Αυτή είναι μία φράση που ακούγεται πολύ συχνά από νέους εργαζόμενους, όταν ανοίγει συζήτηση γύρω από το ασφαλιστικό σύστημα.
Οι αντιασφαλιστικοί νόμοι που περνάνε δεν εγείρουν τα αντανακλαστικά των νέων εργαζομένων, αφενός επειδή το συνδικαλιστικό και λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση, αφετέρου γιατί έχει εμπεδωθεί από τη πλειοψηφία των νέων γενιών ότι η σύνταξη είναι ένα πολύ μακρινό και μάλλον άπιαστο «όνειρο». Άπιαστο και μακρινό γιατί τα 4.500 ένσημα που χρειάζονται για να πάρει κανείς τα ψίχουλα των 348 ευρώ, την κατώτατη δηλαδή σύνταξη (νόμος Κατρούγκαλου), απαιτούν 15 χρόνια δουλειάς με πλήρη ασφάλιση, τη στιγμή που η τεράστια πλειοψηφία των νέων δουλεύει ημιαπασχόληση με ολιγόμηνες συμβάσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, σε συνθήκες αύξησης των ποσοστών μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας, 3μηνων ή 5μηνων και 6μηνων συμβάσεων εργασίας -καθεστώς που δεν αφορά μόνο τον ιδιωτικό αλλά και τον δημόσιο τομέα- είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι για να συμπληρώσει αυτά τα 4.500 ένσημα και να πάρει τα πολυπόθητα 348 ευρώ που στην πραγματικότητα του εξασφαλίζουν ελάχιστα κάτι παραπάνω από το απόλυτο τίποτα, θα χρειαστεί 30, 40 ή 50 ή 60 ή ίσως και παραπάνω χρόνια δουλειάς!
Με αυτή τη πραγματικότητα έρχονται αντιμέτωποι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι οι οποίοι (στο βαθμό που μπορούν) καταλήγουν να στρέφονται σε ατομικές και σίγουρα αδιέξοδες λύσεις όπως ακριβώς είναι αυτές που παρέχουν οι ιδιωτικές ασφαλιστικές.
Η απαισιοδοξία πως «ούτως ή άλλως δεν θα πάρω σύνταξη ποτέ..» κρύβει την επίδραση που έχει ασκήσει η πολιτική της άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου πάνω στους εργαζόμενους. Είναι μια απαισιοδοξία που φαίνεται επιφανειακά να προκύπτει από την ισχύουσα νομοθεσία και τους αριθμούς, που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των νέων θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Προκύπτει, όμως, κατά βάθος και κυρίως από την αίσθηση μιας αδυναμίας αντιμετώπισης των αντιασφαλιστικών νόμων που ανάγονται σε «θέσφατα» τα οποία δήθεν δεν ανατρέπονται. Και η αίσθηση αυτή, αναμφίβολα, συνδέεται με τη μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος και την αποδιοργάνωση του, που εντείνει συναισθήματα ηττοπάθειας.
Το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, που θα κληθούν, με τα σημερινά νομοθετικά δεδομένα, στην ηλικία των 70 και των 80 ετών να επιβιώσουν με 300 και 400 ευρώ χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη, χωρίς να εξασφαλίζεται το δικαίωμα της στέγασης και της σίτισης, δεν θα εξαρτηθεί, όμως, μόνο από αυτούς που νομοθετούν αλλά και από το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Με άλλα λόγια από εμάς τους ίδιους, κυρίως από εμάς τους ίδιους και τους αγώνες που καλούμαστε να δώσουμε από σήμερα.
Το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας που προέβλεπε αξιοπρεπείς συντάξεις, ιατροφαρμακευτική κάλυψη και επιδόματα, που εξασφάλιζε με άλλα λόγια στοιχειώδεις συνθήκες αξιοπρέπειας, δεν χαρίστηκε από καμία κυβέρνηση, κατακτήθηκε με μεγάλους και πολύχρονους αγώνες εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων. Τα ασφαλιστικά ταμεία και τα αποθεματικά τους που καταληστεύονταν διαχρονικά από όλες τις κυβερνήσεις, χτίστηκαν από τον κόπο και των ιδρώτα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι μπορούν να τα ξαναχτίσουν, μπορούν να πάρουν πίσω αυτά που τους ανήκουν με όπλο τον οργανωμένο συλλογικό μαζικό αγώνα.
Χρειάζεται λοιπόν να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση των εργαζόμενων ότι ο αγώνας τους μπορεί να φέρει ανατροπές των αντεργατικών μέτρων και να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Η ιστορία του εργατικού κινήματος το έχει αποδείξει αυτό πολλές φορές. Όταν έγιναν πραγματικοί ενωτικοί μαζικοί αγώνες των εργαζομένων, υπήρξαν νικηφόρα αποτελέσματα. Χρειάζεται, λοιπόν, να παλέψουμε για να ξαναγίνουν τέτοιοι αγώνες.
Τις επόμενες μέρες πάει να ψηφιστεί στη Βουλή άλλος ένας αντιασφαλιστικός νόμος: να μην το επιτρέψουμε, να μη μείνουμε αμέτοχοι!
Η δράση και οι αγώνες των εργαζομένων των άνεργων και των συνταξιούχων σήμερα είναι αυτοί που μπορούν να καθορίσουν το μέλλον! Αυτή η ακριβώς η αλήθεια πρέπει να εμπεδωθεί ως η μόνη διέξοδος στη συνείδηση του ελληνικού λαού και των νέων γενιών!