Ο Καρλ και η Γιάγια, τοπ-μόντελς υψηλού κασέ και ιδιότυπο σε κάθε περίπτωση ζευγάρι ερωτευμένων, με τη σχέση τους να δοκιμάζεται από τη βίαιη επαγγελματική παύση του πρώτου και την παράλληλη εκτίναξη της καριέρας της δεύτερης, καλούνται ν’ απολαύσουν μια κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά, ως προνομιούχοι επιβάτες μιας πολυτελούς θαλαμηγού (η γνωστή “Χριστίνα” του Ωνάση). Συνεπιβάτες τους ζάμπλουτοι επιχειρηματίες διαφόρων εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων νεόκοποι Ρώσοι κροίσοι και Βρετανοί μεγαλέμποροι όπλων.
Το “ειδυλλιακό” ταξίδι παίρνει αναπάντεχη τροπή, όταν ενσκήπτει μια καταιγίδα ανησυχητικών διαστάσεων, ακολουθούμενη από την επίθεση μιας ομάδας πειρατών, με αποτέλεσμα την καταβύθιση του γιοτ. Κάποιοι ωστόσο από τους επιβάτες (“υψηλοί” προσκεκλημένοι και μέλη του πληρώματος) ξεβράζονται στην παραλία ενός ελληνικού νησιού, με την επιβίωσή τους να δοκιμάζεται ένθεν ποικιλότροπα.
Η εντόπια αλλά και η διεθνής κριτική αντιμετώπισε με σκεπτικισμό και σε κάποιες περιπτώσεις με αυξημένη δυσπιστία την απονομή του Χρυσού Φοίνικα (Φεστιβάλ Καννών 2022) στον 48χρονο Ρούμπεν Έστλουντ, που είχε αποσπάσει επίσης Χρυσό Φοίνικα με την προηγούμενη ταινία του, το πολυσυζητημένο, ανατρεπτικό “Τετράγωνο” (2017).
Από τον (συμβολικό και σκωπτικό) τίτλο ακόμα της ταινίας, προδιατίθεται κανείς για το περιεχόμενο της τελευταίας δημιουργίας του ευφυούς, “βλάσφημου” Σουηδού. “Τρίγωνο της θλίψης” αποκαλούν οι ειδικοί των πλαστικών επεμβάσεων το τρίγωνο που σχηματίζεται γύρω από το στόμα, προδίνοντας με τα χρόνια τη γήρανση του δέρματος. Στο πρώτο άλλωστε μέρος της ταινίας όπου το βλέμμα του Έστλουντ είναι αναμφίβολα πιο βαθύ και κοφτερό, το ξεγύμνωμα του κόσμου της ομορφιάς, με τους αφηγηματικούς τόνους να κυμαίνονται εύστοχα ανάμεσα στη δραματική ένταση και την πικρή σάτιρα, αφήνει μια επίγευση έντονης θλίψης.
Ενστάσεις εγείρονται κυρίως για το βιτριολικό κρεσέντο του δεύτερου μέρους, ως σχόλιο της πλήρους υποχώρησης του πολιτισμού (η δίχως όρια μεγαλομανία κι η βουλιμική παράδοση στη χλιδή ανατρέπονται άρδην από την τρικυμία, αποκαλύπτοντας την ένδεια και την ανημπόρια των μεγαλοαστών), όπου ο σαρκασμός γίνεται μανιέρα, συσκοτίζοντας άγαρμπα τα πραγματικά ταξικά μεγέθη και χαρακτηριστικά.
Η αντιπαράθεση, ενδεικτικά, ανάμεσα στον μαρξιστή (όπως χαρακτηριστικά διευκρινίζεται) καπετάνιο του πλοίου, και τον καπιταλιστή Ρώσο μεγιστάνα, δεν ξεφεύγει από τα όρια μιας ρηχής παρωδίας, η δε πλημμύρα των εμετών και περιττωμάτων κρατάει πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να προκαλέσει εύλογους συνειρμούς.
