάσματα πετρελαίου, παρά τα ευχολόγια ότι αποτελούν γέφυρα προσέγγισης και επίλυσης των προβλημάτων, οξύνουν την κατάσταση καθώς στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό εμπλέκονται ολοένα και πιο ενεργά οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Πρόσφατη εξέλιξη η απευθείας ανάθεση, στα κρυφά, στο κονσόρτσιουμ Έξον Μόμπιλ και Κατάρ Πετρόλεουμ, του θαλάσσιου τμήματος 5 της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, μέρος του οποίου η Τουρκία θεωρεί ότι ανήκει στην υφαλοκρηπίδα της. Το συγκεκριμένο τμήμα συνορεύει με το 10 (κοίτασμα «Γλαύκος»), που έχει αδειοδοτηθεί από τη Λευκωσία στην ίδια κοινοπραξία και η οποία προγραμματίζει επιβεβαιωτική γεώτρηση μέχρι το τέλος του χρόνου. Παράλληλα η Γαλλοϊταλική κοινοπραξία ΤΟΤΑΛ-ΕΝΙ σχεδιάζει το αμέσως επόμενο διάστημα να ξεκινήσει γεώτρηση στο τμήμα 6, στο οποίο έχει κιόλας κάνει γεώτρηση και η Τουρκία. Η Άγκυρα, θεωρώντας ότι η Κύπρος «κάθεται» πάνω στην τουρκική υφαλοκρηπίδα ή αντλώντας «δικαιώματα» από τα κατεχόμενα, διεκδικεί σημαντικό μέρος της κυπριακής ΑΟΖ, διαμηνύοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά της με κάθε τρόπο. Νωπές οι δηλώσεις του αντιπρόεδρου της τουρκικής κυβέρνησης, Οκτάι, από τα Κατεχόμενα ότι «θα συνεχίσουμε τις γεωτρήσεις από εκεί που τις αφήσαμε. Δεν φοβόμαστε κανέναν. Όποιος ψάχνει περιπέτειες στην Ανατολική Μεσόγειο θα λάβει την απάντησή του».
Ρόλο στις εξελίξεις παίζουν και οι κλυδωνισμοί της τουρκικής οικονομίας με την κατάρρευση της λίρας και τον πληθωρισμό να καλπάζει, που με τη σειρά τους επιδρούν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό με την αντικατάσταση του υπουργού Οικονομικών και κύρια με την αντικυβερνητική συσπείρωση της αντιπολίτευσης. Ο Ερντογάν αναγνώρισε ότι «υπάρχουν οικονομικά προβλήματα που οδηγούν σε αύξηση πληθωρισμού ή αυξήσεις τιμών» και «μείωση της παραγωγής και πτώση της απασχόλησης». Θεώρησε όμως ότι η καθοδική πορεία της τουρκικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα στοχευμένων παρεμβάσεων αντιπάλων της κυβέρνησής του. Μίλησε για «οικονομικό πόλεμο της ανεξαρτησίας» στον οποίο «θα πετύχουμε» και επέμεινε σε μια «ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία», που θα προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις και θα αυξήσει την απασχόληση. Ταυτόχρονα έβαλε στην εξίσωση της ανάκαμψης την αξιοποίηση των ενεργειακών κοιτασμάτων στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο προς όφελος δήθεν του τουρκικού λαού.
Στην κατεύθυνση της αναζήτησης οικονομικών -και όχι μόνο- στηριγμάτων ήταν και οι συναντήσεις κορυφής με τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα (που θα επενδύσουν 10 δισ. δολάρια) και το Κατάρ με διακρατικές συμφωνίες 15 δισ. και μέσω του τραπεζικού συστήματος 25 επιπλέον δισ. δολάρια. Το συνολικό ποσό των 50 δισ. δολαρίων, που απέσπασε ο Ερντογάν τις τελευταίες μέρες από τα Εμιράτα, ας συγκριθεί με το πολυδιαφημισμένο πακέτο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης των 30 δισ. ευρώ που ελπίζει να πάρει η Αθήνα μέχρι το 2026.
Προ ημερών πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία και η πρώτη τριμερής συνάντηση Κύπρου, Ελλάδας και Ιορδανίας για θέματα Άμυνας και Ασφάλειας, σε επίπεδο υπουργών, για να εξειδικεύσει και τα κοινά στρατιωτικά σχέδια ενός ακόμα «τριμερούς σχήματος». Ακολούθησε η 8η τριμερής συνάντηση κορυφής, στην Ιερουσαλήμ, με την παρουσία Μητσοτάκη, Αναστασιάδη και Μπένετ και το κοινό ανακοινωθέν να καταγράφει ξεκάθαρες αναφορές στον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή.
