Σε πρωτοφανείς παλινωδίες και πισωγυρίσματα οδηγήθηκε πρόσφατα η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με την πανεπιστημιακή αστυνομία και το ρόλο της. Όλα ξεκίνησαν με τη δήλωση του νέου υπουργού Προστασίας του Πολίτη Νότη Μηταράκη με την οποία προανήγγειλε την κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, τη μετάθεση όσων υπηρετούν στο σώμα αυτό στους ειδικούς φρουρούς, ενώ ανακοίνωσε και την ίδρυση έφιππης αστυνομίας για το κέντρο της Αθήνας. Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι των εφημερίδων που μετέδιδαν την είδηση της κατάργησης των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ) και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ «άδειασε» κανονικότατα τον υπουργό του, τονίζοντας πως «η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν καταργείται» και το σχέδιο για την έφιππη αστυνομία δε θα υλοποιηθεί.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Ντόρα Μπακογιάννη, βουλευτής και κεντρικό στέλεχος της ΝΔ, και αδερφή του πρωθυπουργού, αφού το Μέγαρο Μαξίμου διέψευσε οποιαδήποτε σκέψη για κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, δήλωσε πως είναι «σωστή η απόφαση για κατάργηση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας». Το σήριαλ των αντιφατικών δηλώσεων έληξε με απάντηση του υπουργού Μηταράκη σε επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή, στην οποία τόνισε πως «δεν κάνουμε στροφή 180 μοιρών. Σαφέστατα δεν καταργείται η Πανεπιστημιακή Αστυνομία όπως λανθασμένα ελέχθη. Και δεν ετοιμάζει η κυβέρνηση καμία σχετική νομοθετική πρωτοβουλία». Ο ίδιος, δηλαδή, υπουργός που πρότεινε την κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας οδηγήθηκε σε δήλωση στη βουλή με την οποία αναίρεσε …τον εαυτό του!
Τα παραπάνω φυσικά υποδηλώνουν ένα ολόκληρο «επιτελικό» μπάχαλο που επικρατεί στις τάξεις της κυβέρνησης και της ΝΔ, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με αντιφάσεις και παλινωδίες που αναμφίβολα την πλήττουν και τη γελοιοποιούν. Αλλά εκτός αυτού, τα πισωγυρίσματα για την πανεπιστημιακή αστυνομία αντανακλούν την πίεση που δέχτηκε και δέχεται η κυβέρνηση όχι φυσικά από τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα ή τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αλλά πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα από το φοιτητικό κίνημα και το λαό που αγωνίστηκαν την προηγούμενη περίοδο σταθερά και αταλάντευτα για να μην περάσει η είσοδος της αστυνομίας στις σχολές.
Από την άποψη αυτή, κανέναν καημό δεν έχουν οι υπουργοί της κυβέρνησης για τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού και της νεολαίας. Αντίθετα, η κατάργηση του ασύλου, η πανεπιστημιακή αστυνομία, η ελεγχόμενη είσοδος στα ακαδημαϊκά ιδρύματα αποτελούν μέτρα (και) ιδεολογικού χαρακτήρα που αποτυπώνουν την προσπάθεια της κυβέρνησης της ΝΔ να επιβάλει έναν καθεστώς αστυνομοκρατίας, φόβου και καταστολής μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια. Στόχος δεν είναι άλλος από την προσπάθεια ελέγχου και τρομοκράτησης του αγωνιζόμενου φοιτητικού κινήματος που παλεύει ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική. Ίδιος είναι ο στόχος και με την προσπάθεια «κολεγιοποίησης» των ΑΕΙ, με τη μετατροπή τους σε αποστειρωμένα από κάθε έννοια πολιτικής και συνδικαλισμού πανεπιστήμια, που θα παρέχουν υποβαθμισμένα πτυχία και θα λειτουργούν σε συνθήκες εντατικοποιημένων και αυστηροποιημένων σπουδών, στα πρότυπα των ξένων πανεπιστημίων.
