Περαιτέρω συρρίκνωση του δικτύου των τραπεζών και μείωση προσωπικού σχεδιάζουν οι τραπεζίτες, με χρονικό ορίζοντα το 2021.
Αυτό άλλωστε απαιτούν επιτακτικά εδώ και καιρό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι ξένοι επενδυτές. Μείωση των λειτουργικών εξόδων με κλείσιμο καταστημάτων και περικοπές προσωπικού, καθώς και αύξηση εσόδων με καταγγελίες κόκκινων δανείων και πλειστηριασμούς.
Με άλλα λόγια την περιβόητη εξυγίανση των τραπεζών καλούνται να πληρώσουν για άλλη μία φορά οι εργαζόμενοι και ο ελληνικός λαός, που ήδη έχει χρυσοπληρώσει τη διάσωση του τραπεζικού κεφαλαίου με πακέτα δισεκατομμυρίων μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων που έγιναν μέσα στα χρόνια της κρίσης. Ενώ τα κενά που έχουν δημιουργηθεί -ιδιαίτερα στο δίκτυο από τις εθελούσιες- δεν καλύπτονται από τις νέες τεχνολογίες όπως πολλοί γράφουν, αλλά από τις αμέτρητες απλήρωτες υπερωρίες χιλιάδων εργαζομένων και από την εξαντλητική εντατικοποίηση της δουλειάς στα καταστήματα.
Ο αριθμός των χιλιάδων εργαζομένων που έχει αποχωρήσει από τις τράπεζες από το 2011 μέχρι σήμερα με «εθελούσια» όπως την ονομάζουν ή αλλιώς αναγκαστική έξοδο, απ’ ότι φαίνεται δεν είναι αρκετός και δεν καλύπτει τις απαιτήσεις των ξένων, αλλά ούτε και των ντόπιων τραπεζιτών. Μόνο μέσα στο 2019 γίνεται λόγος για απομάκρυνση 4.000-5.000 τραπεζοϋπαλλήλων με τελικό στόχο να φτάσουν τους 7.000-10.000 μέχρι το 2021. Στόχος ο οποίος είναι ανέφικτο να υλοποιηθεί με οικειοθελή αποχώρηση. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί και τα τελευταία χρόνια, αφού σε κάθε πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου η διοίκηση της εκάστοτε τράπεζας εξαπολύει εκβιασμούς και απειλές, παρουσιάζοντας την οικειοθελή αποχώρηση -με το δέλεαρ της αυξημένης αποζημίωσης- ως την τελευταία ευκαιρία για εκατοντάδες εργαζόμενους πριν την απόλυση!
Παρά όμως τους εκβιασμούς και τις απειλές, πάρα τη ραγδαία χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών με την απλήρωτη υπερωρία να αποτελεί πλέον καθεστώς σε καθημερινή βάση, παρά τη δραματική εντατικοποίηση της δουλειάς, την εδραίωση της ατομικής στοχοθεσίας και το κλίμα τρομοκρατίας και εκφοβισμού που καλλιεργείται με πολύ μεγάλη ένταση από την εργοδοσία και τα στελέχη των τραπεζών, οι τραπεζίτες δεν έχουν επιτύχει τη μείωση προσωπικού που θα ήθελαν.
Επιπλέον δεν έχουν πετύχει τη μείωση προσωπικού καθώς και τη μείωση του μισθολογικού κόστους με τον τρόπο που θα το ήθελαν, δηλαδή με μαζικές απολύσεις χωρίς προγράμματα εθελούσιας εξόδου και με πλήρη διάλυση των επιχειρησιακών συμβάσεων καθώς και της κλαδικής και αντικατάστασή τους από ατομικές, με ελαστικές σχέσεις εργασίας και πολύ πιο φτηνό προσωπικό. Γιατί παρά το γεγονός ότι σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τραπεζοϋπαλλήλων το οποίο ήταν ενταγμένο στο μόνιμο προσωπικό των τραπεζών έχει αντικατασταθεί με ενοικιαζόμενους, οι οποίοι εργάζονται με πολύ χειρότερους όρους εργασίας, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπογράφονται πολλές νέες ατομικές συμβάσεις, δεν παύει ακόμα να υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που καλύπτεται από τις επιχειρησιακές αλλά και την κλαδική σύμβαση εργασίας και το οποίο οι τραπεζίτες πολύ θα ήθελαν να ξεφορτωθούν. Ο λόγος για τον οποίο έχουν ακόμα «δεμένα» τα χέρια τόσο στο ζήτημα των απολύσεων όσο και στο ζήτημα των συμβάσεων δεν είναι άλλος από την ύπαρξη επιχειρησιακών σωματείων αλλά και κλαδικού σωματείου στο χώρο των τραπεζών.
Γιατί ακόμα κι αν τα σωματεία αυτά βρίσκονται υπό την ηγεσία των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών δυνάμεων, που υποτάσσονται στις απαιτήσεις της εργοδοσίας και χρόνο με το χρόνο ξεπουλάνε μία σειρά εργασιακών κατακτήσεων, δεν παύουν να αποτελούν όπλο στα χέρια των εργαζομένων οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούν να τα αξιοποιήσουν και αυτό οι τραπεζίτες το γνωρίζουν καλύτερα και από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Οι τραπεζίτες λοιπόν μπορεί να σχεδιάζουν απολύσεις, ξήλωμα συλλογικών συμβάσεων, μείωση μισθολογικού κόστους και πλειστηριασμούς, το κατά πόσο όμως θα καταφέρουν να υλοποιήσουν αυτά τα σχέδια με τον τρόπο και στο βαθμό που θέλουν εξαρτάται από την απάντηση που θα δώσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, από τους αγώνες που πρέπει να αναπτυχθούν, τη μαζικότητά τους και τη σύνδεσή τους με όλους τους κλάδους εργαζομένων που σήμερα πλήττονται, βιώνοντας καθημερινά τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής, η οποία όχι μόνο δεν βρίσκεται στο τέλος της αλλά εντείνεται.