Τα πυκνά επεισόδια που λαμβάνουν χώρα στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, με τις δυνάμεις της Ελλάδας και της Τουρκίας να βρίσκονται σε μια διαρκή διπλωματική αντιπαράθεση και στρατιωτική κινητοποίηση και με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να παρεμβαίνουν σε όσα διαδραματίζονται, εύλογα προκαλούν μεγάλη ανησυχία. Τα ερωτήματα αν θα γίνει θερμό ελληνοτουρκικό στρατιωτικό επεισόδιο ή και ευρύτερη πολεμική αντιπαράθεση, όπως και γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, απασχολούν έντονα.
Η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο έχει σαν επίκεντρο την ένταση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο, όμως το ξετύλιγμά της δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο μέσα από το στενό πρίσμα των αντιθέσεων των αστικών τάξεων αυτών των κρατών αλλά μέσα από τη συνολική εικόνα των επιδιώξεων και των μεταβολών που έχουν σημειωθεί μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και των περιφερειακών δυνάμεων της περιοχής. Συγκεκριμένα: Η εξασθένηση της δύναμης των ΗΠΑ, ύστερα από δύο δεκαετίες κατακτητικών πολέμων στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια, η ενίσχυση των θέσεων της Ρωσίας στην ίδια περιοχή, η ισχυρή ανάπτυξη της δύναμης της Κίνας και η ορμητική της είσοδος στην παγκόσμια αρένα μέσα και από τον μεγάλο διάδρομο που αποτελεί η Ανατολική Μεσόγειος, η προσπάθεια της ΕΕ με τα εσωτερικά προβλήματά της να κρατήσει το ρόλο παγκόσμιας δύναμης, βλέποντας την Ανατολική Μεσόγειο ως τη “θάλασσά της”, (σύμφωνα με τη πρόσφατη Ρωμαιοαυτοκρατορική έκφραση “Μάρε Νόστρουμ” που χρησιμοποίησε ο Μακρόν) είναι οι ισχυροί παράγοντες που διαμορφώνουν τις εξελίξεις και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου έχει αποτελέσει ένα νέο παράγοντα ανάπτυξης των αντιθέσεων και των εντάσεων στην περιοχή, καθώς ο έλεγχος και η εκμετάλλευσή τους πρόσθεσε ένα ακόμα πεδίο ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των κρατών της περιοχής, που συνδέεται άμεσα με ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών και άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, γεγονός που έχει οξύνει περισσότερο την ελληνοτουρκική διένεξη.
Αύξηση των Τούρκικων προκλήσεων
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, η Τουρκία -έχοντας αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη τα προηγούμενα χρόνια- επιδιώκει να προωθήσει τις ιδιαίτερες εξωτερικές επιδιώξεις της χρησιμοποιώντας τη δύναμή της και ελισσόμενη ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ξεδιπλώνει μια επεκτατική πολιτική, που την έχει με σαφή τρόπο διακηρύξει η κυβέρνηση Ερντογάν, μιλώντας για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης και θέτοντας, έτσι, ανοικτά ζήτημα αλλαγής συνόρων με τις γειτονικές χώρες της. Δηλαδή, επέκτασης της Τουρκίας στα εδάφη και τις θάλασσες των γειτονικών χωρών της.
Η διακήρυξη της Τούρκικης κυβέρνησης δεν μένει στα λόγια. Από ό,τι έχει δείξει η ζωή προωθείται με πράξεις οι οποίες, ήδη, αποτυπώνονται στην κατάληψη εδαφών της Συρίας και του Ιράκ, στην αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία Τούρκικου στρατού στη Λιβύη, χωρίς, βέβαια, να ξεχνούμε και την συνεχιζόμενη επί δεκαετίες κατάληψη της Βόρειας Κύπρου από τον Τούρκικο στρατό.
