Η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση της ΝΔ έχει φέρει την Ελλάδα σε μια από τις χειρότερες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Η Ελλάδα στις 29/3 βρέθηκε στην 26η χειρότερη θέση ανάμεσα στις 227 χώρες του πλανήτη, των οποίων τα στοιχεία διαθέτει ο ΠΟΥ. Με μόνη προοπτική να βρεθεί σε ακόμη χειρότερη! Σύμφωνα πάντα με αυτούς τους δείκτες, η Ελλάδα με 2.651 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού έχει αφήσει πίσω της χώρες όπως είναι το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία, που ειδικά στο πρώτο κύμα της πανδημίας έγιναν συνώνυμα του θανάτου και του τρόμου. Ούτε λόγος βέβαια για τη Σουηδία (1.772 νεκροί ανά εκατομμύριο), που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές σαν αντιπαράδειγμα από τους άριστους της κυβέρνησης, όταν επέβαλλαν τις δρακόντειες απαγορεύσεις, κάθε είδους αντιεπιστημονικό περιοριστικό μέτρο, πρόστιμα και ανελέητη καταστολή.
Αυτή ήταν η αναπόδραστη εξέλιξη μιας πολιτικής που πρόβαλε την αστυνομοκρατία ως απάντηση σε έναν ιό! «Η αστυνομία στον καιρό της πανδημίας είναι το ΕΣΥ μας» διακήρυξε στις 6/11/2020 ο Χρυσοχοΐδης! Ήταν τότε που η κυβέρνηση της ΝΔ, βλέποντας την πανδημία σαν ευκαιρία, επιχείρησε να επιβάλει ένα βαθιά αντιδραστικό καθεστώς ζόφου και τρομοκρατίας, με απαγορεύσεις συναθροίσεων «άνω των τριών ατόμων» και απαγόρευση κυκλοφορίας μετά την 9η ή και την 6η απογευματινή! Δυστυχώς όμως, για όλους όσοι προσαρμόστηκαν, συμμορφώθηκαν ή -ακόμα χειρότερα- πίστεψαν την ολέθρια κυβερνητική προπαγάνδα, οι ιοί δεν αντιμετωπίζονται με αστυνομίες, πρόστιμα και απαγορεύσεις. Αν ήταν έτσι, η Ελλάδα -έχοντας υποστεί ένα από τα πιο σκληρά σε μέτρα και διάρκεια lockdown παγκοσμίως- θα είχε λύσει το πρόβλημα ή τουλάχιστον θα βρισκόταν σε μια καλύτερη θέση.
Οι πανδημίες αντιμετωπίζονται μόνο από ισχυρά δημόσια συστήματα υγείας. Όμως η κυβέρνηση ακόμη και σήμερα, πίσω από το δόγμα της ατομικής ευθύνης, τη διαρκή στοχοποίηση και το διχασμό, συνεχίζει -σχεδόν ανενόχλητη- την πολιτική της κατεδάφισης του ΕΣΥ και της ιδιωτικοποίησης του χώρου της υγείας. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα δημόσια νοσοκομεία, μετά από δύο χρόνια στα οποία εντείνεται η υποχρηματοδότηση και η με κάθε τρόπο υπονόμευσή τους, μαρτυρά τις εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες. Σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ 17.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ! Για την ακρίβεια, στις περισσότερες περιπτώσεις στην αναμονή για την εντατική. Αυτό έχει συμβεί στη χώρα που η κυβέρνηση και οι ειδικοί της διακήρυξαν ότι «δεν χρειάζονται ΜΕΘ, χρειάζεται να επικρατήσει ο φόβος» (Βασιλακόπουλος, 10/2020). Όλα αυτά έχουν συμβεί στη χώρα του Κυριάκου, που το 2020 τα πληρωμένα παπαγαλάκια του τον βάφτισαν Μωυσή! Τώρα μπροστά στο κυβερνητικό έγκλημα διαβάζουν αμέριμνοι… αριθμούς.
Χτυπάνε ασταμάτητα το ΕΣΥ
Τώρα τα νοσοκομεία καταρρέουν, η νοσηρότητα και η θνητότητα παρουσιάζονται τραγικά αυξημένες και ο ελληνικός λαός μετράει καθημερινά τεράστιες απώλειες από covid αλλά και από κάθε άλλη ασθένεια. Δεν μπορεί πλέον να τηρηθεί κανένα πρωτόκολλο ασφαλούς λειτουργίας και οι δομές υγείας έχουν μετατραπεί σε εστίες διασποράς μικροβίων. Οι γιατροί που στην αρχή παρουσιάστηκαν ως ήρωες, εργάζονται εξουθενωμένοι, χωρίς τα στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας και είναι τώρα αυτοί που στοχοποιούνται και λοιδορούνται για κάθε πρόβλημα. Η κυβέρνηση, ανάλγητη και αδιάφορη απέναντι σε όλα αυτά, πίσω από μια προκλητική προπαγάνδα περί ενίσχυσης του ΕΣΥ, παράλληλα με τις τεράστιες περικοπές από τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων τα μετατρέπει από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ (ΝΠ ιδιωτικού δικαίου), προχωρώντας γοργά στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της υγείας.
