Από 1η Μαρτίου 2025 ξεκινά η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε Τουρισμό και Εστίαση, μετά την πιλοτική φάση η οποία προηγήθηκε το προηγούμενο εξάμηνο (ήδη σε εφαρμογή από τον περασμένο Ιούλιο). Εφαρμόζεται ήδη σε τράπεζες, μεγάλα super market, ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες security, ΔΕΚΟ, βιομηχανία και λιανεμπόριο, ενώ με τη νέα επέκταση στον Τουρισμό και την Εστίαση, εντάσσονται στο μέτρο περίπου 1.500.000 εργαζόμενοι συνολικά στον ιδιωτικό τομέα.

Η κυβέρνηση λοιπόν, αφού κατήργησε το 8ωρο, νομοθέτησε την 10ωρη εργασία, το διακεκομμένο ωράριο και τις απλήρωτες υπερωρίες, ξεχείλωσε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, επέκτεινε την κατάργηση της Κυριακάτικης Αργίας και σε άλλους κλάδους εκτός του εμπορίου, υποβάθμισε και απαξίωσε την Επιθεώρηση Εργασίας, προωθεί τώρα το νέο της “όπλο” για την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από την εργοδοτική ασυδοσία.

Σύμφωνα με το αφήγημα της “κοινωνικής δικαιοσύνης” του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, με την ψηφιακή κάρτα εργασίας μπαίνει ένα “τέλος” στην καταστρατήγηση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, καθώς θα τους δώσει μια πολύ μεγάλη ασφάλεια να γνωρίζουν ότι θα αμείβονται για τις ώρες που πραγματικά έχουν δουλέψει, ενώ οποιοσδήποτε επιθεωρητής εργασίας θα μπορεί να γνωρίζει άμεσα πόσο χρόνο πραγματικά έχει δουλέψει ο εργαζόμενος και αν πρέπει να βρίσκεται στην εργασία του εκείνη τη στιγμή που τον ελέγχει.
Η πραγματικότητα βέβαια απέχει μίλια από τις κυβερνητικές εξαγγελίες. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε αμέτρητους τρόπους με τους οποίους θα ήταν δυνατό να παρακαμφθεί η ορθή χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας προς όφελος των εργοδοτών, η πραγματικότητα όμως, όπως προκύπτει μέσα από επίσημες καταγγελίες εργαζομένων στην Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων στις Υπηρεσίες και το Εμπόριο, είναι εδώ για να μας ξεπεράσει.

Εργαζόμενοι οι οποίοι πιάνουν δουλειά στις 5:00πμ έχουν λάβει οδηγίες να χτυπούν την κάρτα στις 6:00πμ, ώστε να μην καταγράφεται η μία ώρα της νυχτερινής απασχόλησης που πληρώνεται διαφορετικά.
Εταιρείες security με συμβάσεις 24-ωρης, 7-ήμερης φύλαξης σε κτίρια του Δημοσίου και φορέων αυτού έχουν τις ψηφιακές κάρτες των εργαζομένων τους μόνιμα χτυπημένες στο 8ωρο ενώ εργάζονται 12ωρα, πάντα σε καθημερινές και όχι σε Κυριακές και αργίες.
Σε πολλούς εργαζόμενους έχει ζητηθεί να χτυπούν την κάρτα τους στο 4ωρο, ενώ εκείνοι εργάζονται 8ωρο, όπως επίσης και να φαίνεται σαν ώρα έναρξης της εργασίας τους η 9:00πμ ενώ εκείνοι βρίσκονται στο πόστο τους νωρίτερα.
Σε υπαλλήλους ηλεκτρονικών παραγγελιών, δόθηκε εντολή να χτυπούν την κάρτα τους στην ενδεδειγμένη ώρα λήξης του ωραρίου τους, ενώ ακόμα εκτελούν παραγγελίες και να συνεχίσουν τη δουλειά τους κανονικά.
Σε οδηγούς ζητήθηκε να μη χτυπούν καθόλου την ψηφιακή κάρτα εργασίας τους καθώς βρίσκονται εκτός καταστήματος.
Προϊστάμενοι έχουν ζητήσει από τους εργαζόμενους να τους εκτυπώσουν το QR code της ψηφιακής κάρτας εργασίας τους, λέγοντας ότι αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι προϊστάμενοι την “υποχρέωση” χτυπήματος.

Και σαν κερασάκι στην τούρτα της εργοδοτικής ασυδοσίας, τον περασμένο Οκτώβριο η κυβέρνηση έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες στο ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης χρόνου εργασίας με τη χρήση της ψηφιακής κάρτας, να μην καταχωρίζουν τυχόν αλλαγές του εργασιακού ωραρίου και την υπερωριακή απασχόληση πριν από την έναρξη πραγματοποίησής τους. Συνεπώς, οι υπερωρίες δεν καταγράφονται σε πραγματικό χρόνο, οι εργαζόμενοι χτυπούν τις κάρτες τους στη λήξη της βάρδιας τους και συνεχίζουν κανονικά την εργασία τους. Σε περίπτωση ελέγχου, ο εργοδότης μπορεί να αναρτήσει επί τόπου τις υπερβάσεις του ωραρίου, ίσως ακόμα και μετά τον έλεγχο.

Αλλά και στη νέα εγκύκλιο που εκδόθηκε για την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας περιλαμβάνονται μια σειρά “εξαιρέσεις” που δίνουν τη δυνατότητα “νόμιμης” παραβίασης του εργατικού ωραρίου. Στην πραγματικότητα η ψηφιακή κάρτα εργασίας αποτελεί τον τέλειο σχεδιασμό απόκρυψης της πραγματικής κατάστασης που βιώνουν οι μισθωτοί, που δίνει, ταυτόχρονα, δυνατότητες στους εργοδότες να απομυζούν τα ασφαλιστικά ταμεία και τους εργαζόμενους .
Η σταθερή δουλειά με δικαιώματα και αξιοπρεπείς μισθούς δεν διασφαλίζεται από κυβερνητικές παρεμβάσεις, αλλά μέσα από την καθολική οργάνωση των εργαζομένων στα σωματεία τους και στον αγώνα για τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους.