Ο Μπλάνκο, 55άρης ιδιοκτήτης εργοστασίου βιομηχανικών ζυγαριών, βρίσκεται σε πιεστικό αδιέξοδο. Η υποψηφιότητά του για ένα βραβείο επιχειρηματικής “αριστείας”, που απονέμεται από την τοπική κυβέρνηση και το οποίο επιθυμεί διακαώς, προσκρούει σε απρόβλεπτους υφάλους.
Ο διευθυντής παραγωγής πέφτει σε απανωτά λάθη εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων στον γάμο του, την ίδια στιγμή που ένας μόλις απολυμένος – και απελπισμένος υπάλληλος, στρατοπεδεύει απέναντι από την είσοδο του εργοστασίου με άγριες διαθέσεις. Μια πρόσκαιρη, τέλος, ερωτική περιπέτεια με μια νεαρή εποχιακή εργαζόμενη, εξελίσσεται σε κακό βραχνά.
Οι υπόγειες (αμφισβητήσιμης στην καλύτερη περίπτωση ηθικής) μεθοδεύσεις που εξυφαίνει για τη δραστική αντιμετώπιση των εμποδίων, οδηγούν σε ολέθρια αποτελέσματα.
Ο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα μας συστήθηκε προ εικοσαετίας με το “Δευτέρες με λιακάδα”, ένα διεισδυτικό σχόλιο για τον κόσμο της εργασίας του ισπανικού βορρά και την ανεργία, όπου το δραματουργικό βάθος και η ταξική ματιά συμπλέκονταν διαλεκτικά σ’ όλη την έκταση της ταινίας, παράγοντας ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα.
Στο “Τέλειο αφεντικό”, ο Αρανόα επανατοποθετεί την ταξική πάλη στο επίκεντρο, εγκαταλείποντας ωστόσο τον δραματικό τόνο τού “Δευτέρες με λιακάδα”, εναλλάσσοντας εύστοχα την σκωπτική με την κωμική αφηγηματική γλώσσα, κι επιλέγοντας τούτη τη φορά ως βασικό φορέα έκφρασης των αντιθέσεων το αφεντικό. Ένα αφεντικό που ενσαρκώνει έξοχα ο μάστορας του μέτρου Χαβιέ Μπαρδέμ, ξεδιπλώνοντας μιαν ανεξάντλητη γκάμα ερμηνευτικών αποχρώσεων, που δεν ξεπέφτει στιγμή στην καρικατούρα.
Αυτό όμως που πρωτίστως υπηρετεί ο Μπαρδέμ, είναι ο σταθερός ιδεολογικός προσανατολισμός του Αρανόα, ο οποίος και δίνει τον τόνο απ’ την αρχή ως το τέλος, χώνοντας το νυστέρι του βαθιά στο σώμα της παραμορφωμένης από τον καπιταλισμό σημερινής Ισπανίας. Αυτόν που σπρώχνει την πιο ευάλωτη μερίδα της νέας γενιάς Ισπανών στον ρατσισμό, τη βία και τον οπορτουνιστικό ατομισμό. (Οι πιτσιρικάδες που επιτίθενται άγρια στους νεαρούς μετανάστες στην άκρως ρεαλιστική εναρκτήρια σκηνή, θα επαναλάβουν άτεγκτα το κατόρθωμά τους όταν το ζητήσει το αφεντικό. Και η φέρελπις Λιλιάνα θα εγκαταλείψει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις το όνειρο της ρομάντζας, προκειμένου να εισπράξει μερίδιο από την πίτα).
Το πιο εναργές και δραστικό ωστόσο σχόλιο, που βαθαίνει ολοένα στην κλιμάκωση της αφήγησης, αφορά το αδιέξοδο της συναλλαγής ανάμεσα στον εργάτη και το αφεντικό. Για όλους εκείνους που διαπραγματεύονται την ταξική τους θέση και αξιοπρέπεια δεν υπάρχει σωτηρία, όπως απηχείται ανατριχιαστικά στην έξοχη σκηνή του φινάλε. Και το παραμύθι της ενωμένης οικογένειας όπου ο πατέρας-εργοστασιάρχης μεριμνεί για τους εργάτες ως να ήταν παιδιά του, όπως δηλώνει ξεδιάντροπα ο Μπλάνκο ενώ έχει ήδη δρομολογήσει την απόλυση ενός… παρασιτικού γιου, δεν είναι παρά το φαντασιακό, δόλιο μηχάνευμα των εργοδοτών. Δύο, αεί, και απολύτως αντιτιθέμενες ως τέτοιες είναι αξιωματικά οι πλευρές στον καπιταλιστικό κόσμο, η διαχωριστική γραμμή είναι πεντακάθαρη, κι αλλοίμονο στον εργάτη που θα πιστέψει σε ‘καλά αφεντικά’ και προνομιούχα μεταχείριση.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο διαδικτυακό περιοδικό “The AU Review” με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, ο Αρανόα καταθέτει, μεταξύ άλλων: «[…] Η ιδέα για τον χαρακτήρα και την ταινία εγκαινιάστηκε πριν 10-12 χρόνια. Βρισκόμασταν σε κρίση στην Ισπανία, κι είχα ακούσει να γίνεται λόγος για κάποιον που εμπλεκόταν στα προσωπικά προβλήματα των εργατών, με στόχο να βελτιώσει την παραγωγικότητα του εργοστασίου του. […] Σκέφτηκα πως μου δινόταν μια ευκαιρία να εξερευνήσω τις εργασιακές σχέσεις. Ξεκίνησα γράφοντας το σενάριο, κάτι που πήρε αρκετό χρόνο. Τα τελευταία δέκα χρόνια άλλαζαν συνεχώς οι εργατικοί νόμοι σχετικά με τα δικαιώματα των εργαζομένων, και άλλαζαν κάθε φορά προς το χειρότερο. Όλο αυτό τροφοδότησε το γράψιμό μου. […] Ο Μπλάνκο χειρίζεται τους ανθρώπους από τότε που ήταν νέος και ξέρει καλά πώς να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη. Μπορεί κανείς να την καταλάβει από τον τρόπο που περπατάει. Ακόμα κι αν ντυνόταν διαφορετικά, θα φαινόταν ότι είναι το αφεντικό. […] Οι ζυγαριές δεν αφορούν μόνο τη δικαιοσύνη και την ισορροπία, αφορούν και το ζήτημα της αβεβαιότητας. Δεν μπορεί κανείς να ελέγχει τα πάντα. Πάντα κάτι ξεφεύγει από τον έλεγχο. […] Ο Χαβιέ διακρίνεται από βαθύ σεβασμό για το έργο του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου. […] Τον έθελξε ο χαρακτήρας που αποτυπωνόταν στο χαρτί, κι αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προκύψει. Δουλέψαμε πάνω σ’ αυτό, […] κι έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη φυσική συμπεριφορά του χαρακτήρα. Ο τρόπος που περπατάει, ο τρόπος που ακουμπάει τους υπαλλήλους… σαν να του ανήκουν. Αυτά είναι πράγματα τα οποία ο Χαβιέ αναδεικνύει έξοχα. […] Μας αρέσει να εξερευνούμε καταστάσεις και να παίρνουμε ρίσκα, κι όταν παίρνεις ρίσκα, κάποιες φορές βρίσκεις εξαιρετικά πράγματα.[…]»
13 βραβεία Γκόγια, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, μοντάζ και καλύτερης ανδρικής ερμηνείας γι’ αυτό το διαμαντάκι του σύγχρονου ισπανικού κινηματογράφου.