Ο Γκάτσμπι, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας – σπουδαστής σε κολλέγιο του αμερικανικού Βορρά, συνοδεύει την Άσλεϋ (συμφοιτήτρια και αγαπημένη του) στη Νέα Υόρκη, όπου η κοπέλα έχει ραντεβού για συνέντευξη μ’ έναν αντικομφορμιστή σκηνοθέτη του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Η ρομαντική πρόθεσή του να γνωρίσει στο κορίτσι του την πόλη που αγαπά, μέσα από αντισυμβατικές διαδρομές, ανατρέπεται ραγδαία από μια σειρά τυχαίων περιστατικών, που δημιουργούν νέα και κάθε άλλο παρά αμελητέα δεδομένα στις ζωές και των δυο τους. Η έκβαση της ημέρας δεν είναι σε καμιά περίπτωση η αναμενόμενη.
Ο αειθαλής Γούντι Άλεν (έχει συμπληρώσει τα 83), δεν κάνει – ούτε έκανε ποτέ σινεμά για το λαό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κύριο σώμα των ταινιών του, αφορά κυρίως διανοουμενίζοντες αστούς – τους ομοίους του, κοντολογίς. Γεγονός ευνόητο, αν αναλογιστούμε ότι κάνει ουσιαστικά την ίδια ταινία εδώ και έξι περίπου δεκαετίες, με επίκεντρο τον ίδιο, τις νευρώσεις και τις εμμονές του. Θα αδικούσαμε όμως τόσο την τέχνη του όσο και την τέχνη του κινηματογράφου γενικότερα, αν περιοριζόμασταν σ’ αυτήν τη διαπίστωση.
Γιατί το σινεμά του Γούντι Άλεν είναι το σινεμά ενός παθιασμένου σινεφίλ, που λατρεύει το μέσο και το υπηρετεί με αμείωτο ζήλο και επάρκεια μέσων, όσο σχεδόν λατρεύει την πόλη μέσα στην οποία ζει και δημιουργεί ακατάπαυστα, τη Νέα Υόρκη (κάνει σχεδόν σταθερά μια ταινία το χρόνο).
Κι αν κάτι τον απομακρύνει – κι εν τέλει τον σώζει – από τον εκλεκτικισμό και τον εστετισμό είναι το χιούμορ κι ο ανελέητος αυτοσαρκασμός του.
Και σ’ αυτήν εδώ λοιπόν την 49η! ταινία του, ένας νεαρός Γούντι Άλεν – με τα χαρακτηριστικά του χαρισματικού Τιμοτέ Σαλαμέ αναμετριέται με το τυχαίο και τις οικογενειακές παραδόσεις κι αγκυλώσεις, καμώνεται – ελάχιστα πειστικά – ότι περιφρονεί το χρήμα, στοχάζεται γύρω από τις αλήθειες της ζωής και της ζωής του σαρκάζοντας τα αστικά στερεότυπα κι αυτοσαρκαζόμενος διαρκώς, βρίσκει και χάνει τον έρωτα, και παραδίνεται – με την ευκολία που συνεπάγεται η οικονομική και κοινωνική του άνεση – στη σαγήνη της αγαπημένης του πόλης.
Και όλα τούτα θα μπορούσαν να είναι τετριμμένα και κοινότυπα, αν δεν σφραγίζονταν από την αθωότητα ενός έκπληκτου βλέμματος μικρού παιδιού, τον αθεράπευτο ρομαντισμό του αιώνια ερωτευμένου, την παρρησία του καλλιτέχνη που γνωρίζει καλά το μέσο και τις δυνατότητές του, αλλά και “την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας” – και γερνάει χωρίς μεμψιμοιρίες- , από πηγαίο κι ανεξάντλητο χιούμορ, και τον μαγικό φακό του 79χρονου Βιτόριο Στοράρο, που αποτυπώνει μοναδικά το φως υπό σκιά, υπό βροχή, κι υπό τη φευγαλέα λάμψη ενός φιλιού.
Αντιγράφουμε εδώ αποσπάσματα από παλιότερη συνέντευξη του σκηνοθέτη (2014):
«[…] Λατρεύω να δουλεύω στην Ευρώπη, αν και, αν είχα τη δυνατότητα, θα γύριζα όλες τις ταινίες μου στη Νέα Υόρκη. Εδώ ζω, μπορώ να γυρίζω σπίτι μετά τη δουλειά και να μην ανησυχώ αν το ρουμ σέρβις θα καθυστερήσει ή αν θα χαθώ στο δρόμο και θα πρέπει να ζητάω οδηγίες από ένα ζευγάρι τουριστών από τη Λιθουανία. Όμως, η Νέα Υόρκη είναι ακριβό μέρος για να κάνεις ταινίες. […]
Υπήρξα απίστευτα τυχερός. Μου δόθηκε η ικανότητα να διασκεδάζω τον κόσμο και ν’ αφηγούμαι ιστορίες που με κάποιον τρόπο τον αφορούν. Αλλά είναι από καθαρή τύχη. Γι’ αυτό το θέμα της τύχης επανέρχεται στις ταινίες μου. […]
Τα πράγματα σπανίως εξελίσσονται με τον τρόπο που θα θέλαμε. Οι ερωτικές μας σχέσεις συχνά μας απογοητεύουν, κάνουμε δουλειές που δεν μας γεμίζουν πνευματικά ή δημιουργικά… Αλλά κάποιοι άνθρωποι έχουν τον τρόπο να ξεπερνούν ή να παρακάμπτουν αυτή τη σκληρή αλήθεια και να καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι είναι ευτυχείς. Όλοι το κάνουμε και είμαι ο τελευταίος που θα κρίνω όποιον το καταφέρνει. Ο δικός μου τρόπος να χειρίζομαι αυτή την πραγματικότητα, ότι γερνάω κι ότι δεν ανταποκρίνομαι στις φιλοδοξίες μου, είναι να συνεχίζω να δουλεύω, να βλέπω αθλητικά, να πηγαίνω σινεμά. Έτσι ξεγελιέμαι και μένω απασχολημένος για να μη με «ρουφήξει» η σκοτεινή πλευρά. Η επίγνωση, π.χ., ότι μπορείς να τρέχεις στο διάδρομο κάθε πρωί και να τρως μόνο υγιεινά και στο τέλος ο Χάρος θα έρθει να σε πάρει.[…]
Επιβιώνω με περισπασμούς. Είναι μια διαφυγή, αλλά αποδίδει. Κοίτα πόσοι άνθρωποι προσπαθούν να «ξεφύγουν» βλέποντας άθλια προγράμματα στην τηλεόραση ή επενδύοντας ενέργεια κι ελπίδα στο ποιος θα κερδίσει ένα ανούσιο ματς ποδοσφαίρου ή πηγαίνοντας σινεμά. Συνεχίζω να γυρίζω ταινίες, ελπίζοντας μάταια ότι θα κάνω αυτό το ένα καθοριστικό αριστούργημα, αν και ξέρω ότι οι περισσότερες ταινίες μου είναι αποτυχίες. […]
Δεν νομίζω ότι καταφέρνουμε ποτέ να ανακαλύψουμε το βαθύτερο νόημα ή ότι κατανοούμε τα σημαντικά στοιχεία της ζωής. Νομίζω ότι γελοιοποιούμαστε ισοβίως, είτε είμαστε 20, είτε 40, είτε 60. Παλεύουμε με τα ίδια ακριβώς ερωτήματα που ταλάνιζαν τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών. Είμαστε καταδικασμένοι να βιώνουμε τις ίδιες αμφιβολίες, αντιφάσεις και απογοητεύσεις που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν ανέκαθεν. Δεν έχω νιώσει καμία επιφοίτηση, δεν έχω βρει απαντήσεις. Γι’ αυτό και οι ταινίες μου αντανακλούν πόσο φευγαλέα είναι η ευτυχία, πόσο δύσκολο είναι να βρούμε την αρμονία και γιατί οι σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες συνεχίζουν να είναι απρόβλεπτες και εύθραυστες. […]»
Απελευθερωτικό χιούμορ, αναπάντεχες ανατροπές (ανθολογείται η σκηνή της εξομολόγησης της μητέρας του Γκάτσμπι), καυστικό ξεγύμνωμα της καλλιτεχνικής “σπουδαιότητας” και απογειωτικός ρομαντισμός (το φιλί στο Σέντραλ Παρκ, το τραγούδι του Τσετ Μπέηκερ έξοχα ερμηνευμένο από τον Σαλαμέ) σε μιαν απολαυστική ταινία που παρακολουθεί με διαύγεια και παρηγορητική τρυφερότητα την περιπέτεια που είναι η νιότη.
Η Amazon την κράτησε για ένα χρόνο στο συρτάρι, θορυβημένη από τον απόηχο του σκανδάλου που αφορούσε την κακοποίηση της κόρης του Γούντι Άλεν και της Μία Φάροου, ο Άλεν όμως κέρδισε τη δικαστική διαμάχη που ακολούθησε και η “Βροχερή μέρα…” κυκλοφόρησε κανονικά το 2019. Η νέα ωστόσο ταινία του νεοϋορκέζου δημιουργού γυρίζεται στην Ισπανία με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.