Οι κυβερνητικές αναδιπλώσεις και υπαναχωρήσεις σχετικά με την πανεπιστημιακή αστυνομία είναι το αποτέλεσμα της πίεσης που άσκησαν οι φοιτητικοί σύλλογοι που μαζικά αγωνίστηκαν ενάντια στο αντιδημοκρατικό αυτό μέτρο πάνω από ενάμιση χρόνο τώρα. Με κινητοποιήσεις σε πολλές πόλεις της χώρας, με παραστάσεις διαμαρτυρίας έξω από τις πύλες των ιδρυμάτων, με γενικές συνελεύσεις στις σχολές, το φοιτητικό κίνημα καταδίκασε την είσοδο της αστυνομίας στις σχολές. Οι φοιτητές βρήκαν απέναντί τους την άγρια αστυνομική βία και καταστολή, τα ΜΑΤ και τη ρίψη δακρυγόνων μέσα στις σχολές, που προκάλεσαν την ευρύτερη λαϊκή οργή και αγανάκτηση.
Εκτός από το φοιτητικό κίνημα και τη μεγάλη πλειοψηφία της ακαδημαϊκής κοινότητας, λοιπόν, η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται πως η υπόθεση της εισόδου άοπλης αστυνομίας με τη συνοδεία των ΜΑΤ στα πανεπιστήμια, εκτός από επιχειρησιακές και πρακτικές δυσκολίες, προσκρούει στο πλατύ λαϊκό δημοκρατικό αίσθημα και προκαλεί τα δημοκρατικά αντανακλαστικά μεγάλων τμημάτων του λαού και της νεολαίας (ανεξάρτητα αν αυτά δεν εκφράζονται πάντα με αγωνιστικές κινητοποιήσεις). Ταυτόχρονα, η αποδοχή από την κυβερνητική πλευρά πως η είσοδος της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές δεν μπορεί να εφαρμοστεί συνιστά ήττα και υποχώρηση, ιδιαίτερα σε ένα πολύ κρίσιμο πεδίο για τη Δεξιά. Για αυτόν τον λόγο, ο πρωθυπουργός επιχείρησε να στείλει το μήνυμα πως η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν καταργείται, αλλά θα διατηρεί έναν πιο «επικουρικό ρόλο», επισημαίνοντας παράλληλα πως η τοποθέτηση ηλεκτρονικών μηχανισμών ελεγχόμενης εισόδου (τουρνικέ) στα πανεπιστήμια θα προχωρήσει κανονικά.
Σε κάθε περίπτωση, όπως έγινε και πρόσφατα, μόνο ο μαζικός, ανυποχώρητος και ενωτικός αγώνας του φοιτητικού κινήματος μπορεί να βάλει φραγμό στην πανεπιστημιακή αστυνομία και στην πολιτική της καταστολής και της τρομοκρατίας, να επιβάλει την επανακατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου και των δημοκρατικών κεκτημένων των φοιτητικών συλλόγων. Μακριά και έξω από τις μηδενιστικές πρακτικές της τυφλής βίας του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου, που δίνουν άλλοθι στις αστυνομικές δυνάμεις για να καταστέλλουν τους φοιτητικούς αγώνες και στην κυρίαρχη αντιδραστική προπαγάνδα για να λοιδορεί το άσυλο, τις συλλογικές δημοκρατικές διαδικασίες και όργανα του φοιτητικού κινήματος και τις δίκαιες κινητοποιήσεις των φοιτητών. Κόντρα σε ρεφορμιστικές και τυχοδιωκτικές λογικές που μετατρέπουν το φοιτητικό κίνημα σε «πατίνι» και εξαντλούν τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του σε ανέξοδες μορφές πάλης και αιτήματα όπως «να μην εφαρμοστεί η πανεπιστημιακή αστυνομία», που καλλιεργούν τον εφησυχασμό και τη συμφιλίωση με την κυβερνητική πολιτική.