Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διανύουν μια περίοδο μεγάλης όξυνσης. Οι παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ο ανταγωνισμός τους για τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής, από τα Βαλκάνια έως τη Ν-Α Μεσόγειο και τη Βόρειο Αφρική, είναι αυτές που πρώτα και κύρια ορίζουν τις συνθήκες.
Στη σημερινή περίοδο αυτές προσλαμβάνουν ιδιαίτερη οξύτητα λόγω και των επιδιώξεων που έχουν οι αστικές τάξεις των δύο χωρών. Οι επιθετικές ενέργειες της τελευταίας περιόδου από την πλευρά της άρχουσας τάξης της Τουρκίας, όπως η εισβολή στη Συρία και η κατάκτηση εδαφών της, η ανακήρυξη των ΑΟΖ και η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με τη Λιβύη, η παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και η έναρξη γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ, η αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη, οι συνεχείς κλιμακούμενες προκλήσεις στο Αιγαίο, σηματοδοτούν τα σχέδιά της για τη “γαλάζια πατρίδα” και τη βασική της επιδίωξη για αλλαγή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Απ’ την άλλη μεριά, η ελληνική αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της, ενεργώντας ως πειθήνιο όργανο των αμερικανο-νατοϊκών ιμπεριαλιστών, προσβλέποντας στην προώθηση των γενικότερων σχεδίων τους στην περιοχή, μετατρέπουν τη χώρα σε ένα απέραντο πολεμικό ορμητήριο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Η ανανέωση και επέκταση της συμφωνίας για τις αμερικάνικες βάσεις στη χώρα μας επιβεβαιώνει αυτή ακριβώς την πραγματικότητα.
Μέσα από μια τέτοια πολιτική εθνικής υποτέλειας, επιδιώκουν να αποκτήσουν την εύνοια των ξένων αφεντικών τους στον ανταγωνισμό με την άρχουσα τάξη της Τουρκίας ενώ η κυβέρνηση σε ρόλο επαίτη εκλιπαρεί τις ΗΠΑ και την ΕΕ να εγγυηθούν την ασφάλεια της χώρας.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση της ΝΔ εμπλέκοντας τη χώρα στα επικίνδυνα ιμπεριαλιστικά σχέδια, ως νέος κολαούζος της Γαλλίας τώρα, στέλνει στην Ανατολική Μεσόγειο φρεγάτες δίπλα στο γαλλικό αεροπλανοφόρο καθώς και μια συστοιχία “Πάτριοτ” στη Σαουδική Αραβία και δηλώνει έτοιμη να στείλει στρατεύματα στη Λιβύη μόλις αποφασιστεί από την ΕΕ. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η υπογραφή της συμφωνίας για τον αγωγό East-MED.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη και όλο το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης προσπαθούν να κατευνάσουν την επιθετικότητα της Άγκυρας με μια πολιτική ενδοτισμού και υποχωρήσεων και θέλουν να παραπέμψουν τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο δικαστήριο της Χάγης, ξεκινώντας σε λίγες μέρες νέο κύκλο παρασκηνιακών συνομιλιών και παζαρεμάτων με την Άγκυρα στα πλαίσια των περιβόητων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ).
Μπροστά στο εκρηκτικό τοπίο που διαμορφώνεται στην ευρύτερη περιοχή αλλά και απέναντι στην ελληνοτουρκική κρίση και τις απειλές για την αλλαγή των συνόρων, μόνο ο αντιπολεμικός – αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών μπορεί να βάλει φραγμό και να αποτρέψει επικίνδυνες εξελίξεις και την απειλή του πολέμου.
Οι καιροί απαιτούν ένα αντιπολεμικό κίνημα, που θα αγωνίζεται ενάντια στους ιμπεριαλιστές, τις επεμβάσεις τους και την πολιτική της εξάρτησης, της υποτέλειας και της προστασίας. Ένα αντιπολεμικό κίνημα που θα εναντιώνεται κατηγορηματικά σε κάθε επιβουλή και καταπάτηση της εδαφικής ακεραιότητας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της αλλαγής των συνόρων, ορίζοντας το απαραβίαστό τους ως βασική προϋπόθεση της ειρήνης. Από αυτή την άποψη και με βάση αυτό το κριτήριο, οφείλει τα αντιπολεμικό κίνημα να τοποθετηθεί, αν υπάρξει τέτοιο ενδεχόμενο και στο ζήτημα του χαρακτήρα του πολέμου.
Για το Μ-Λ ΚΚΕ, μόνο η πολιτική της ειρήνης και της φιλίας Ελλάδας και Τουρκίας ανταποκρίνεται στα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα. Μια τέτοια πολιτική υπαγορεύει την ανάγκη της ενιαίας πάλης των δύο λαών ενάντια στους κοινούς εχθρούς τους, τον ιμπεριαλισμό και τις ντόπιες μεγαλοαστικές τάξεις. Ενάντια στην πολιτική της εξάρτησης, της υποτέλειας και του κατευνασμού, ενάντια στον εθνικισμό και τον πόλεμο, ενάντια στις επεκτατικές βλέψεις για αλλαγή συνόρων. Μόνο μια τέτοια πολιτική μπορεί να συμβάλλει στην οικοδόμηση της ελληνοτουρκικής φιλίας και να ανοίξει το δρόμο για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της απαλλαγής από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά.