Εν μέσω πυκνών και πολύμορφων φανερών και υπόγειων διεργασιών, συνεχίζουν τον αγώνα τους οι έξι υποψήφιοι για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ. Στις διεργασίες αυτές κομβικό ρόλο διαδραματίζουν τα βασικά οικονομικοπολιτικά κέντρα εξουσίας, πριμοδοτώντας μέσω των συστημικών ΜΜΕ και των σχετικών δημοσκοπήσεων ως «καταλληλότερο» για το χρίσμα, κατά περίπτωση, τον εκλεκτό της αρεσκείας τους.
Παρεμβαίνουν επίσης ωμά και απροκάλυπτα οι πυλώνες του «νέου διπολισμού» (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), ευνοώντας και προσβλέποντας στην ανάδειξη των αντίστοιχων -«συγγενικών» τους πολιτικά- υποψηφιοτήτων, με πρόδηλο στόχο τη ρυμούλκηση του μεταμφιεσμένου ΠΑΣΟΚ στα κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά σενάρια σύγκλισης που απεργάζονται τα αστικά επιτελεία, στο έδαφος του ρευστού πολιτικού σκηνικού. Με φόντο άλλωστε την υφέρπουσα φιλολογία περί πρόωρων εκλογών, το μπαράζ των δημοσκοπικών ευρημάτων που εμφανίζουν το ΚΙΝΑΛ ως το μόνο κόμμα που ανεβάζει τα ποσοστά του, πιστοποιεί πως το κεντροαριστερό δεκανίκι αποτελεί πολύτιμο συμπλήρωμα – πολύφερνη νύφη του συστήματος.
Στη συγκυρία, η αφειδώλευτη -εδώ και καιρό- στήριξη του Λοβέρδου από υποτιθέμενες δημοσκοπήσεις και κυβερνητικά παράκεντρα προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του βασικού ανταγωνιστή Γ. Παπανδρέου, ο οποίος κατήγγειλε παρεμβάσεις «εξωθεσμικών» και στελεχών της Δεξιάς. Όπως τόνισε δηκτικά: «Ξέρω ότι στελέχη της ΝΔ παίρνουν τηλέφωνα για συγκεκριμένους υποψηφίους. Προφανώς κάτι φοβούνται στη ΝΔ… Υπάρχει ο μόνιμος στόχος, ο Γ. Παπανδρέου που δεν ελέγχουν και κάποιοι θέλουν ένα ΚΙΝΑΛ μικρό, βολικό και ελεγχόμενο». Οι εν λόγω «αποκαλύψεις» προκάλεσαν την αντίδραση του εκπροσώπου της ΝΔ, Γαϊτάνου, ο οποίος σε υψηλούς τόνους κάλεσε τον πρώην πρωθυπουργό «να ασχοληθεί με το να πείσει τα στελέχη του ΚΙΝΑΛ ότι αξίζει την ψήφο τους, αντί να φαντάζεται εμπλοκές που δεν υπάρχουν».
Αντίθετα, ο εραστής της αλήστου μνήμης συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, Α. Λοβέρδος (που λειτουργεί ήδη ως άτυπος βουλευτής της ΝΔ, υπερψηφίζοντας το κυβερνητικό νομοσχέδιο για τους ποινικούς κώδικες, κατά παράβαση της κομματικής γραμμής, προκαλώντας εκ νέου αναταράξεις στη «Βαβέλ» του ΚΙΝΑΛ), αν και αναφέρθηκε σε μια πρώτη φάση στον Τσίπρα «που μιλάει εναντίον του… ο ΣΥΡΙΖΑ παροτρύνει τα μέλη του να πάνε να ψηφίσουν για να μην εκλεγεί ο Λοβέρδος», χαρακτήρισε τελικά «καλοδεχούμενους όλους, κάθε πολίτη από άλλο κόμμα που έρχεται για να μας ψηφίσει, είναι για μας μια δημοκρατική γιορτή. Όταν το 2004 καθιερώσαμε την ανοιχτή ψηφοφορία σε αυτό σκοπεύαμε».