Η επεκτατική πολιτική ξεδιπλώνεται και με αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που εκτείνονται σε μια μεγάλη γκάμα (χωρικά ύδατα της Ελλάδας, εναέριος χώρος, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, εδαφική κυριαρχία νησιών κλπ) την οποία η Τουρκία συνεχώς επιδιώκει να τη διευρύνει και να δημιουργεί ένα όλο και μεγαλύτερο πακέτο “διαπραγμάτευσης” ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αυξάνοντας την πίεση προς την ελληνική πλευρά. Αμφισβητήσεις τις οποίες προβάλλει όχι μόνο διπλωματικά, αλλά προσπαθεί να τις επιβάλει και πρακτικά, όπως έκανε με τη “γκριζοποίηση” των Ιμίων ύστερα από το γνωστό επεισόδιο και, όπως -ακόμα πιο προκλητικά και σε μεγάλη έκταση- επιχειρεί με τη σύναψη του τουρκολυβικού μνημονίου οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, το οποίο αποτελεί ωμή παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας και καταπατά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας σε όλο τον άξονα από τα Δωδεκάνησα ως την Κρήτη.
Σε συνέχεια αυτής της πράξης, ως γνωστό, η Τουρκική κυβέρνηση κατέθεσε στον ΟΗΕ συντεταγμένες που εκφράζουν διεκδικήσεις της δυτικά του 28ου Μεσημβρινού, από το χώρο της Ρόδου ως τις ανατολικές ακτές της Κρήτης, με στόχο να περιοριστούν τα δικαιώματα της Κρήτης και των Δωδεκανήσων στα χωρικά ύδατα.
Προχωρώντας ακόμα παραπέρα, η Τουρκία επιδιώκει να δημιουργήσει μια κατάσταση ντε φάκτο δικής της κυριαρχίας σε θαλάσσιες περιοχές που έχει κυριαρχικά δικαιώματα η Ελλάδα, δεσμεύοντας αυτές τις περιοχές για σεισμικές έρευνες και προαναγγέλλοντας ότι θα προχωρήσει και σε γεωτρήσεις. Ταυτόχρονα πραγματοποιεί γεωτρήσεις στην υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ της Κύπρου, ενώ τούρκικα δημοσιεύματα αναφέρουν σχέδιό της να εγκαταστήσει στρατιωτική ναυτική βάση στη Βόρεια Κύπρο.
Οι διαδοχικές τουρκικές προκλήσεις έχουν ανεβάσει στα ύψη το θερμόμετρο της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, όπου η αντιπαράταξη πολεμικών ναυτικών πλοίων της Ελλάδας και της Τουρκίας έχει φτάσει σε βαθμό να γίνονται “επακουμβήσεις” πολεμικών σκαφών, ενώ οι υπερπτήσεις τούρκικων πολεμικών αεροπλάνων σε ελληνικά νησιά και οι παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου έχουν πληθύνει ανησυχητικά.
Αν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά τις κυβερνητικές απειλητικές δηλώσεις που γίνονται καθημερινά σχεδόν και τις κινήσεις όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τζαμιά, αντιλαμβάνεται την εξαιρετικά επικίνδυνη ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί και που, όσο θα απλώνεται, θα φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο ρόλος του διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα
Στην ελληνοτουρκική ένταση η στάση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα, πρώτα απ’ όλα των ΗΠΑ και της ΕΕ προς τις οποίες απευθύνονται οι ελληνικές κυβερνήσεις, αναζητώντας “στήριξη” απέναντι στους “τούρκικους εκβιασμούς”, παραμένει στις συντεταγμένες που κινούνταν πάντα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τα θέματα που τον απασχολούν όσον αφορά την ελληνοτουρκική ένταση, όπως δείχνουν οι επανειλημμένες δηλώσεις εκπροσώπων των ΗΠΑ, είναι “αν περιπλέκει τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ να παρουσιάσει ένα μέτωπο ενόψει των αποσταθεροποιητικών δραστηριοτήτων της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο”(Φίλιπ Ρίκερ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για θέματα Ευρώπης, Ευρασίας) και αν “θα συνεχίσει η Τουρκία να κοιτά προς τη ∆ύση και να παίζει εποικοδομητικό ρόλο διεθνώς, στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο”. Θεωρώντας πως “μόνη ωφελημένη από τη διαμάχη Ελλάδας – Τουρκίας θα ήταν η Ρωσία” ενθαρρύνουν τον διάλογο, αφού “είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ οι σύμμαχοί μας Ελλάδα και Τουρκία και η κρίσιμη για τη συμμαχία μας νότια πτέρυγα της να έχουν μια ειρηνική και αμοιβαία επωφελή σχέση” (Τζέφρι Πάιατ, πρέσβης των ΗΠΑ).