Στο τρίτο μέρος (η επιβίωση στην ερημική παραλία του ελληνικού νησιού – βλ. Χιλιαδού), κι ενώ όλα δείχνουν σε πρώτη φάση πως ο Έστλουντ ξαναβρίσκει την ευθυβολία και την αφαιρετική του ικανότητα, η ισοπεδωτική διάθεση παίρνει εν τέλει το πάνω χέρι, μηδενίζοντας και τα δύο σκέλη της εξίσωσης. Οι μεγαλοαστοί είναι ανίκανοι να συντηρήσουν εαυτούς, να βρουν τροφή, να ζεσταθούν ή να μαγειρέψουν, σε αντίθεση με την καταφρονεμένη καθαρίστρια, που καταφέρνει λίγο-πολύ τα πάντα, αλλά υπολείπεται σε ταξική αξιοπρέπεια. Και μέχρις ενός σημείου τα πράγματα γίνονται – οριακά έστω – πιστευτά, η παράφωνη όμως αντιστροφή στο τελευταίο μέρος, της ταξικής παραβολής που μας παρέδωσε προ 50ετίας η Λίνα Βερτμύλερ με το αλησμόνητο “Η κυρία και ο ναύτης”, αφανίζει κάθε ελπίδα.
Σε συνέντευξή του σε διαδικτυακό ελληνικό περιοδικό, καταθέτει σε σχέση με το “Τρίγωνο της θλίψης”: «Και οι τρεις τελευταίες ταινίες μου είναι κοινωνιολογικές μελέτες. […] Έπρεπε να σκάψω πολύ βαθιά, χωρίς τον παραμικρό ναρκισσισμό ή ματαιοδοξία, σατιρίζοντας ανελέητα τον ίδιο μου τον εαυτό που είναι κρυμμένος μέσα στους ήρωες, για να βρω απαντήσεις…. […] Η πολύ αρχική ιδέα ήταν να ασχοληθώ μόνο με τον κόσμο της μόδας. […] Ήθελα να εξερευνήσω τι συμβαίνει σε αυτόν τον παράδοξο κόσμο που επανακαθορίζει συνεχώς τι θεωρούμε ομορφιά, στάτους, ευτυχία. […] Μετά η ιδέα εξελίχθηκε και η σάτιρα συνεχίζεται πάνω σ’ ένα γιοτ με εκατομμυριούχους από πολλές διαφορετικές μπίζνες. […] Ομολογώ ότι η μητέρα μου με επηρέασε όσο δεν φαντάζεστε! Μεγάλωσα σε μία οικογένεια που η πολιτική ήταν πάντα κεντρικό θέμα των συζητήσεών μας. Ο μεγάλος μου αδελφός είναι δεξιός, συντηρητικός. Η μητέρα μου είναι κομμουνίστρια. Μπορώ να σας πω ότι τα οικογενειακά μας τραπέζια έχουν μεγάλο ενδιαφέρον (γελάει). Μέχρι να έρθει η ώρα του γλυκού έχουν συγκρουστεί και καταρρεύσει όλες οι μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα. Οπότε, ναι, η σύγκρουση του Αμερικανού κομμουνιστή καπετάνιου και του Ρώσου ολιγάρχη είναι εμπνευσμένη από τα οικογενειακά μας κυριακάτικα τραπέζια. Απλώς όλα είναι πιο τραβηγμένα και σίγουρα η ειρωνεία ότι διαδραματίζεται σ’ ένα γιοτ εκατομμυρίων, ελπίζω να μην πέφτει στο κενό.»
Η ταινία δεν στερείται καθαρότητας στο επίπεδο των προθέσεων: Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει καταβροχθίσει τα πάντα, ανθρώπους, αξίες, περιβάλλον, οδηγώντας σε βέβαιη καταστροφή κι αυτήν την τάξη που υπηρετεί. Θα ήταν όμως σαφώς αποτελεσματικότερη αν ο κυνισμός δεν είχε την τελευταία λέξη, κι αν η αυλαία δεν έκλεινε τόσο βιασμένα.
Βραβείο καλύτερης ταινίας στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών.