Με τη συμμετοχή των Παπανδρέου, Σημίτη και Βενιζέλου που έδωσαν με τις παρεμβάσεις τους την πολυπόθητη ψήφο εμπιστοσύνης στον Ανδρουλάκη, πραγματοποιήθηκε (20-22 Μάη) το συνέδριο- φιέστα αναστύλωσης του ηθικά και πολιτικά χρεοκοπημένου πασοκισμού. Στα πλαίσια της επαναφοράς στο «ΟΛΟΝ ΠΑΣΟΚ» παρευρέθηκε το σύνολο των δελφίνων-κατά καιρούς υποψήφιων για το χρίσμα του προέδρου και των κορυφαίων στελεχών των αλήστου μνήμης πράσινων διεφθαρμένων αντιλαϊκών διακυβερνήσεων.
Ωστόσο, το κλίμα ευφορίας και επανασυσπείρωσης που φιλοτέχνησαν όλοι αυτοί από κοινού με τα συστημικά ΜΜΕ προσδιορίστηκε τελικά από τους αφορισμούς Ανδρουλάκη. Αυτός έκανε λόγο «για τους σύγχρονους γενίτσαρους που επέλεξαν να εγκαταλείψουν την παράταξη από την εξουσιομανία τους, δεν έχουν και δε θα έχουν καμιά θέση ανάμεσά μας». Τη σκυτάλη πήρε ο Α. Κακλαμάνης κάνοντας λόγο για «βοθρολύματα και ποντίκια».
Οι εν λόγω δηλητηριώδεις αιχμές στρέφονται όχι μόνο κατά όσων μετακόμισαν σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, όπως επιχείρησε κατόπιν εορτής να πείσει η ηγεσία Ανδρουλάκη, αλλά πρωτίστως στοχεύουν στην άνευ όρων πειθήνια συμμόρφωση και υποταγή των εσωκομματικών φατριών υπό την μπαγκέτα του φερέλπιδος αρχηγού του κεντροαριστερού δεκανικιού. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ανδρουλάκης εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία (190 από τα 301 μέλη της νέας κεντρικής επιτροπής).
Κατά τα λοιπά, στο έδαφος του ρευστού πολιτικού σκηνικού ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να διαχωριστεί επικοινωνιακά από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ «που συνειδητά καλλιεργούν τη στρατηγική της έντασης ακόμα και για δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα». Στέλνει μήνυμα στα βασικά οικονομικοπολιτικά κέντρα εξουσίας που επιφυλάσσουν για το μεταμφιεσμένο ΠΑΣΟΚ τον ρόλο του ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων πως «φιλοδοξούμε να είμαστε ένα χρήσιμο κόμμα… δίνουμε τη μάχη του συγκεκριμένου». Ωστόσο στο δια ταύτα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, παρά την πληθωρική δημαγωγία, συμπλέει ανοιχτά (και) στο ζήτημα της ακρίβειας με την κυβερνητική πολιτική της ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης ευρύτατων εργατολαϊκών στρωμάτων, διατυμπανίζοντας ξεδιάντροπα (στα πρότυπα του «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα» του Μητσοτάκη) πως «η δημοσιονομική επέκταση στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση κατά την πανδημική κρίση, είχε σαν αποτέλεσμα “να έχει μείνει από καύσιμα” καθώς δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για την ανακούφιση των πολιτών από την ενεργειακή ακρίβεια».