Μπορεί το ξήλωμα της Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο άλλωστε τοποθετείται στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, να μεθοδεύεται χρόνια πριν την τελευταία δεκαετία, ωστόσο με όχημα την κρίση και τα μνημόνια όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις από το 2009 και μετά συνέχισαν κλιμακώνοντας την ένταση της επίθεσή τους στα ασφαλιστικά δικαιώματα εργαζομένων, συνταξιούχων, αλλά και ανέργων.
Η είσοδος της ιδιωτικής ασφάλισης ως πυλώνας του Συστήματος Ασφάλισης δεν είναι κάτι καινούριο, το αντίθετο μάλιστα, κάθε αντι-ασφαλιστικός νόμος της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, έρχεται ως συνέχεια του προηγούμενου, στρώνοντας τον δρόμο για την περαιτέρω διείσδυση και εδραίωσή του.
Αυτή την «ανάγκη» έρχεται να υπηρετήσει με τις παρεμβάσεις του ο κεντρικός τραπεζίτης Γ. Στουρνάρας, ως ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του νεοφιλελευθερισμού, μιλώντας σε συνέδριο για το «Ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στην οικονομική ανάπτυξη και την Υγεία», όπου ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίστηκε ως μεσάζων ανάμεσα σε κράτος και ασφαλιστικές εταιρείες. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε, επικαλέστηκε τον Κανονισμό της ΕΕ για την καθιέρωση «Πανευρωπαϊκών Προσωπικών Συνταξιοδοτικών Προϊόντων», που εγκρίθηκε τον προηγούμενο μήνα και υποστήριξε πως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις «μέσω της σχεδίασης και διάθεσης τέτοιων συνταξιοδοτικών προϊόντων, έχουν πλέον τη δυνατότητα να αναλάβουν ένα νέο ρόλο εντός του συστήματος ασφάλισης της κάθε χώρας» της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Προκειμένου δε να λειτουργήσει η συγκεκριμένη«αγορά», τάχθηκε υπέρ της επιβολής φοροαπαλλαγών για τη συμμετοχή και τις αποδόσεις των εν λόγω συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.
Επίσης, πρότεινε οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες «να αναλάβουν έναν αυξημένο ρόλο ως φορέας διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων», ενώ «τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που συσσωρεύονται στο πλαίσιο του πρώτου, δημόσιου, πυλώνα πρέπει να συμπληρωθούν με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα».
Ο Γ. Στουρνάρας, προφανώς στρώνοντας το έδαφος για την επόμενη κυβέρνηση, τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης ενός συστήματος Υγείας δύο βαθμίδων, όπου ο κρατικός τομέας θα παρέχει ορισμένες ελάχιστες παροχές και τα λαϊκά στρώματα θα εξαναγκάζονται να προσφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα εάν θέλουν κάτι παραπάνω. Αυτό επίσης δεν είναι κάτι καινούριο, ήδη συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις ιατρικών εξετάσεων σε ιδιωτικά κέντρα, αλλά βέβαια στόχος είναι η καθολική επικράτηση του εν λόγω «μοντέλου». Μέσα από ένα άκρατο κυνισμό και με προσεκτικά επιλεγμένες διατυπώσεις, πρότεινε «την εισαγωγή ενός εθνικού, δημόσιου, καθολικού, συστήματος υγείας που να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των επιθυμιών του σε μια κατάλληλα εποπτευόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας». Κατόπιν όλων αυτών, δήλωσε πως διαβλέπει την «ανάκαμψη» της ασφαλιστικής αγοράς, καθώς διακρίνει «ενθαρρυντικά σημάδια».
Στην ομιλία του δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην «καθοριστική» συμβολή που είχαν οι αντι-ασφαλιστικές «μεταρρυθμίσεις» των τελευταίων ετών «στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα» των δημόσιων οικονομικών, αλλά και να μιλήσει για τους «δημοσιονομικούς κινδύνους» που ελλοχεύουν από την «πλημμελή εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων», καθώς και από την εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων που έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις.
Δεν εκπλήσσει βέβαια κανέναν ο διοικητής της ΤτΕ με τις απόψεις του, ενώ δεν είναι η πρώτη φορά που διατυπώνει αυτές όπως και άλλες ακόμη πιο «προχωρημένες». Δεν έχουν περάσει παρά λίγοι μήνες από την ομιλία του σε εκδήλωση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών στο Μέγαρο Μουσικής, τον περασμένο Φεβρουάριο. Εκεί, αφού εξέφρασε την άποψή του ειδικά για τις συντάξεις ότι «το μεν κράτος δεν μπορεί πλέον να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών», τάχθηκε ευθέως υπέρ της ατομικής ευθύνης του πολίτη «που πρέπει να κατανοεί ότι η οικονομική του ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις δικές του προσωπικές αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου».
Επιπλέον ανέφερε πως η Υγεία και οι φυσικές καταστροφές είναι πεδίο κερδοφορίας για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Υποστήριξε πως «οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν σχετίζονται μόνο με συντάξεις -προσωπικές ή επαγγελματικές. Μπορούν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο και στο σύστημα Υγείας και στην κάλυψη ζημιών από φυσικές καταστροφές». Αναφέρει επιπλέον ότι «λόγω του χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης που ανέκαθεν χαρακτήριζε την Ελλάδα, το κόστος Υγείας βαρύνει ολοένα και περισσότερο τους πολίτες. Το δε κόστος των ζημιών από φυσικές καταστροφές βαρύνει κατ’ αρχάς τους ίδιους τους πληγέντες, ενώ η δυνατότητα και η έκταση τυχόν αποζημίωσής τους εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις, κυρίως, όμως, από τις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού». Όπως, τέλος, σημείωσε «ένας άλλος τομέας που η ασφαλιστική βιομηχανία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο είναι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι».