H Παρισινή Κομμούνα και
η μαρτυρία του μεγάλου ζωγράφου Γκουστάβ Κουρμπέ
Ο Γκουστάβ Κουρμπέ γεννήθηκε στο 1819 στο Ορνάν και πέθανε το 1877 εξόριστος στην Ελβετία, λόγω της συμμετοχής του στην Κομμούνα. Βαθειά δημοκρατικός, αντικληρικαλιστής και αντιακαδημαϊκός, συνδέθηκε με φιλία με τον Μπωτλέρ και τον Προυντόν.
Απορρίπτοντας τα συμβατικά θρησκευτικά, μυθολογικά και ιστορικά θέματα (που επικρατούσαν σχεδόν καθολικά στα επίσημα Σαλόν) και ζωγραφίζοντας με βάση ριζοσπαστικές, κοινωνικές αντιλήψεις, αναγωρίστηκε με ενθουσιασμό απο νεώτερους καλλιτέχνες της εποχής του ως επικεφαλής της “νατουραλιστικής” ή “ρεαλιστικής” κίνησης που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Το 1849 αρνείται να παραλάβει το χρυσό μετάλλιο που του απονέμει το Salon και το ίδιο κάνει με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής που του απονέμεται στα 1870. Το 1855 και 1867, μετά την απόρριψη των έργων του από τις επίσημες διοργανώσεις των Διεθνών Εκθέσεων του Παρισιού, κατασκευάζει δικό του περίπτερο, του Ρεαλισμού, στο οποίο στεγάζει μεγάλη έκθεση των έργων του (παράδειγμα που αργότερα ακολουθούν και οι εμπρεσσιονιστές), ενώ παράλληλα κυκλοφορεί τις απόψεις του για την τέχνη στον κατάλογο της Έκθεσης.
Το 1871, παίρνει ενεργά μέρος στην Κομμούνα του Παρισιού και από τη θέση του προέδρου της Επιτροπής Τέχνης επιβλέπει το γκρέμισμα της στήλης του Ναπολέοντα, στην Place Vendome. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται για έξι μήνες, αφήνεται ελέυθερος, αφού προηγουμένως καταβάλλει ένα υπέρογκο ποσό σαν εγγύηση, και πέντε χρόνια αργότερα, πεθαίνει πολιτικός πρόσφυγας στην Ελβετία.
Η παρακάτω επιστολή, που απευθύνεται στην κυρία Joliclerc, αποτελεί σημαντική ιστορική μαρτυρία για τα όσα ακολούθησαν την καταστολή της Παρισινής Κομμούνας.
“Με καταλήστεψαν, με κατέστρεψαν, με δυσφήμισαν, μ’ έσυραν στους δρόμους του Παρισιού και των Βερσαλλιών βασανίζοντάς με, με διάφορες ηλιθιότητες και φοβερές βρισιές. Αφέθηκα να σαπίσω στην απομόνωση, όπου χάνει κανείς τα λογικά και τις φυσικές του δυνάμεις.
Κοιμήθηκα καταγής, ανάμεσα στ’ αποβράσματα της κοινωνίας, σε κελλιά που έβριθαν από παράσιτα, με μετέφεραν από φυλακή σε φυλακή, μέσα σε νοσοκομεία που ολόγυρα ξεψυχούσαν άνθρωποι, σε κάρα μεταγωγικά της αστυνομίας, μ’ έριξαν σε φυλακές και κελλιά τόσο στενά που μόλις χωρούσε να σταθεί ένας άνθρωπος όρθιος και έζησα μ’ ένα όπλο κολλημένο στο κεφάλι πάνω από τέσσερις μήνες. Κι αλλοίμονο! δεν ήμουν ο μόνος!! Διακόσιες χιλιάδες είμασταν, νεκροί πια και ζωντανοί.
Κυρίες, εργάτριες, παιδιά όλων των ηλικιών, μωρά που θήλαζαν ακόμη, για να μη μιλήσουμε για τα ορφανά που, χωρίς μάννα και πατέρα, μάζευαν κατά χιλιάδες από τους δρόμους του Παρισιού κάθε μέρα και τα ‘ριχναν στη φυλακή. Ποτέ τα μάτια του ανθρώπου δεν είδαν παρόμοιες καταστάσεις – κανένα έθνος, κανένα χρονικό, καμμιά εποχή δεν έχει να μνημονεύσει παρόμοια σφαγή, παρόμοια εκδίκηση”.