Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Κλιμάκωσε με τη σειρά της τα αντιλαϊκά μέτρα αφού εξαπάτησε τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.
Η πολιτική της «ανταμείφτηκε» ανάλογα στην κάλπη των ευρωεκλογών. Φούσκωσε τα πανιά της ΝΔ, που πήρε το προβάδισμα για να γίνει ξανά κυβέρνηση.
ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούν, τώρα, την εξουσία με ψεύτικες υποσχέσεις προς τους εργαζόμενους.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως θα συνεχίσουν την ίδια πολιτική που υπηρετούν και την οποία πληρώνει σκληρά ο ελληνικός λαός.
Η ΝΔ διεκδικεί την εξουσία με δημαγωγίες για «περισσότερες και καλύτερες δουλειές» και για «καλές και σταθερές θέσεις εργασίας».
Αυτές οι υποσχέσεις δεν είναι παρά λόγια συγκάλυψης και εξωραϊσμού της πολιτικής που θα εφαρμόσει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι θα καταπολεμήσει την ανεργία «σαρώνοντας ως οδοστρωτήρας τα εμπόδια που κρατούν δέσμια την επιχειρηματικότητα».
Ως «εμπόδια» είναι πασιφανές ότι εννοεί τα δικαιώματα των εργαζομένων (τις ΣΣΕ, το εργασιακό ωράριο κλπ.).
Ο ίδιος, άλλωστε, έχει δηλώσει, ωμά, πως «η δια βίου απασχόληση», δηλαδή η σταθερή εργασία «ανήκει στο παρελθόν».
Και ότι αυτό που θέλει είναι εργαζόμενους που «να αλλάζουν όχι μόνο δουλειά, αλλά και κλάδους πολλές φορές στον εργασιακό τους βίο».
Έχει δηλώσει κυνικά πως είναι «ξεπερασμένο» το ωράριο «9 με 5, στην ίδια δουλειά και να παίρνει κανείς σύνταξη από την ίδια δουλειά».
Τι θα εφαρμόσει, λοιπόν, μια αυριανή κυβέρνηση της ΝΔ;
- Θα εφαρμόσει ένα εργασιακό καθεστώς περιπλανώμενης εργασίας, με τους εργαζόμενους να κάνουν προσωρινές δουλειές και να βρίσκονται μέσα σε μια διαρκή κατάσταση ανασφάλειας και αναζήτησης εργασίας.
- Θα εφαρμόσει ένα εργασιακό καθεστώς γενικής κατάργησης της 8ωρης ημερήσιας εργασίας και ελαστικοποίησης του ωραρίου των εργαζομένων, αλλά και της 5νθήμερης ή 6ήμερης εργασίας. Άλλωστε ο Κ. Μητσοτάκης ήδη τάχτηκε υπέρ της εφαρμογής 7ήμερης εργασίας την εβδομάδα.
- Θα εφαρμόσει ένα εργασιακό καθεστώς διάλυσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της σταθερής εργασίας μέσα από την “προώθηση νέων τύπων συμβάσεων απασχόλησης” που θα επιβάλουν την “ευέλικτη απασχόληση”.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει σαν κεντρικούς πυλώνες του προγράμματός του την «ανάπτυξη για όλους» και «νέες και ποιοτικές δουλειές με αυξημένους μισθούς».
Υπόσχεται 500.000 νέες θέσεις εργασίας με διάφορες μορφές, όπως για παράδειγμα την «κοινωφελή εργασία», που, στην πραγματικότητα, δεν έχουν καμία σχέση με την «ποιοτική» εργασία.
Δίνει ξανά κούφιες υποσχέσεις στους άνεργους και τους εργαζόμενους με τον ίδιο τρόπο που το έκανε και το 2015, ενώ έχει δεσμευτεί στην ΕΕ ότι θα ασκήσει και στο μέλλον μια πολιτική που ορίζεται αυστηρά από το πλαίσιο της περιβόητης «ενισχυμένης εποπτείας».
Όλα όσα λένε, τώρα, προεκλογικά η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προκλητικός εμπαιγμός για τους εργαζόμενους και τους ανέργους που, χρόνια τώρα, είναι θύματα των αντιλαϊκών πολιτικών της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονταν, πριν γίνει κυβέρνηση, σαν ο εκφραστής των προσδοκιών του εργαζόμενου λαού για τη λύτρωσή του από την πολιτική των μνημονίων και της υποδούλωσης. Γρήγορα ωστόσο έδειξε το πραγματικό περιεχόμενο της πολιτικής του με την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου αλλά και τον ύπουλο ρόλο του, καθώς ήρθε με το μανδύα της Αριστεράς να δικαιολογήσει τα πιο βάρβαρα μέτρα, σπιλώνοντας έτσι τις ιδέες και τους αγώνες της Αριστεράς.
Η περίοδος διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίστηκε από μια σοβαρή υποχώρηση των εργατικών αγώνων και του συνδικαλιστικού κινήματος.
Ενώ στα πρώτα χρόνια της κρίσης ξέσπασαν πολλές απεργίες και κινητοποιήσεις μεγάλης μαζικότητας καθώς και πολλοί μεγάλοι κλαδικοί αγώνες, με το που ανέβηκε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά υποχώρησαν.
Οι τεράστιες αυταπάτες που ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιέργησε για την κατάργηση των μνημονίων και για τον ρόλο της ΕΕ, οδήγησαν σε μεγάλη απογοήτευση και αποστράτευση του κόσμου από τους συλλογικούς αγώνες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά κατάφερε να φυτέψει στη συνείδηση μίας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας απαισιοδοξία και ηττοπάθεια, ενώ παράλληλα αποενοχοποίησε ουσιαστικά την πολιτική της ΝΔ και των άλλων μνημονιακών κομμάτων.
