Τα κυβερνητικά μέτρα που περνά η κυβέρνηση καθιερώνουν μέρα με τη μέρα την υπο-απασχόληση ως τη νέα και επικρατέστερη μορφή εργασίας. Με πρόσχημα την πανδημία και τις έκτακτες συνθήκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση, έχει ξεκινήσει από τον Μάρτιο μια άνευ προηγουμένου επίθεση σε κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα – μια επίθεση που τώρα έρχεται να θεσμοθετηθεί.
Μετά τις μαζικές απολύσεις, τις αναστολές συμβάσεων, τη σκληρή και άνευ ωραρίου τηλε-εργασία, τίθενται σε ισχύ διάφορα προγράμματα όπως το «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», που προβλέπει τη δυνατότητα εκ περιτροπής εργασίας με μείωση 50% στα ημερομίσθια, προκειμένου -υποτίθεται- να μην χαθούν θέσεις εργασίας. Έτσι, οι επιχειρήσεις μπορούν να μειώνουν το ωράριο και το μισθό κατά βούληση, με μόνη προϋπόθεση «να εμφανίζουν μείωση του τζίρου τους τουλάχιστον 20%» – ούτε καν, δηλαδή, να εμφανίζουν ζημίες. Ταυτόχρονα, το κράτος επιδοτεί μέρος του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους και, παράλληλα, για να θολώσει τα νερά, ανακοινώνει ψευτο-βοηθήματα για κάποιους μήνες και σε κάποιες κατηγορίες εργαζομένων.
Στην πραγματικότητα, αυτό που επιχειρεί η κυβέρνηση είναι να παρουσιαστεί σαν αρωγός του εργατικού δυναμικού της χώρας, αλλά στην πραγματικότητα καταφέρνει να μετακυλίσει το σύνολο των οικονομικών επιπτώσεων της παρούσας οικονομικής κρίσης για άλλη μια φορά στην πλάτη των εργαζομένων. Την ίδια στιγμή, δίνει το σύνολο των ενισχύσεων στην εργοδοσία, προκειμένου να διατηρήσει τα κέρδη της σε συνθήκες κρίσης και να διατηρήσει ανέγγιχτη την επιχειρηματική της δραστηριότητα.
Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και στην «πολιτισμένη Ευρώπη», όπου οι εργασιακές συνθήκες γίνονται όλο και πιο δυσμενείς. Σε Γαλλία και Γερμανία έχουν ήδη δρομολογηθεί ειδικά προγράμματα αναστολής εργασίας: Kurzarbeit (εργασία μικρής διάρκειας) στη Γερμανία και Chômage Partiel (μερική ανεργία) στη Γαλλία, που σημαίνει μείωση του ωραρίου (και ανάλογη μείωση του μισθού) έως και πλήρης αργία, με εφαρμογή τουλάχιστον και για το 2021. Έτσι, οι επιχειρήσεις προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις, όταν το 10% του εργατικού τους δυναμικού επηρεάζεται από την οικονομική κρίση (πριν προϋπέθετε το 30%).
Πρόκειται για προγράμματα που είχαν δημιουργηθεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα και έχουν εφαρμοστεί αρκετές φορές με αφορμή κάποια οικονομική κρίση -με πιο πρόσφατη τη δημοσιονομική κρίση του 2008-09. Τώρα, στην έξαρση της πανδημίας, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία το ήμισυ του συνόλου των γερμανικών επιχειρήσεων έχει θέσει έστω και ελάχιστους εργαζόμενους σε καθεστώς Kurzarbeit. Στη Γαλλία, οι επιχειρήσεις επιτρέπεται να περικόψουν το ωράριο των εργαζομένων έως και κατά 40% για διάστημα έως 3 ετών. Ανάλογα παραδείγματα έχουν να επιδείξουν οι Ολλανδοί, οι Σκανδιναβοί, αλλά και οι Ισπανοί με το πρόγραμμα ERTE, οι Ιταλοί με το Cassa Integrazione, που ξεκίνησε για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, οι Βρετανοί με το Coronavirus Job Retension Scheme (Σχήμα Διατήρησης των Θέσεων Εργασίας).
Στην Ελλάδα, η υπο-απασχόληση ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα και το παράδειγμα των ισχυρών, αλλά εφαρμόζεται με ακόμα πιο άθλιους όρους: «…ο καθαρός μηνιαίος μισθός του νεοπροσλαμβανόμενου μακροχρόνια ανέργου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ» αναφέρει η ΚΥΑ για το πρόγραμμα των 100.000 επιδοτούμενων θέσεων εργασίας, θέτοντας τις βάσεις για έναν υπερ-κατώτατο μισθό και, συγχρόνως, νομοθετώντας υπέρ της φτωχοποίησης και του εξευτελισμού των εργαζομένων.
Κάτω από τη σκιά του κορονοϊού, οι εργαζόμενοι εξαναγκάζονται σε καθεστώς υποαπασχόλησης και εξευτελιστικής αμοιβής και οι κυβερνήσεις έρχονται με δημόσιο χρήμα (δηλαδή με το χρήμα των φορολογούμενων) να δώσουν ψευτοβοηθήματα για να μη χάσουν οι εργοδότες.
Και αυτό το άθλιο καθεστώς επιδιώκεται να παραμείνει και να παγιωθεί ως “εκσυγχρονισμός της αγοράς εργασίας” και μετά τον κορονοϊό!