Οι εκλογές της 7ης Ιούλη πραγματοποιήθηκαν, ενώ συμπληρώνονται σε λίγους μήνες 10 χρόνια από τη λαίλαπα των μνημονίων που έριξαν πάνω στον ελληνικό λαό η ΕΕ και το ΔΝΤ και οι πειθήνιες στα κελεύσματά τους κυβερνήσεις της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Η μνημονιακή περίοδος με καταιγιστικούς ρυθμούς έφερε την Ελλάδα σ’ ένα καθεστώς ασφυκτικότερης κηδεμονίας της από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης και βύθισε την ελληνική κοινωνία σε ένα βάλτο φτώχειας, ανεργίας, διάλυσης των κοινωνικών υποδομών της και μεγαλύτερου χρέους.
Αναπόφευκτα, η μνημονιακή καταιγίδα προκάλεσε εκτεταμένη κοινωνική αναστάτωση και ξεσήκωσε ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις, ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια των μνημονίων, 2010-2012. Οι μεγάλες εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις ταρακούνησαν το κυρίαρχο αστικό πολιτικό σκηνικό δείχνοντας, για μια ακόμα φορά, πως μόνο αυτές μπορούν να ασκήσουν αποφασιστική επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις και όχι οι συζητήσεις στη Βουλή, που αναδείχθηκε σε πρωτοκολλητή των μνημονιακών παραγγελιών της τρόικας.
Κάτω από την πίεση της ευρύτατης αντίθεσης του ελληνικού λαού στα μνημόνια, που εκφράστηκε με μαζικούς εξωκοινοβουλευτικούς αγώνες, το αστικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, με το οποίο η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία επέβαλε την κυριαρχία της στον ελληνικό λαό όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης, το αστικό δικομματικό σύστημα που είχε σαν πυλώνες τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μπήκε σε κρίση και άρχισε να αποσαθρώνεται.
Αυτό αποτυπώθηκε, από τη μια με τη συχνή αλλαγή κυβερνήσεων: η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ, η οποία το 2009 εκλέχτηκε με αυτοδυναμία στη Βουλή, κάτω από το βάρος των συνεπειών του 1ου μνημονίου που ψήφισε οδηγήθηκε σε παραίτηση του Γ. Παπανδρέου το 2011 και στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Παπαδήμο, η οποία ψήφισε το 2ο μνημόνιο. Οι εκλογές του Μάιου του 2012 δεν έβγαλαν κυβέρνηση και επαναλήφθηκαν τον Ιούνιο του 2012 με κατάληξη το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, με πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά. Τον Ιανουάριο 2015 γίνονται πρόωρες εκλογές όπου βγαίνει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ και φτιάχνει κυβέρνηση συνεργασίας με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Οι πολιτικές συνέπειες της ψήφισης του 3ου μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οδηγούν σε νέες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015, που σχηματίζουν (με μικρότερο εκλογικό ποσοστό) πάλι κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με τις εκλογές του 2019 έχουμε νέα αλλαγή κυβέρνησης, με τη ΝΔ να κερδίζει αυτοδυναμία στη Βουλή.
Συνοπτικά, από το 2009 έως το 2019 έχουμε 6 εκλογικές αναμετρήσεις και 6 αλλαγές κυβερνήσεων. Αριθμός που, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η κανονική κυβερνητική θητεία είναι 4ετής, δείχνει την κυβερνητική αστάθεια που επικρατεί τα χρόνια των μνημονίων.
Η πολιτική κρίση αυτών των χρόνων αποτυπώνεται και στα ποσοστά που παίρνουν τα κόμματα, αλλά και στον αριθμό νέων κομμάτων που παίρνουν μέρος στις εκλογές αυτή την περίοδο.
Το ΠΑΣΟΚ από το 43,92% που συγκεντρώνει στις εκλογές του 2009, καταρρέει και μετά τρία χρόνια παίρνει 13,18% στις εκλογές του Μαΐου του 2012, 12,28% τον Ιούνιο του 2012, μόλις 4,68% στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και 6,29% τον Σεπτέμβριο του 2015.
Η ΝΔ από το 33,47% του 2009 πέφτει το Μάιο του 2012 στο 18,85%, τον Ιούνιο του 2012 στο 29,66%, τον Ιανουάριο του 2015 στο 27,81% και τον Σεπτέμβριο του 2015 στο 28,09%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απο 4,6% του 2009, επενδύοντας σε αντιμνημονιακή συνθηματολογία και προβάλλοντας το “σχέδιο της κυβέρνησης της Αριστεράς”, ανεβάζει το εκλογικό ποσοστό του στο 16,79% το Μάιο του 2012, στο 26,89% τον Ιούνιο του 2012, και το 2015 στο 36,34% (εκλογές Ιανουαρίου) και στο 35,46% (εκλογές Σεπτεμβρίου).