Ως «εισβολή» και «απαράδεκτο να έρθουν να ψηφίσουν άνθρωποι έχοντας στην τσέπη τους συγχρόνως κομματική ταυτότητα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ» σχολίασε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο φέρελπις (και δοξαζόμενος κρυφά, σύμφωνα με τη Φ. Γεννηματά) Ανδρουλάκης, προφανώς επειδή στηρίζεται κατά κύριο λόγο στους σημερινούς εσωκομματικούς συσχετισμούς.
Όσον αφορά την «καυτή πατάτα» της μετεκλογικής συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΝΔ, οι αντιμαχόμενες φατρίες εμφανίζονται προσώρας και για ευνόητους λόγους να απορρίπτουν μια τέτοια προοπτική.
Ο Γ. Παπανδρέου, αφού επανέλαβε τα γνωστά περί του συντηρητικού ΣΥΡΙΖΑ «με τις δεξιές πρακτικές», ξιφούλκησε δημαγωγικά και κατά της ΝΔ που κράτησε «ανεύθυνη στάση», δείχνοντας «έλλειψη συναίνεσης κατά τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολίτευσης». Καταλόγισε στο Μητσοτάκη «έπαρση στον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας και ορμπανικούς περιορισμούς της ελευθερίας του λόγου». Έστειλε, ωστόσο, σαφές μήνυμα στα ξένα και ντόπια αφεντικά του πως «άλλο η συνεργασία και άλλο η καλλιέργεια απαραίτητων συναινέσεων για το συμφέρον της χώρας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, στη λογική των «ίσων αποστάσεων» εκτοξεύουν τα άσφαιρα πυρά τους και οι υπόλοιποι μνηστήρες, με εμφανείς ωστόσο τις διαφορετικές αποχρώσεις κατά περίπτωση.
Πιο συγκεκριμένα, ο Λοβέρδος, ο οποίος ασκεί κριτική για τα μάτια του κόσμου στη ΝΔ, κατακεραυνώνει όπου βρεθεί κι όπου σταθεί τον «υπαρξιακό αντίπαλο» ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Ανδρουλάκης (που κομπορρημονεί πως «δεν ανέβηκε σε κανένα ασανσέρ της εγχώριας ελίτ, ούτε ήταν φορέας του πελατειακού κράτους») κρατά πιο χαμηλούς τόνους επιδεικνύοντας δήθεν «πολιτικό πολιτισμό», σε αντιστοιχία με το προφίλ της «ήρεμης δύναμης» που φιλοτεχνεί για πάρτη του.
Ξεθυμασμένες και άχρωμες αναφορές ενάντια στο νέο δικομματισμό κάνουν οι Χρηστίδης και Γερουλάνος (ο τελευταίος, από διαπρύσιος κήρυκας της «επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ» όσο ζούσε η Φ. Γεννηματά, αποκαλεί τώρα μια τέτοια επιστροφή «πουκάμισο αδειανό»). Από την πλευρά του ο Χ. Καστανίδης υψώνει τους αντιδεξιούς τόνους, καταλογίζοντας στο ΣΥΡΙΖΑ «έλλειψη εμπιστοσύνης».
Είναι φανερό πως πλησιάζοντας προς την ημερομηνία διεξαγωγής του 1ου γύρου των εσωκομματικών εκλογών, οι εσωτερικές έριδες και τα συντροφικά αλληλομαχαιρώματα εν μέσω ποικίλων ανακατατάξεων, ρήξεων και εφήμερων συμμαχιών μεταξύ των αντιμαχόμενων στρατοπέδων θα έχουν την τιμητική τους, ξεσκίζοντας το πέπλο της περιβόητης ενότητας στο όνομα της οποίας υποτίθεται πως άπαντες ομνύουν.