Σε ανάλογο μήκος κύματος και ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χ. Μας δήλωσε πως “η στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ εταίρων του ΝΑΤΟ και γειτόνων δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλά αποτελέσματα”. Ενώ ο Ύπατος Εκπρόσωπος Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ζ. Μπορέλ, χαρακτήρισε (όπως και οι ΗΠΑ) τις περιοχές ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που παραβίασε η Τουρκία “διαφιλονικούμενα ύδατα” και κάλεσε “να μιλήσουμε με την Τουρκία για όλα”. Η μερικώς διαφοροποιημένη αντίδραση της Γαλλίας συνδέεται με τις ιδιαίτερες Γαλλικές επιδιώξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Τουρκία προβάλλει με αξιώσεις ενοχλητικού ανταγωνιστή και έχει έλθει σε αντιπαράθεση μαζί της και στη Λιβύη.
Χαρακτηριστική και η στάση του ΝΑΤΟ που εμφανίζεται σαν “ουδέτερος παρατηρητής” με τον γενικό γραμματέα του πολύ φειδωλά να μιλά για “συμμαχική αλληλεγγύη” αλλά και να δηλώνει ότι το ΝΑΤΟ είναι έτοιμο να στηρίξει την κυβέρνηση Σάρατζ της Λιβύης, που υπέγραψε το τουρκολυβικό μνημόνιο.
Είναι φανερό ότι για ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ εκείνο που προέχει είναι να μην διαταραχθεί από την ελληνοτουρκική ένταση η “ενότητα” της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ και “να συνεχίσει “να κοιτά η Τουρκία προς τη Δύση”. Οι αμφισβητήσεις και παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων τοποθετούνται στο περιθώριο ή και αγνοούνται. Και υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος γι’ αυτό: το ότι οι ΗΠΑ (όπως και η Ρωσία) από παλιά δεν θέλουν την άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος για τα 12 μίλια στο Αιγαίο, όπου ανεβοκατεβαίνουν τα πολεμικά πλοία τους.
Η θέση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα που καταλήγει να προτείνει “ελληνοτουρκικό διάλογο σε όλα τα ζητήματα” δεν εμποδίζει την Τουρκία να συνεχίζει την επεκτατική της πολιτική. Και κυρίως σαν θέση -που εξισώνει το θύτη με το θύμα- πριμοδοτεί, ουσιαστικά, την επιδίωξη όλες οι τούρκικες αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων να μπουν στην κατηγορία των ελληνοτουρκικών διαφορών και, έτσι, ακόμα και αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας που αμφισβητεί η Τουρκία να μπουν στο παζάρι. Μεταφέρει στην πραγματικότητα μια πίεση πάνω στην ελληνική πλευρά “να τα βρει” κάνοντας παραχωρήσεις για “το καλό της συμμαχίας του ΝΑΤΟ” και των συμφερόντων της “Δύσης”.