Τρία χαρακτηριστικά μπορούμε να σημειώσουμε αυτή την περίοδο: Πρώτο, ότι το εκλογικό ποσοστό του δικομματισμού, το άθροισμα δηλαδή των εκλογικών ποσοστών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, από το 77,39% που ήταν το 2009 (τα προηγούμενα χρόνια ήταν και μεγαλύτερο, από 79, 94% μέχρι και 86,53%) τον Μάιο του 2012 έχει καταρρεύσει κάτω απο το μισό του, στο 35,64%, στο χαμηλότερο μεταπολιτευτικό ποσοστό του. Αξίζει να υπογραμμισθεί ξανά, ότι αυτό γίνεται ενώ έχουν προηγηθεί (2010-2012) μεγάλες εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις του λαού.
Το ποσοστό αυτό άρχισε να ανακάμπτει, όταν από το Μάιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (τότε το δικομματικό εκλογικό ποσοστό ανέρχεται στο 56,55%), οπότε και αρχίζει, ουσιαστικά, να παίρνει τη θέση του ΠΑΣΟΚ στο αστικό πολιτικό σκηνικό. Στις φετινές βουλευτικές εκλογές ανέβηκε στο 71,38%,
Δεύτερο, ότι η κατάρρευση του εκλογικού ποσοστού του δικομματισμού συνοδεύεται και από την εμφάνιση σε εκλογικές αναμετρήσεις μιας πλειάδας μικρότερων αστικών κομμάτων (ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, ΑΝΕΛ, ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ, ΠΟΤΑΜΙ, Δημοκρατική Συμμαχία ,ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ, ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ του Γ. Παπανδρέου, Ελληνική Λύση κλπ..), που δείχνουν ένα αστικό πολιτικό σύστημα να πολυδιασπάται από την κρίση του και ταυτόχρονα να επιχειρεί, με δημιουργία μικρότερων κομμάτων, εν πολλοίς συγκροτούμενων από δυναμικό προερχόμενο από τα μεγάλα αστικά κόμματα, να διαχειριστεί αυτή την κρίση του. Τα κόμματα αυτά δεσμεύουν αθροιστικά περίπου έως και εκλογικό ποσοστό 18-20% που διαρρέει, κυρίως, από τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα των μεταπολιτευτικών δεκαετιών, από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ.
Τρίτο, η είσοδος στην περίοδο των μνημονίων θα σημάνει και μια σταδιακή ποσοστιαία πτώση της συμμετοχής στις εκλογές. Αν το 2000-2009 η εκλογική συμμετοχή κυμάνθηκε πάνω από το 70%, το 2012-2015 θα κινηθεί από το 65,12% και κάτω, ενώ από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2012 θα υποχωρήσει κάτω από το 60% (56,16% το Σεπτέμβριο του 2012, 57,92% το 2019). Η κλιμακωτή αύξηση της εκλογικής αποχής στα 9 χρόνια των μνημονίων, έχει διάφορες αφετηρίες. Ανάμεσα σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η απογοήτευση του κόσμου απο την πολιτική των κυβερνώντων κομμάτων και η επιλογή της αποχής, ως έκφραση αποδοκιμασίας της κυρίαρχης πολιτικής, κάτι που δείχνει με ευκρίνεια το παραπέρα μεγάλωμα της αποχής στις εκλογές που ακολούθησαν μόλις ένα μήνα μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιούλη του 2019 κατέγραψαν πιο ισχυρά την αρχιτεκτονική του αστικού πολιτικού σκηνικού, που προωθήθηκε μετά και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Αν τον Ιανουάριο του 2015 τα δύο μεγάλα κόμματα του αστικού σκηνικού, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκέντρωσαν το 64,15% του εκλογικού σώματος, στις εκλογές της 7ης Ιούλη αυτό το εκλογικό ποσοστό αναρριχήθηκε μέσα από εκβιασμούς και πλαστά διλήμματα στο 71,38%. Αν και το ποσοστό αυτό υπολείπεται των υψηλών του δικομματισμού, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που τις δεκαετίες του 1990 και 2000 ήταν γύρω στο 80% ή και παραπάνω, ωστόσο δείχνει καθαρά την αναστήλωση ενός νέου δικομματισμού με πυλώνες το κόμμα της Δεξιάς ξανά και του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Η αναστήλωση αυτή συμβαδίζει με την «απόσυρση» και τον εκτοπισμό από τη Βουλή μικρότερων κομμάτων (ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, ΑΝ.ΕΛ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων), αφού αυτά επιτέλεσαν τον ρόλο τους για τη στήριξη του αστικού συστήματος στη χρονική περίοδο της έξαρσης της πολιτικής κρίσης του, είτε ως αναχώματα για να μην πάει αριστερά το εκλογικό σώμα που έφευγε απο τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα είτε ως φασιστικό και ναζιστικό φόβητρο για τις λαϊκές μάζες που εξεγείρονταν ενάντια στη μνημονιακή πολιτική.