Σε μια πολύ κρίσιμη φάση, επεκτείνει τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), εισάγει τους ιδιώτες γιατρούς στο ΕΣΥ, την ίδια στιγμή που εγκαινιάζει την κατάργηση της μονιμότητας των γιατρών του δημοσίου, δημιουργώντας νέα αντικίνητρα για την υπηρέτηση σε δημόσια νοσοκομεία. Επεκτείνει την ιδιωτικοποίηση, με το θεσμό των επ’ αμοιβή απογευματινών χειρουργείων, τα οποία σε λίγο καιρό -όπως συνέβη και με τα εξωτερικά ιατρεία- θα είναι μονόδρομος για τους ασθενείς και στο δημόσιο. Σε αυτά τα δύο χρόνια όχι απλά δεν αναπλήρωσε τις συνταξιοδοτήσεις με προσλήψεις, αλλά κρατάει εκτός ΕΣΥ -κατά παράβαση κάθε λογικής- τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς και αρνείται να προχωρήσει στη μονιμοποίηση ή ανανέωση των συμβασιούχων. Το ΕΣΥ, κόντρα στις προπαγανδιστικές ανοησίες, αποδυναμώνεται κάθε μέρα από το στοιχειώδες προσωπικό που του είχε απομείνει μετά από τα 10 μνημονιακά χρόνια. Πάνω στα ερείπια των δημόσιων νοσοκομείων, η «λύση» της επέκτασης του ιδιωτικού τομέα έρχεται σαν ώριμο φρούτο.
Κηρύσσουν τη «λήξη» με την ίδια αλλοπρόσαλλη πολιτική
Η κυβέρνηση, μπροστά και στην έναρξη της τουριστικής σεζόν, για μια ακόμη φορά βιάζεται να κηρύξει τη «λήξη» της πανδημίας. Μια «λήξη» που πολλοί κυβερνητικοί και ειδικοί σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν ότι έχει… ημερομηνία λήξης το προσεχές φθινόπωρο. Μια «λήξη» με 50 και 60 θανάτους ημερησίως και με το διαλυμένο ΕΣΥ να πιέζεται αφόρητα. Πρόκειται για αυτά ακριβώς τα γεγονότα πάνω στα οποία στοιχειοθέτησαν και επέβαλαν τα αιματηρά lockdown. Την πίεση του ΕΣΥ και τους θανάτους.
Τα επιχειρήματα και τα μέτρα για το νέο κυβερνητικό αφήγημα, όπως πάντα αντιφατικά και αλλοπρόσαλλα. Τώρα παρουσιάζουν τους 50 νεκρούς τη μέρα σαν μια φυσιολογική εξέλιξη. Τη μια τους αποδίδουν στο μικρό ποσοστό εμβολιασμών και την επόμενη ακριβώς «επιχειρηματολογούν» για την άρση των μέτρων, λέγοντας ότι οι εμβολιασμένοι με τους νοσήσαντες ξεπερνούν το 90% (Μαγιορκίνης). Όπως και να έχει, ένα είναι βέβαιο. Για την αντιμετώπιση της πανδημίας δεν αρκούν μόνο τα εμβόλια. Το κυβερνητικό αφήγημα εργαλειοποίησης του εμβολίου απαντήθηκε από την ίδια τη ζωή. Χωρίς την αναγκαία ενίσχυση του ΕΣΥ και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, χωρίς οργανωμένους δωρεάν ελέγχους (τεστ) για την επιδημιολογική επιτήρηση, χωρίς πραγματικά μέτρα πολιτικής προστασίας σε σχολεία, ΜΜΜ, χώρους εργασίας κλπ, οι εξάρσεις του κορονοϊού θα διαδέχονται τις υφέσεις. Και οι κίνδυνοι της πανδημίας -όπως αρχικά τους όρισαν- θα παραμένουν.