Πολύ περισσότερο προεξοφλεί πως αν η Ελλάδα γίνει στόχος Τουρκικής πολεμικής επίθεσης δεν θα πρέπει να περιμένει ότι θα έχει τη στήριξη που προσδοκούν οι κυβερνήσεις της από τους “δυτικούς συμμάχους”. Η ανησυχία αυτή έχει άλλωστε διατυπωθεί και από μερίδα στελεχών του αστικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού, που θεωρούν ότι σε ένα ενδεχόμενο στρατιωτικής αναμέτρησης με την Τουρκία “θα είμαστε μόνοι”…
Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης
Οι αντιδράσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπροστά στις πιέσεις που ασκεί η Τουρκία με την κλιμάκωση των προκλήσεων της αλλά και με πράξεις που πάνε να “γκριζάρουν” και κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα δεν ξεφεύγουν από την πεπατημένη που έχουν ακολουθήσει και οι προγενέστερες κυβερνήσεις. Κινούνται σε δύο άξονες:
Πρώτος άξονας είναι η αγωνιώδης αναζήτηση υποστήριξης από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, που αν και η κυβέρνηση εύσχημα παρουσιάζει σαν “διπλωματικές συμμαχίες της” πίσω τους κρύβουν αντιπαροχές βαθύτερης εξάρτησης και εκμετάλλευσης της χώρας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που οι συνέπειες τους θα φανούν μελλοντικά. Υπό αυτόν τον άξονα των “διπλωματικών συμμαχιών” μπαίνουν και οι τυχοδιωκτικές συνεργασίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο που τελούν κάτω από αμερικάνικη εποπτεία και τις οποίες “βαθαίνει” ο Κυρ. Μητσοτάκης υπολογίζοντάς τες σαν αντίβαρο στην Τουρκική πίεση.
Δεύτερος άξονας η τροχοδρόμηση μιας πολιτικής η οποία ανοίγει την πόρτα των υποχωρήσεων και της συνδιαλλαγής με την Τουρκία για ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και ακολουθεί τις ράγες “διαλόγου σε όλα” που υποδείχνει ο διεθνής ιμπεριαλιστικός παράγοντας. Η πολιτική αυτή έχει διατυπωθεί από τον Κυρ. Μητσοτάκη ως μήνυμα προς την Τουρκία, ότι “εμείς είμαστε πάντοτε ανοιχτοί σε διάλογο με την Τουρκία, στο ζήτημα που έχουμε στο τραπέζι και είναι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μας. Μπορούμε να συζητήσουμε έντιμα κι αν τελικά συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε, υπάρχουν πάντα τρόποι να μεταφέρουμε το θέμα στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο, στη Χάγη, ύστερα από κοινή συμφωνία για το πώς μπορούμε να λύσουμε αυτό το ζήτημα, αλλά πάντα με απόλυτο σεβασμό στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο”. (υπ. ΛΔ). Αυτή την πολιτική πρότεινε ξανά στη πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για τις συμφωνίες οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο τονίζοντας ότι “είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε με την Τουρκία και να ξαναπιάσουμε το νήμα των διερευνητικών από εκεί που σταμάτησαν το 2016, για το ένα και μοναδικό ζήτημα το οποίο μας απασχολεί, το οποίο είναι ο καθορισμός θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και ναι, αν δεν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε, να καταλήξουμε σε ένα συνυποσχετικό και να πάμε στη Χάγη” (υπ. ΛΔ).
Είναι ευκρινές ότι στο μήνυμα αυτό η κυβέρνηση μετατοπίζει το διάλογο με την Τουρκία από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στην οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών. Συμπεριλαμβάνει, δηλαδή, στον ελληνοτουρκικό διάλογο και το κρίσιμο θέμα του εύρους των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, προσφέροντας ένα διευρυμένο πακέτο διαπραγμάτευσης για τα κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουρκία, υπολογίζοντας ότι αυτό θα διευκολύνει την υπογραφή του συνυποσχετικού που απαιτείται να υπογραφεί και από τα δύο κράτη για να παραπεμφθεί η λήψη απόφασης για την οριοθέτηση όλων των θαλάσσιων ζωνών και όλων όσων συνδέονται με αυτές από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με τη μετατόπιση αυτή δρομολογήθηκε το πρώτο βήμα για μια πολιτική υποχώρησης στην υποστήριξη των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Ακολούθησαν και τα επόμενα που αποτυπώθηκαν στις συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο που εσπευσμένα και με σπασμωδικό τρόπο επεδίωξε να υπογράψει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάτω από την τουρκική πίεση, όπως άλλωστε το παραδέχθηκε και ο ίδιος στη Βουλή λέγοντας πως “είναι γεγονός ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο δημιούργησε άλλα δεδομένα τα οποία έκαναν πιο επείγουσες τις συμφωνίες αυτές”.
