Όπως έχει γίνει γνωστό από δημοσιεύματα αλλά και από την ίδια την Υπουργό Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, έχουν ήδη ξεκινήσει οι διεργασίες για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών, ενώ αναμένεται να κατατεθεί τροπολογία από το Υπουργείο Εργασίας την 1η Απριλίου 2024. Παράλληλα, όλο και πληθαίνουν τα δημοσιεύματα που μιλούν για αύξηση κοντά στο 5%, «λαμβάνοντας υπόψη τον τρέχοντα πληθωρισμό και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας». Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός θα φτάσει τα 820 ευρώ μικτά (706 ευρώ καθαρά) από τα 780 ευρώ μικτά (672 ευρώ καθαρά) σήμερα, δηλαδή θα υπάρξει μια αύξηση ύψους 34 ευρώ! Έτσι, η κυβέρνηση πανηγυρίζει την «4η διαδοχική αύξηση» του κατώτατου μισθού, λέγοντας ότι προωθεί τον κυβερνητικό στόχο της τετραετίας, που είναι τα …. 950 ευρώ μικτά. Δηλαδή, μια αύξηση του καθαρού κατωτάτου μισθού κατά 34 ευρώ κάθε χρόνο ως το… 2027!
Για να στρωθεί ο δρόμος σε αυτήν την αύξηση -κοροϊδία, στη δημοσιότητα άρχισαν να διοχετεύονται απόψεις οικονομολόγων και “τεχνοκρατών”, οι οποίοι κάνοντας σεκόντο στην κυβέρνηση, επισημαίνουν σε όλους τους τόνους ότι «η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να είναι συμβατή με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας», προτείνοντας αυξήσεις της ευτελούς τάξης του…3,5-3,6%, γιατί αν δοθεί μεγαλύτερη αύξηση ….θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα …«δοκιμασθούν» οι «αντοχές» των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με αυτούς, μια μεγάλη αύξηση μισθών θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών, απολύσεις και τελικά αύξηση της ανεργίας. Με αυτά τα χρεοκοπημένα και πολυμασημένα καπιταλιστικά επιχειρήματα, πίσω από τα οποία καλύπτεται η επιδίωξη της αύξησης των κεφαλαιοκρατικών κερδών με τη μεγαλύτερη συμπίεση των μισθών, επιδιώκεται προπαγανδιστικά να δοθεί στήριξη στην αύξηση-κοροϊδία που προετοιμάζει η κυβέρνηση και να παρουσιαστεί αυτή (το 5%) ως “γενναία”, αφού υπερβαίνει το κατ’ αυτούς “συμβατό (3,5%) με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας”…
Όλα αυτά, βέβαια, δεν δίνουν δεκάρα για την αλματώδη αύξηση του κόστους ζωής και την απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, υπάρχουν απώλειες πάνω από το 15% της αγοραστικής δύναμης από το 2021, ενώ οι συνεχείς ανατιμήσεις των βασικών αγαθών και υπηρεσιών (τρόφιμα και ενέργεια), σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, έχουν συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους. Έτσι, λοιπόν, η αύξηση που προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση δεν αναπληρώνει ούτε τις προηγούμενες απώλειες των εισοδημάτων, δεν ακολουθεί τον πληθωρισμό και, ως εκ τούτου, δεν βελτιώνει επ’ ουδενί τη θέση των εργαζομένων αλλά αντίθετα θα χαμηλώσει ακόμα περισσότερο την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.
Αν σε όλα τα παραπάνω συνυπολογίσουμε το χαμηλό επίπεδο προστασίας της εργασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (είναι γνωστό ότι η πλειονότητα των εργαζομένων δεν καλύπτεται από ΣΣΕ), καθώς και την έλλειψη συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, είναι προφανές ότι μια ενδεχόμενη αύξηση 5% στον κατώτατο μισθό μόνο εμπαιγμό θα αποτελέσει για τους εργαζόμενους. Όπως εμπαιγμός είναι και το γεγονός ότι ο δημόσιος διάλογος περί μισθών είναι απόλυτα μονομερής, καθώς μιλά μόνο για μισθούς και εισοδήματα των εργαζομένων, ενώ αποσιωπούνται συστηματικά τα οικονομικά μεγέθη των εταιριών και τα τελικά κέρδη των εργοδοτών. Η προπαγάνδα της κυβέρνησης καλεί τους εργαζόμενους να συμπιέσουν τους μισθούς τους για να μην πλήξουν την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, ενώ ποτέ δεν απαιτείται από τους επιχειρηματίες να «συμπιέσουν» τα κέρδη τους…
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η κύρια υπεύθυνη για την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, η ΓΣΣΕ, κρατά μια εξευτελιστική στάση – καλεί σε ετεροχρονισμένη απεργία στις 17 Απριλίου, χωρίς να αφουγκράζεται και να καθοδηγεί τον εργαζόμενο κόσμο. Είναι μονόδρομος οι εργαζόμενοι να οργανωθούν στα σωματεία τους και να δώσουν τη μάχη για καλύτερους μισθούς, καλύτερες δουλειές, αξιοπρεπή διαβίωση!