Ανέστησε, επί της ουσίας, την ίδια τη ΝΔ, που σήμερα διεκδικεί τη σκυτάλη για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής.
Η υποχώρηση των εργατικών αγώνων και η κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος στις μέρες μας, ωστόσο, δεν οφείλεται μόνο στις αυταπάτες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πρώτα και κύρια στη στάση των δυνάμεων που ελέγχουν την ηγεσία των ανώτατων συνδικαλιστικών οργάνων, αλλά και των Ομοσπονδιών, των Εργατικών Κέντρων και των σωματείων.
Αυτές οι δυνάμεις και μαζί τους οι δυνάμεις της παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ ασκούν απροκάλυπτα κυβερνητικό και φιλοεργοδοτικό συνδικαλισμό και δεν αποτελούν παρά κανάλια περάσματος της εκάστοτε αντιλαϊκής πολιτικής.
Ευθύνη για την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος έχουν και οι δυνάμεις του ΚΚΕ με τις λαθεμένες κατευθύνσεις που διοχετεύουν στο εργατικό κίνημα, με τις διασπαστικές και διαλυτικές και έξω από ταξικές αρχές αντιλήψεις για το συνδικαλιστικό κίνημα και τις εργατικές κινητοποιήσεις. Ιδιαίτερα στο τελευταίο διάστημα, αυτή η κρίση πήρε ακόμη πιο ανησυχητικές διαστάσεις με γεγονότα όπως η διάλυση συνεδρίων της ΓΣΕΕ ή της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων, τα οποία είχαν ως κατάληξη τον διορισμό προσωρινών διοικήσεων με απόφαση των δικαστηρίων, όπως και το να καλείται από τις μεγάλες παρατάξεις η αστυνομία για να διασφαλίσει τις συνδικαλιστικές διαδικασίες σε συνέδρια Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών!
Όλα αυτά είναι θλιβερές πρακτικές, που όχι μόνο βρίσκονται πολύ μακριά από τους εργαζόμενους, αλλά και τους αποδιώχνουν από τα συνδικάτα.
Είναι πολιτικές ξένες προς το συνδικαλιστικό κίνημα, που οδηγούν στον παραπέρα εκφυλισμό του.
Οι απεργιακοί αγώνες και οι μαζικές συλλογικές κινητοποιήσεις αποτέλεσαν, αποτελούν και θα αποτελούν το μοναδικό μέσο απόκρουσης στα σχέδια της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτός είναι ο λόγος που η άγρια καταστολή και η ποινικοποίηση των απεργιακών κινητοποιήσεων αποτέλεσαν και αποτελούν πάγια πολιτική των κυβερνήσεων της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.
Οι ξένοι και ντόπιοι δυνάστες του λαού και του τόπου γνωρίζουν πολύ καλά τις αστείρευτες δυνάμεις και τις δυνατότητες του οργανωμένου λαϊκού κινήματος, γι’ αυτόν το λόγο επιχειρούν να το αποδυναμώσουν. Γι’ αυτόν το λόγο βάζουν στο στόχαστρο το απεργιακό δικαίωμα.
Αυτό που προβάλλει σήμερα ως μεγάλη αναγκαιότητα είναι η αγωνιστική ανασυγκρότηση ενός εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και η μαζικοποίησή του.
Είναι η πάλη μέσα στα σωματεία ενάντια στη διαλυτική και συμβιβαστική πολιτική του παλιού και νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού, που εκπροσωπούν κυρίως οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, του ΣΥΡΙΖΑ.
Ενάντια, όμως, και στις επιζήμιες πολιτικές και τακτικές που προβάλλουν δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά όπως αυτές του ΠΑΜΕ, αλλά και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ , που ανακαλύπτουν το πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος στα θεσμοθετημένα του όργανα, φαντάζονται απαντήσεις έξω από αυτά, σε άλλα «καθαρά» παραταξιακά κέντρα.
Εμείς λέμε καθαρά ότι τα όσα αρνητικά συμβαίνουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι το αποτέλεσμα των πολιτικοσυνδικαλιστικών συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί.
Η απάντηση δεν βρίσκεται στη διαφορετική πλατεία ή στη δημιουργία άλλων παράλληλων συνδικαλιστικών οργάνων, αλλά στην πάλη για αλλαγή αυτών των αρνητικών συσχετισμών.
Πάλη για την ταξική αγωνιστική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σημαίνει ριζική στροφή στον προσανατολισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ώστε να μπορέσει με συνέπεια, σταθερότητα και αποτελεσματικότητα να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Σημαίνει αλλαγή στην πολιτική, στην τακτική και στην εσωτερική λειτουργία του, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει αγωνιστική κατεύθυνση, αποτελεσματικούς τρόπους δράσης, ζωντανή και δημοκρατική λειτουργία στο εσωτερικό του.
Σημαίνει οικονομική ανεξαρτησία και απαλλαγή από κάθε δικαστικό και κρατικό έλεγχο.
Σημαίνει συνδικαλιστική γραμμή και πρακτική που να μπορεί να συσπειρώνει πλατιές μάζες και να αναδεικνύει τη δύναμή τους.
Η ταξική αγωνιστική ανασυγκρότηση του κινήματος συνδέεται στενά με την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.
Είναι πάνω απ’ όλα βασική προϋπόθεση για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν την αντιλαϊκή πολιτική.
Αυτή που θα εφαρμόσει και η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις 7 Ιούλη.
Για μια τέτοια ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος συνδεδεμένη με την ανασυγκρότηση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος παλεύει το Μ-Λ ΚΚΕ.
Για να στηριχτεί αυτή η πάλη, σας ζητούμε να ψηφίσετε το Μ-Λ ΚΚΕ.