Ακόμα και η επίσκεψη του Πάπα ήρθε μπούμερανγκ για Αθήνα και Λευκωσία καθώς εξέθεσε τις δύο κυβερνήσεις και την Ευρώπη για την απάνθρωπη πολιτική, που εφαρμόζουν απέναντι στους κατατρεγμένους πρόσφυγες και μετανάστες. Με την Οδύσσεια παραλλήλισε τη Συμφωνία των Πρεσπών, στο Προεδρικό Μέγαρο, μπροστά στον Μητσοτάκη, που αρνείται να κυρώσει από τη Βουλή τα μνημόνια, που προβλέπονται στη Συμφωνία του 2019.
Συνάντηση Μητσοτάκη – Πούτιν
Στον απόηχο της τηλεδιάσκεψης Μπάιντεν – Πούτιν, δεν είναι τυχαίες οι διαδοχικές τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μπλίνκεν, και τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μενέντεζ, λίγο πριν αναχωρήσει για το Σότσι της Ρωσίας, όπου συναντήθηκε με τον Ρώσο πρόεδρο. Δόθηκαν σαφείς οδηγίες, εφ’ όλης της ύλης, στον «προβλέψιμο σύμμαχο». Σύμφωνα με την ανακοίνωση του αμερικανικού ΥΠΕΞ, Μπλίνκεν και Μητσοτάκης «εξέτασαν την δύναμη της διμερούς σχέσης» και «τόνισαν τη σημασία της αλληλεγγύης για την προώθηση της σταθερότητας στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας ενόψει της επιθετικότητας της Ρωσίας». Επίσης, αναφέρουν ότι συζήτησαν «τη σημασία της ενίσχυσης των επενδύσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας». Τέλος, ότι συζήτησαν και «τις προσπάθειες για την προώθηση της ειρήνης και της ευημερίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Δυτικά Βαλκάνια».
Μετά από τέτοιες νουθεσίες και με δεδομένες τις στενές σχέσεις, παρά τις σοβαρές τριβές, που διατηρεί η Μόσχα με την Άγκυρα, η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Σότσι ήταν μια συζήτηση προσπάθειας επανεκκίνησης των ελληνορωσικών σχέσεων. Η συνάντηση έμεινε σε κοινότυπες διαπιστώσεις για τους στενούς και ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν τις δύο χώρες και περιορίστηκε να αναδείξει και την σημασία της επιτυχημένης κοινής πρωτοβουλίας, Έτος Ιστορίας Ελλάδας – Ρωσίας 2021.
Ο Πούτιν αναφερόμενος στη διμερή εμπορική συνεργασία, η οποία το πρώτο 9μηνο του 2021 αυξήθηκε κατά 56%, ανέφερε ότι οι ρωσικές εταιρείες έχουν ζωηρό ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα και αναμένουν την ίδια ανταπόκριση και από τις αντίστοιχες ελληνικές. Υπενθύμισε τη ρωσική συμβολή το καλοκαίρι με την αποστολή πυροσβεστικών μέσων στην Ελλάδα και την ενεργειακή κρίση καθώς η Ρωσία εξασφαλίζει πάνω από το 40% των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας. Σημείωσε πως με τον Έλληνα πρωθυπουργό αναφέρθηκαν σε ζητήματα σχέσεων Ρωσίας – ΕΕ, στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Mεσόγειο και στο Κυπριακό, όπου ο Ρώσος Πρόεδρος διαμήνυσε πως η Ρωσία υποστηρίζει «τη λύση διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας». Με δοσμένη την ένταξη της Ελλάδας στο μπλοκ ΝΑΤΟ και ΕΕ και «λαμβάνοντας υπόψη τις “θετικές ρίζες” που ενώνουν την Ελλάδα και τη Ρωσία» ρωσική επιδίωξη είναι να μείνει η Ελλάδα «υπέρ μιας ισορροπημένης λογικής σε ό,τι αφορά τη συνεργασία ΕΕ – Ρωσίας». Διατύπωσε την ελπίδα «στο μέλλον θα αξιοποιήσουμε τη στήριξη των Ελλήνων φίλων μας με στόχο, έτσι ώστε να παίξουν ένα θετικό ρόλο στις σχέσεις μας με αυτά τα δύο μπλοκ».
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, την περασμένη βδομάδα την αποφασιστικότητα του Πεκίνου να εργαστεί με την κυπριακή πλευρά για ισχυροποίηση της στρατηγικής συνεργασίας διεμήνυσε ο Διευθυντής της Κεντρικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Κίνας και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΚ, Γιανγκ Γιετσί, ο οποίος συναντήθηκε με τον Αναστασιάδη, στη Λευκωσία. Από την πλευρά του, ο Κύπριος πρόεδρος ανάφερε ότι θεωρεί τις σχέσεις με την Κίνα ζωτικής σημασίας, αφού το κινεζικό έθνος είναι στρατηγικός εταίρος.