Μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες υφέσεις και πτώσεις του τζίρου στην ιστορία του βρίσκεται ο ελληνικός τουριστικός κλάδος. Η «ατμομηχανή της οικονομίας», η «βαριά βιομηχανία» της χώρας, μπροστά στην επερχόμενη κρίση φάνηκε πως δεν είναι παρά φτερό στον άνεμο. Και έφτανε η νέα αυτή κρίση για να αποδείξει πως καμία οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται βασικά στον τουρισμό. Φάνηκε, στις συνθήκες αυτές, πως οι προβλέψεις για το ξεπέρασμα των 31 εκατομμυρίων τουριστών και των 18 δισ. ευρώ της περσινής χρονιάς συνθλίφτηκαν στις μυλόπετρες των συνεπειών της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας, η οποία στις συνθήκες αυτές επιτάχυνε τις οικονομικές εξελίξεις, φέρνοντας μια ώρα αρχύτερα την οικονομική κρίση που φαινόταν στον ορίζοντα.
Από την άλλη, ιδιαίτερα δυσοίωνες εξελίξεις επιφυλάσσει το άμεσο μέλλον για τους εργαζόμενους τόσο στον επισιτισμό, όσο και στον τουρισμό. Ιδιαίτερα ο κλάδος του τουρισμού, στη βάση της ύφεσης που θα επιφέρει η επερχόμενη κρίση, αποτελεί έναν από τους κλάδους που θα δεχτεί ιδιαίτερα ισχυρά τα πλήγματα της νέας «κανονικότητας» που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφερθεί πως την 1η Ιούνη, ημέρα ανοίγματος των 12μηνων ξενοδοχείων, άνοιξαν 2 στα 10 ξενοδοχεία, ενώ κάτι αντίστοιχο αναμένεται να συμβεί στις 15 Ιουνίου, οπότε και θα ανοίξουν τα εποχικά καταλύματα και ξενοδοχεία.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, που καθημερινά διακηρύσσει σε όλους τους τόνους πως «διαθέτει οργανωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων στον τουρισμό», ενώ όρισε την 1η Ιούνη ως μέρα ανοίγματος των ξενοδοχείων, μόλις την προηγούμενη μέρα (31 Μαΐου) έδωσε στη δημοσιότητα το πρωτόκολλο λειτουργίας των ξενοδοχειακών μονάδων! Κι ενώ στον κλάδο επικρατεί μεγάλη αγωνία και αναβρασμός, η κυβέρνηση έχει το θράσος να διοργανώνει φιέστες, όπως η παρουσίαση της καμπάνιας για τον τουρισμό «Restart Tourism», κατά την οποία παρουσιάστηκε μια κατάσταση διαμετρικά αντίθετη από αυτή που βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη τη χώρα.
Και αν από τα 8 στα 10 ξενοδοχεία που προσωρινά δεν άνοιξαν ορισμένα καταφέρουν να ανοίξουν στη συνέχεια, πρόκειται και πάλι για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι εργαζομένων του κλάδου που θα κληθεί να αντιμετωπίσει άμεσα το πέταγμα στην ανεργία. Ο τουριστικός κλάδος στη χώρα μας απασχολεί πάνω από 800.000 εργαζόμενους (στοιχεία 2019). Αν κανείς υπολογίσει και τις αρκετές χιλιάδες εργαζομένων που δουλεύουν ανασφάλιστοι -και δε δηλώνονται πουθενά- και τις προβλέψεις για μείωση της τουριστικής κίνησης έως και 80% το καλοκαίρι εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού, μπορεί εύκολα να καταλάβει τι θα σημάνει αυτό για τους εργαζόμενους.
Ήδη αρκετοί εργαζόμενοι απολύθηκαν κατά το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου, όπου και ίσχυσαν τα μέτρα καραντίνας στη χώρα μας, ενώ πάνω από τους μισούς εργαζόμενους (σύμφωνα με υπολογισμούς των σωματείων των εργαζόμενων στον επισιτισμό και τον τουρισμό) που είχαν κλείσει συμφωνίες για να δουλέψουν τη θερινή τουριστική περίοδο κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς δουλειά. Αυτό βέβαια σημαίνει πως δε θα καταφέρουν να μαζέψουν και τα απαραίτητα ένσημα για να μπορέσουν να μπουν στο ταμείο ανεργίας το χειμώνα ή έστω για να διεκδικήσουν το ήδη πετσοκομμένο εποχικό επίδομα που δίνεται το φθινόπωρο.
Είναι δεδομένο πως και οι ιδιοκτήτες των μικρών επιχειρήσεων που στήριζαν σχεδόν ολόκληρο το οικογενειακό τους εισόδημα στην εποχική ενοικίαση δωματίων ή τη λειτουργία τουριστικών μαγαζιών θα πληγούν ιδιαίτερα από την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική που τους φορτώνει εκ νέου όλα τα βάρη της οικονομικής κρίσης. Γιατί φυσικά οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και το τουριστικό κεφάλαιο, αυτοί που χρωστούν στους εργαζόμενους μισθούς δύο και τριών μηνών χαίρουν της πλήρους στήριξης της κυβέρνησης. Αυτοί που κάθε χρόνο βγάζουν αστρονομικά υπερκέρδη στις πλάτες των εργαζόμενων που δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες και με εξοντωτικούς ρυθμούς, με μεροκάματα και μισθούς πείνας, με υπερωρίες και χωρίς πλήρη ασφάλιση, είναι οι μόνοι που δε θα πληγούν παρά ελάχιστα την περίοδο αυτή.
Πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρο πως για την τραγική αυτή κατάσταση που διαμορφώνεται στον κλάδο δεν ευθύνεται ούτε ο κορονοϊός, ούτε από μόνη της η οικονομική κρίση που ερχόταν και επιταχύνθηκε από την πανδημία. Βασικός και κύριος υπεύθυνος είναι η κυβέρνηση της ΝΔ. Γιατί τα επιδόματα πείνας των 534 ευρώ που δίνει στους εργαζόμενους (όσοι βέβαια τα δικαιούνται) δε φτάνουν ούτε καν για την εξασφάλιση των στοιχειωδών όρων διαβίωσης εκείνων και των οικογενειών τους. Γιατί η νομιμοποίηση της εκ περιτροπής εργασίας, της μισής δουλειάς δηλαδή (που ήδη έχει αρχίσει να γίνεται ολόκληρη) για μισό μισθό και η κάλυψη μόλις του 60% του υπόλοιπου μισού από το κράτος, έχει ρίξει τους μισθούς παρακάτω κι απ’ το 20%. Γιατί αφήνει χιλιάδες επιχειρήσεις και εργαζόμενους εντελώς απροστάτευτους και χωρίς την παραμικρή ενίσχυση. Γιατί στις τραγικές αυτές συνθήκες συνεχίζει προκλητικά να στηρίζει μονάχα το μεγάλο κεφάλαιο, τις πολυεθνικές τουριστικές επιχειρήσεις και τους μεγαλοξενοδόχους, στους οποίους «χαρίζει» απλόχερα φοροελαφρύνσεις και «ειδικές» ενισχύσεις. Γιατί δεν έχει διεξαγάγει παρά μηδαμινές έως ελάχιστες έρευνες για τις εκατοντάδες καταγγελίες εργαζομένων για το γεγονός πως οι εργοδότες τους προχώρησαν σε παράνομες απολύσεις και μειώσεις μισθών και μεροκάματων, ενώ ορισμένοι δε δίστασαν να ζητήσουν από τους εργαζόμενούς τους ποσοστό από το έκτακτο επίδομα που τους δόθηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Οι δηλώσεις του γενικού γραμματέα τουρισμού, Κώστα Λούλη, είναι ενδεικτικές για το πώς βλέπει η κυβέρνηση το ζήτημα, αφού τόνισε πως «πρέπει όλοι να καταλάβουν, εργαζόμενοι και επιχειρήσεις, πως δεν είναι το κράτος μια ασφαλιστική εταιρεία που καλύπτει όλους τους κινδύνους και θα αποζημιώσει τους πάντες. Υπάρχουν επιχειρηματίες, παίρνουν τα ρίσκα και είναι μια χρονιά σαν να έχει γίνει πόλεμος». Στη φράση αυτή εμπεριέχεται και το πραγματικό πρόσωπο της κυβέρνησης, η ουσία της αντιλαϊκής-αντεργατικής πολιτικής. «Ο κορονοϊός μας έπληξε όλους και πρέπει όλοι τώρα να βάλουμε πλάτη», αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει η κυβέρνηση στους εργαζόμενους για να δικαιολογήσει με τον τρόπο αυτό τις χιλιάδες απολύσεις και τις περικοπές των μισθών και των μεροκάματων.
Κι αν από τη μία πλευρά η κυβέρνηση της ΝΔ πράττει αυτά στον κλάδο του τουρισμού, η πιστή εφαρμογή των εντολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από αυτήν, αλλά και όλες τις κυβερνήσεις των προηγούμενων χρόνων, είναι που έχει μετατρέψει τη χώρα μας στο «γκαρσόνι της Ευρώπης». Η πολιτική της ΕΕ είναι που επέβαλε το ρήμαγμα της υπαίθρου και τη διάλυση της αγροτικής παραγωγής, το κλείσιμο εκατοντάδων βιομηχανικών μονάδων και τη μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε μία οικονομία που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό. Η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, μπροστά στην επερχόμενη κρίση φάνηκε πως ήταν ένα «παλάτι στην άμμο», μία φούσκα που δεν χρειαζόταν παρά ένας ιός για να ξεφουσκώσει και να δείξει τα πραγματικά της όρια, καθώς και τα όρια της πολιτικής της εξάρτησης και της υποτέλειας στον ιμπεριαλισμό. Οι δηλώσεις Μητσοτάκη πως «…τον Απρίλιο και τον Μάιο ο τουρισμός βρέθηκε στο ναδίρ. Ό,τι πετύχουμε, λοιπόν, φέτος θα είναι κέρδος», αποτελούν πρόκληση προς τους εργαζόμενους του κλάδου και συνολικά τον ελληνικό λαό. Η ουσία, άλλωστε, της κυβερνητικής πολιτικής συμπυκνώνεται στη δήλωση που ακολούθησε την παραπάνω πως «η μαζική απώλεια θέσεων εργασίας δεν σημαίνει παρά διόγκωση των ανισοτήτων».
Δε συμπλήρωσε, βέβαια, ο πρωθυπουργός πως η διόγκωση αυτή των ανισοτήτων που θα επιφέρει η πολιτική της κυβέρνησής του, δεν μπορεί παρά να γεννήσει αντιστάσεις και αγώνες που αργά ή γρήγορα θα ξεσπάσουν.