Την ίδια στιγμή που προχωρούν στην άρση των μέτρων, την ίδια στιγμή που συζητούν την άρση του διχαστικού πιστοποιητικού εμβολιασμού και των περιορισμών σε ανεμβολίαστους, την ίδια στιγμή ανανεώνουν και συντηρούν το απαράδεκτο μέτρο των αναστολών εργασίας των υγειονομικών. Η υποχρεωτικότητα και οι αναστολές, όπως αποδείχθηκε, δεν είχαν κανένα απολύτως υγειονομικό περιεχόμενο. Επιβλήθηκαν για να αναπαράγουν το αφήγημα της ατομικής ευθύνης, για να μεταθέσουν τις κυβερνητικές ευθύνες, να δημιουργήσουν αποδιοπομπαίους τράγους και να τροφοδοτήσουν τον κοινωνικό αυτοματισμό. Για να εδραιώσουν την πολιτική της πειθάρχησης, να χτυπήσουν τις εργασιακές σχέσεις, να αποδυναμώσουν ακόμα περισσότερο το ΕΣΥ αφαιρώντας προσωπικό σε μια πολύ κρίσιμη φάση. Τώρα, με δεδομένο ότι χιλιάδες τριπλοεμβολιασμένοι υγειονομικοί νοσούν και μεταδίδουν τον ιό, η κυβέρνηση βρίσκεται σε δύσκολη θέση για να συνεχίζει τη βάρβαρη επιλογή της. Άλλωστε, όσοι από αυτούς δεν έκαναν την τρίτη δόση, παρά το γεγονός ότι με βάση το πρωτόκολλο θεωρούνται ανεμβολίαστοι συνεχίζουν να εργάζονται με rapid τεστ. Ειδικά όταν προδικάζουν την κατάργηση των πιστοποιητικών ή ακόμη και το πέρασμα από την πανδημική στην ενδημική φάση, η διατήρηση των αναστολών και η καταδίκη χιλιάδων υγειονομικών επί της ουσίας σε απολύσεις και φτώχεια αποδεικνύεται ότι δεν έχει τον παραμικρό υγειονομικό στόχο.
Η ολιγωρία του συνδικαλιστικού κινήματος
Δυο χρόνια μετά, ίσως είναι δύσκολο να προβλεφθεί το πώς θα εξελιχθεί η πανδημία. Μπορεί όμως με βεβαιότητα να προεξοφληθεί η πολιτική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση στο μέλλον, όπως και η αξιοποίησή της για την επιβολή των αντιδραστικών της σχεδιασμών. Και αυτό πρέπει να αποτελέσει βασικό συμπέρασμα για το προοδευτικό και συνδικαλιστικό κίνημα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για την ύπαρξη του δημόσιου συστήματος υγείας.
Δύο χρόνια μετά, έγινε φανερό ότι η εγκληματική κυβερνητική πολιτική που επιβλήθηκε με πρόσχημα την πανδημία βρήκε στηρίγματα και άλλοθι στο σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και στην πλειοψηφία των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά. Και ειδικά οι τελευταίες (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ κλπ) με την ανοχή, τη συμμόρφωση, έως και τη στήριξη που πρόσφεραν κάτω από την πίεση της κυρίαρχης προπαγάνδας, έχουν τεράστιες ευθύνες. Με αυτές τις ευθύνες βαρύνονται οι ίδιες δυνάμεις και για τις θέσεις και τη στάση τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αφού αντιμετώπισαν τα μέτρα των απαγορεύσεων, της καταστολής, του διχασμού και της υποχρεωτικότητας ως υγειονομικά, ουσιαστικά αποδυνάμωσαν την πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και επί της ουσίας εγκατέλειψαν τον αγώνα για την αναγκαία ενίσχυση του ΕΣΥ.
Δυο χρόνια μετά, η κληρονομιά της κυβερνητικής διαχείρισης και της αφομοίωσής της από τις βασικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος είναι η διάλυση του ΕΣΥ και η εμπέδωση της ατομικής ευθύνης. Ο νέος κοινωνικός αυτοματισμός και ο επικίνδυνος διχασμός. Η εξοικείωση με την ιδέα ότι ένα κράτος θα ρίχνει πρόστιμα ή θα καταδικάζει στην ανεργία όσους δεν συμμορφώνονται με τα αυταρχικά μέτρα, την ίδια ώρα που θα κλείνει νοσοκομεία και θα προσφέρει κέρδη και δημόσιο πλούτο στους «επενδυτές». Με τον αυταρχισμό, την πειθάρχηση και την αστυνομοκρατία.
Δυο χρόνια μετά και μπροστά στις πολύ επικίνδυνες εξελίξεις στο ΕΣΥ, οι αντιδράσεις παραμένουν αναιμικές. Ουσιαστικά σε επίπεδο συνδικάτων, έχει μείνει η ΠΟΕΔΗΝ και μερικά πρωτοβάθμια σωματεία από το χώρο της υγείας να παλεύουν ενάντια σε μια καταιγίδα μέτρων, που ξεκινάνε από τις αναστολές και φτάνουν μέχρι την άρση της μονιμότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Η ΑΔΕΔΥ, με 7500 δημόσιους υπαλλήλους σε αναστολή, χρειάστηκε 6 μήνες για να βγάλει απόφαση ενάντια σε αυτό το μέτρο, χωρίς βέβαια να δώσει καμία συνέχεια. Είναι φανερό ότι τα ζητήματα της υγείας και τα αιτήματα των υγειονομικών πρέπει να μπουν επιτακτικά στις διεκδικήσεις του ευρύτερου συνδικαλιστικού και λαϊκού κινήματος.