Όπως ήταν αναμενόμενο, οι εξαγγελίες του Μητσοτάκη στη φετινή ΔΕΘ έφεραν τη σφραγίδα της νεο-φιλελεύθερης πολιτικής που πιστά και απαρέγκλιτα υπηρετεί η κυβέρνηση. Αυτό αποτυπώνουν και μέτρα όπως “οι μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών” που μάλιστα κομπάζει πως πρόκειται να ευνοήσει και τους εργαζόμενους, κάτι που είναι πέρα για πέρα ψευδές. Ο αποκλειστικός στόχος του μέτρου είναι να απαλλάξει τους εργοδότες, και ιδιαίτερα εκείνους που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, από ένα μέρος αυτού που αποκαλούν «μη μισθολογικό κόστος». Συγκεκριμένα, «η μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, από 39,7% στο 36,7% των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και μισθωτών ιδιωτικού τομέα για το 2021» υποκρύπτει την αλήθεια ότι για τους ίδιους τους εργαζόμενους αντιστοιχεί σε κάποια ψίχουλα τον μήνα της τάξης των 8-12 ευρώ για την πλειονότητα των μισθών, 600 – 1000 ευρώ, δηλαδή αφορά πάνω από 500.000 χαμηλόμισθους εργαζόμενους, και 18-23 ευρώ για τους πολύ λιγότερους εργαζόμενους με μισθούς 1500 – 2000 ευρώ.
Δεν έχουν περάσει παρά λίγοι μήνες από τον Ιούνιο, όταν η κυβέρνηση μείωσε με τον Ν.4670/2020 και πάλι τις ασφαλιστικές εισφορές κατά 0,9%. Τα χρήματα από αυτή τη μείωση αντιστοιχούσαν στις εισφορές υπέρ ΟΑΕΔ και ΕΛΕΚΠ (πρώην Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας). Οι απώλειες του ΟΑΕΔ από τη μείωση του Ιουνίου ανέρχονται στα 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ όπως συνομολογούν όλοι οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες και η νέα μείωση θα προέλθει από τους ίδιους «συνεισπραττόμενους κλάδους». Έτσι υπολογίζεται ότι επιπλέον 800 εκατομμύρια θα προστεθούν στις απώλειες από τα έσοδα του ΟΑΕΔ.
Συνεπώς ο Οργανισμός θα χάσει πάνω από 1 δισ. το 2021 από τα ταμεία του. Αυτές οι απώλειες θα πλήξουν κυρίως τους άνεργους αλλά και άλλες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες που στηρίζει ο Οργανισμός. Αντιλαμβάνεται κανείς τι δραματική κατάσταση θα επιφέρουν αυτές οι απώλειες ειδικά αν συνυπολογίσει τη χρονική συγκυρία όπου η ανεργία για το διάστημα Μάρτιος-Ιούνιος 2020 αυξήθηκε κατά 4 μονάδες (τον Ιούνιο έφτασε στο 18,3%).
Πρόκειται ωστόσο για μια συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης εφόσον η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς την παράλληλη ενίσχυση του ΟΑΕΔ ή του ΕΟΠΠΥ, οδηγεί το δίχως άλλο σε μείωση επιδομάτων, προγραμμάτων απασχόλησης και λοιπών μέτρων στήριξης των ανέργων και άλλων ευπαθών ομάδων.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς έχει επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του δημόσιου ασφαλιστικού και προνοιακού συστήματος, συνδέεται με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις που ετοιμάζει η κυβέρνηση και αφορούν τόσο τη στήριξη των ανέργων όσο και την ιδιωτικοποίηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, μέσω της ιδιωτικοποίησης των επικουρικών συντάξεων, όπως αυτές αποτυπώνονται και στο περιβόητο «σχέδιο Πισσαρίδη». Το τελευταίο μέτρο μάλιστα, όπως έγινε ήδη γνωστό είναι και το μοναδικό «μόνιμο μέτρο» που έχει «κλειδώσει» για το 2021 στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που ήδη ετοιμάζεται. Γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση ετοιμάζει το νέο αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο εντός του 2020.
Όπως άλλωστε υποστήριξε ο πρωθυπουργός αυτή η πολιτική -η ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων- είναι «κοινός τόπος στα πιο πολλά ευρωπαϊκά ασφαλιστικά συστήματα», επιβεβαιώνοντας ότι ο δρόμος αυτός αποτελεί στρατηγική επιλογή της ΕΕ. Επανέλαβε δε τα γνωστά σχήματα για τον «”κουμπαρά” όπου οι επικουρικές τους εισφορές θα αθροίζονται, θα τοκίζονται, θα επενδύονται», αποκρύπτοντας ότι ο «κουμπαράς» αυτός θα βρίσκεται στα χέρια των διαφόρων «επενδυτών», οι οποίοι δεν θα δίνουν καμία εγγύηση για το ύψος των συντάξεων, αλλά θα λυμαίνονται τις εισφορές των νέων ασφαλισμένων, για να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Από την άλλη, η μείωση της χρηματοδότησης του ασφαλιστικού-προνοιακού συστήματος συνδυάζεται με το σχέδιο της κυβέρνησης να μειώσει ακόμα περισσότερο την οικονομική στήριξη των ανέργων γιατί, όπως διακήρυξε προκλητικά ο Κυρ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, η κυβέρνηση έχει πρόγραμμα που σηματοδοτεί το πέρασμα από την «επιδότηση της ανεργίας στην ενίσχυση της εργασίας».
Έτσι, χιλιάδες άνεργοι εγκαταλείπονται χωρίς έλεος μετά και την παραπάνω αφαίμαξη του ταμείου του ΟΑΕΔ, ενώ τα παρόμοια προγράμματα δεν είναι καινούργια, αλλά αποτελούν διαχρονικά εργαλείο ανακύκλωσης των ανέργων και, ταυτόχρονα, επιδότησης των εργοδοτών.