Οι συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο
Δεν θα σταθούμε εδώ ξεχωριστά στο περιεχόμενο κάθε μιας από τις συμφωνίες αλλά σε εκείνα τα σημεία τους -ορισμένα είναι κοινά- που δείχνουν πως η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Γιατί αυτές οι συμφωνίες έχουν δώσει ένα αποτέλεσμα που θα λειτουργήσει σαν προηγούμενο για στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Το πρώτο σημείο είναι άσκηση της κυριαρχίας της Ελλάδας στα χωρικά ύδατά της, που όταν υπογράφτηκε η συμφωνία ήταν στα 6 μίλια και τώρα ο Κυρ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε στη Βουλή ότι θα επεκταθεί στα 12 μίλια. Στη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας η κυβέρνηση της ΝΔ αποδέχτηκε να εκχωρήσει δικαιώματα αλιείας στην Ιταλία για τη θαλάσσια περιοχή των 6 -12 μιλίων των ελληνικών χωρικών υδάτων, συναινώντας σε ένα καθεστώς που δίνει δικαιώματα σε τρίτους στα χωρικά της ύδατα.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι στη συμφωνία με την Ιταλία αποδέχτηκε μειωμένη επήρεια για τα Διαπόντια νησιά (70%) και τις Στροφάδες (32%). Το ίδιο έπραξε και με τη συμφωνία με την Αίγυπτο και, μάλιστα, για μεγάλα νησιά όπως η Κρήτη, η Ρόδος, η Κάρπαθος, η Κάσος, στα οποία δίνει περιορισμένη επήρεια και καθόλου επήρεια σε μικρότερα νησιά νότια της Κρήτης.
Το τρίτο σημείο είναι ότι στη συμφωνία με την Αίγυπτο η οριοθέτηση των ΑΟΖ με την Αίγυπτο δεν έγινε με βάση τον κανόνα της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής και η κυβέρνηση της ΝΔ αποδέχτηκε ένα μοίρασμα που αποδίδει στην Ελλάδα το 44% και στην Αίγυπτο το 56%.
Τέλος η συμφωνία με την Αίγυπτο είναι μια μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ που αφήνει εκτός την περιοχή από τον 28ο ως τον 32ο μεσημβρινό.
Εκπτώσεις στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα
Το περιεχόμενο του καλέσματος που απευθύνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην Τουρκία για ελληνοτουρκικό διάλογο για την “οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μας” και παράλληλα οι σχετικές συμφωνίες που υπέγραψε με την Ιταλία και την Αίγυπτο είναι αρκετά εύγλωττες για το πώς αντιμετωπίζει και χειρίζεται τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο αποδεχόμενη το ψαλίδισμά τους και προβαίνοντας σε εκχωρήσεις που αντιβαίνουν και στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Ποια είναι η πολιτική της στην οριοθέτηση της πιο σημαντικής θαλάσσιας ζώνης, των χωρικών υδάτων (χωρική θάλασσα ή αιγιαλίτιδα ζώνη) της Ελλάδας, για την οποία απειλεί η Τουρκία ότι αν ασκήσει η Ελλάδα το δικαίωμα της επέκτασής τους μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως ορίζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, αυτό θα είναι “αιτία πολέμου”;
Είναι γνωστό πως σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας: “Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα δώδεκα ναυτικά μίλια, μετρούμενα από γραμμές βάσεως καθοριζόμενες σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση. Στην περίπτωση που οι ακτές δύο κρατών κείνται έναντι αλλήλων ή συνορεύουν, κανένα από τα δύο κράτη δεν δικαιούται, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας μεταξύ τους, να εκτείνει την χωρική του θάλασσα πέραν της μέσης γραμμής της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσεως από τις οποίες μετράται το εύρος της χωρικής θάλασσας καθενός από τα δύο κράτη”.
Από τις διατάξεις αυτές είναι σαφές πώς καθορίζεται η χωρική θάλασσα αλλά και ότι ο καθορισμός αυτός είναι αποκλειστικό δικαίωμα κάθε κράτους και δεν προκύπτει από διαπραγμάτευση ή συμφωνία με άλλο κράτος. Αυτό ουσιαστικά αποπειράται να ακυρώσει για την Ελλάδα η Τουρκία με την απειλή πολέμου αν η Ελλάδα ασκήσει το δικαίωμα της επέκτασης της χωρικής θάλασσας της ως τα 12 ναυτικά μίλια.
Και τι κάνει τώρα με την πολιτική της η ΝΔ; Προτείνει στο διάλογο με την Τουρκία να συμπεριληφθούν όλες οι θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή, και η οριοθέτηση των χωρικών της υδάτων και έτσι ένα κυριαρχικό δικαίωμα που το ασκεί αποκλειστικά κάθε κράτος το βάζει σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία για να το παραπέμψει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου και εκεί άλλο όργανο θα αποφασίσει για ένα αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια υποχώρηση μπροστά στην Τουρκική πίεση που οδηγεί σε απεμπόληση της άσκησης του δικαιώματος και, τελικά, σε μια απόφαση φαλκίδευσής του που θα πάρουν τρίτοι.
Αυτό το πνεύμα της ενδοτικότητας η κυβέρνηση της ΝΔ το έκφρασε και στη συμφωνία της με την Ιταλία που της εκχώρησε δικαιώματα στα χωρικά ύδατα της αλλά και η απόφασή της να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια μόνο προς το Ιόνιο, αφήνοντας εκτός τη πλευρά του Αιγαίου, όπου η άρνηση άσκησης του ίδιου δικαιώματος, ταυτόχρονα, παραπέμπει σε ένα “γκριζάρισμα” του. Και δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει και την μέγιστη υποκρισία και τον καιροσκοπισμό της ΝΔ, που, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Ιόνιο, την κατάγγειλε ως αντιπολίτευση τότε για “πρωτοφανή επιπολαιότητα γιατί χωρίζει τη χώρα στη μέση και δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να επιμείνει στη γνωστή της θέση ότι στο Αιγαίο δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως το δίκαιο της θάλασσας, διότι δήθεν πρόκειται για ειδική περίπτωση”!
Ποια πολιτική έχει βάλει σε εφαρμογή η κυβέρνηση της ΝΔ για την οριοθέτηση της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας;
Στις συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο αποδέχθηκε μείωση της επήρειας για τα νησιά ακόμα και για τα μεγάλα νησιά όπως Κρήτη και η Ρόδος. Το γεγονός αυτό το υποδέχθηκε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τη δήλωση ότι η αποδοχή αυτή “αποδεικνύει την εγκυρότητα των επιχειρημάτων μας” που δείχνει πώς η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έρχεται να διευκολύνει την Τουρκία στις διεκδικήσεις της.
Ακόμα περισσότερο στη συμφωνία με την Αίγυπτο εγκατέλειψε την οριοθέτηση της ΑΟΖ με βάση τον κανόνα της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής, που ας σημειωθεί νομοθετήθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά. Απέφυγε, επίσης, να οριοθετήσει την ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, όπου συμπεριλαμβάνεται τμήμα της Ρόδου και το Καστελόριζο, εκεί ακριβώς όπου εστιάζει την πίεσή της η Τουρκία και προβαίνει σε προκλήσεις, δείχνοντας με αυτή την πρακτική ότι αποδέχεται ένα ακόμα γκριζάρισμα περιοχής όπου έχει θαλάσσια δικαιώματα η Ελλάδα.
Συνολικά η πολιτική της ΝΔ μπορεί να περιγραφεί ως πολιτική που οδηγεί σε μια έκπτωση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.