Τώρα, το αστικό σύστημα για την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής ανορθώνει ξανά τον δικομματισμό, ως πιο αποτελεσματικό τρόπο διακυβέρνησης, έχοντας βρει γι’ αυτήν την προσπάθειά του το κατάλληλο στήριγμα: τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ίδια η ζωή απέδειξε πως η καλύτερη και η μεγαλύτερη εφεδρεία του καθεστώτος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της κυριαρχίας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης για να συνεχίσει να ασκεί την αντιλαϊκή πολιτική, σε συνθήκες φθοράς των προγενέστερων πυλώνων του, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με αντιμνημονιακή μάσκα και ψευδεπίγραφη ταμπέλα της Αριστεράς, παραπλάνησε και τράβηξε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου, που συνθλίβεται από τις μνημονιακές συμπληγάδες, σε ένα δρόμο που αντί να τον βγάλει από αυτές του πρόσθεσε και άλλες. Τον τράβηξε από το δρόμο της εξωκοινοβουλευτικής κινητοποίησής του, μπολιάζοντάς τον με την απατηλή προσμονή της κοινοβουλευτικής ανατροπής των μνημονίων, στην οποία ειδικά ο κόσμος που τα προηγούμενα χρόνια ακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ ή και τη ΝΔ, γαλουχημένος μέσα σε κοινοβουλευτικές απάτες για τη λύση των προβλημάτων του, ήταν πολύ ευάλωτος. Ο κόσμος αυτός, εξαπατημένος, αντίκριζε τον ΣΥΡΙΖΑ ως «Αριστερά» και όταν τα έργα και οι ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ του έδειξαν ότι και αυτός προσέφερε «μια από τα ίδια» -που μεταφράστηκε με την άμεση και έντονη παρέμβαση της προπαγάνδας της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ στο ότι η «Αριστερά» δεν του δίνει τίποτα διαφορετικό – τότε η επιστροφή προς τα εκεί που βρίσκονταν επί χρόνια δρομολογήθηκε με τους εκβιασμούς και τα ψεύτικα διλήμματα, τα γνωστά και από τα χρόνια των δικομματικών «μονομαχιών» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ανακόψει αυτή την αλλαγή κατεύθυνσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων που τον ψήφισαν το 2012 και ακόμα περισσότερο το 2015, σείοντας την απειλή και το φόβο της επανόδου της Δεξιάς, ενέτεινε την πόλωση και οδήγησε στην παγίδευση, τελικά, του μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού σώματος στα δύο μεγάλα κόμματα που συγκέντρωσαν το 71,38% των ψήφων, ενώ αν συνυπολογιστεί και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ που αυξήθηκε κατά 2% περίπου (από 6,29% το 2015 στο 8,1%), το 79,48% των ψήφων εγκλωβίστηκε στα κόμματα που ψήφισαν και στηρίζουν τη μνημονιακή πολιτική.
Ωστόσο, και με αυτό το μεγάλο ποσοστό των ψήφων στα μνημονιακά κόμματα, δεν πρόκειται το αστικό σύστημα να διασφαλίσει καμία ευστάθεια, καθώς βαδίζει πάνω στο ναρκοπέδιο της φτώχειας και της ανεργίας, το οποίο με τη ΝΔ στο κυβερνητικό τιμόνι θα γίνει πιο εκρηκτικό.
Το μεγάλο ζητούμενο στην περίοδο της αντιδραστικής Νεοδημοκρατικής κυβέρνησης που ξεκίνησε, είναι να μπορέσει να κινητοποιηθεί μαζικά και να οργανωθεί ο λαός μας απέναντι στα νέα αντιλαϊκά χτυπήματα, χωρίς να ξαναπαγιδευτεί από την αντιπολιτευτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συνέβαινε και παλιότερα με το ΠΑΣΟΚ. Να μπορέσει να βαδίσει στον ανεξάρτητο από την επιρροή των αστικών κομμάτων δρόμο του μαζικού εξωκοινοβουλευτικού αγώνα, το μόνο που μπορεί να δώσει διέξοδο στα προβλήματά του, συνδεόμενος με μια πραγματικά αριστερή πολιτική.