Η “Ελληνική Νομαρχία” (ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας, παρά Ανωνύμου του ‘Ελληνος) εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία, το 1806. Δεν είναι γνωστό το πραγματικό όνομα του συγγραφέα της Νομαρχίας. Κυκλοφόρησε κρυφά στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, παιδαγωγώντας και προβάλλοντας δημοκρατικές, ριζοσπαστικές επαναστατικές ιδέες για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον ζυγό των Οθωμανών κατακτητών, παροτρύνοντας “ότι τάχιστα η Ελλάς πρέπει να συντρίψει τας αλύσους της, οποίαι εστάθησαν αι αιτίαι οπού μέχρι την σήμερον την εφύλαξαν δούλην, και οποίαι είναι εκείναι οπού μέλλει να την ελευθερώσωσι”. Δημοσιεύουμε παρακάτω μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα.
…“ ‘Ισως, τέλος πάντων, προσμένετε να μας δώση την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Ω Θεέ μου ! Έως πότε, ω Έλληνες, να πλανώμεθα τόσον αστοχάστως; Διατί να μην στρέψωμεν και μίαν φοράν τους οφθαλμούς μας εις τα απελθόντα, δια να καταλάβωμεν ευκολώτερα και τα μέλλοντα; Ποίος αγνοεί, ότι ο κύριος στοχασμός των αλλογενών δυνάστων είναι εις το να προσπαθήσουν να κάμουν το ίδιόν των όφελος με την ζημίαν των άλλων;
Και ποίος στοχαστικός άνθρωπος ημπορεί να πιστεύση, ότι όποιος από τους αλλογενείς δυνάστας ήθελε κατατροπώσει τον Οθωμανόν, ήθελε μας αφήσει ελευθέρους; Ω Απάτη επιζήμιος: Μην είσθε, αδελφοί μου, τόσον ευκολόπιστοι. Αναγνώσετε την ιστορίαν και μάθατε, ότι οι Ρωμαίοι έταξαν των Ελλήνων και διαυθέντευσιν και ελευθερίαν, αλλ’ αφού εμβήκαν εις την Ελλάδα, ευθύς την εκήρυξαν επαρχία τους. ‘Ιδετε και τα τωρινά παραδείγματα, οπού η πολυποίκιλος στροφή της γαλλικής στάσεως μας παρασταίνει. Ο δυνάστης των με ταξίματα μεγάλα και με τοιαύτα μέσα, απόκτησεν όσα κατά το παρόν έχει, και πώς εσείς νομίζετε να σας δοθή η ελευθερία από τους αλλογενείς; Πώς να μην ειπή τις, ότι ονειρεύεσθε έξυπνοι; Και εις τι, παρακαλώ σας, θεμελιώνετε τας ελπίδας σας; Εις την αρετήν των αλλογενών δυνάστων ίσως; Ελπίζετε να κινηθούν εις σπλάγχνος εκείνοι διά τας δυστυχίας τας ιδικάς μας;
Δεν ηξεύρετε, ω ‘Ελληνες, ότι η αρετή την σήμερον δεν ευρίσκεται εις τους θρόνους; Δεν ηξεύρετε, ότι οι ‘Ελληνες μισούνται δούλοι, επειδή ήθελε τους φθονήσει ελευθέρους κάθε μεγάλη δυναστεία από τας παρούσας των αλλογενών; Αλλά, τέλος πάντων, υποθέτοντας κανέναν από αυτούς τους δυνάστας οπωσούν φιλέλληνα, δεν ηξεύρετε, ότι μόνος του δεν ημπορεί να κάμη το ουδέν, και ότι οι επίτροποί ή είναι εχθροί μας, ή είναι αδιάφοροι, ή, τέλος πάντων, άσωτοι και διεφθαρμένοι τα ήθη; Τι στοχάζεσθε, τέλος πάντων, αν η Ελλάς ελευθερωθή από τον οθωμανικό ζυγόν δια χειρός άλλου δυνάστου, να γίνη αληθώς ευτυχής; Ω αλήθεια, αλήθεια! Διατί δεν απομακραίνεις τοιαύτην απάτην από τους ‘Ελληνας; Διατί δεν τους μανθάνεις ότι όσοι πατώσιν εις θρόνον είναι όλοι τύραννοι;
Διατί, αδελφοί μου, να θέλωμεν να αλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ημπορούμεν να ελευθερωθώμεν; Νομίζετε να είναι ελαφρότερος ο ζυγός μιας ξένης δυναστείας; Δεν στοχάζεσθε, ότι πάλιν ζυγός είναι; Στρέψατε τα ώτα σας και τους οφθαλμούς σας εις την Ιταλίαν, και ακούσατε τους γογγυσμούς της, και ίδατε τα δάκρυά της, δια να καταλάβητε τι θέλει να ειπή ελευθέρωσις από ξένους. Καταδέχεσθε εσείς να ομολογήσθε χρεώσται αλλογενών της ελευθερώσεώς σας; Μη, λοιπόν, μη, αγαπητοί μου αδελφοί, μη δεικνύεσθε τόσον παράφρονες εις τον αναγκαιότερον συλλογισμόν, εσείς, οπού τόσον αψευδώς προβλέπετε εις τας εμπορικάς σας επιχειρήσεις το μέλλον, και αναγκάζονται οι ίδιοι αλλογενείς, οπού μας μισούσι, να σας θαυμάζουσι.
Μην απατάσθε, και μην τρέφετε καμμίαν από τας ειρημένας ελπίδας, αλλά προβλέψετε το πλέον φανερόν από κάθε μέλλον, την αναγκαίαν λέγω, επανόρθωσιν του γένους μας αφ’ εαυτού του, και μην αργοπορήτε αυτήν με την απουσίαν σας…”