Μάης 1963. Η άνοιξη στο ζενίθ της, η παρακρατική ασυδοσία ομοίως. Το μεσημέρι της Τετάρτης – 22, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη και βουλευτής Πειραιά, εκλεγμένος (ως συνεργαζόμενος) με την ΕΔΑ, μεταβαίνει αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να μιλήσει το ίδιο βράδυ σε συγκέντρωση που διοργανώνει η εν λόγω Επιτροπή κόντρα σε αμέτρητα προσκόμματα.
Έχουν προηγηθεί διαβήματα στελεχών της ΕΔΑ στον εισαγγελέα Πρωτοδικών και στην Αστυνομία, καθώς υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι απειλείται η ζωή του. Τα διαβήματα αγνοούνται προκλητικά, ο Λαμπράκης προπηλακίζεται έξω απ’ τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος κι εκφωνεί την ομιλία του εν μέσω βίαιων, χυδαίων αντιδράσεων των ακροδεξιών και παρακρατικών που έχουν συγκεντρωθεί απ’ έξω, που προστατεύονται απροκάλυπτα από τις παραταγμένες αστυνομικές δυνάμεις.
Κατά την αποχώρησή του απ’ τα γραφεία κι ενώ διασχίζει το δρόμο -συνοδευόμενος από φίλους και συναγωνιστές- για να μεταβεί στο απέναντι ξενοδοχείο, ένα διερχόμενο τρίκυκλο κατευθύνεται καταπάνω του και άτομο ανεβασμένο στην καρότσα τον χτυπάει με μανία στο κεφάλι μ’ ένα λοστό. Ο Λαμπράκης σωριάζεται αιμόφυρτος στο κράσπεδο.
Δεύτερος σταθμός του αφιερώματος στο πολιτικό σινεμά του Κώστα Γαβρά, το θρυλικό “Ζ”, η κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Βασίλη Βασιλικού, με τον οποίο είχε υπηρετήσει στο στρατό ο αδερφός τού σκηνοθέτη κι ο οποίος του το πρότεινε ένθερμα ως θέμα για ταινία.
Στις λεπτομέρειες και το παρασκήνιο του χρονικού της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη ο Λαϊκός Δρόμος έχει αναφερθεί διεξοδικά. Θ’ αρκεστούμε σε μια αδρή περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών τού κοινωνικο-πολιτικού φόντου και σε κάποια ενδεικτικά στοιχεία που αφορούν την ταινία καθεαυτή.
Είναι γνωστό (κι οπωσδήποτε επαληθεύσιμο) ότι ο Γαβράς δεν στόχευσε στην ακριβή ανασύσταση των πραγματικών γεγονότων, όσο, κυρίως, στην αποτύπωση του κλίματος βίας κι ασυδοσίας που επικρατούσε με ακέραιη ευθύνη της κυβέρνησης Καραμανλή -υπό τη συστηματική καθοδήγηση της αμερικανικής CIA- και της σχέσης του μετεμφυλιακού παρακράτους με την επίσημη εξουσία, η οποία και το εξέθρεφε απροσχημάτιστα. Ακριβής παρ’ όλα αυτά είναι η αναμετάδοση των ομιλιών του τότε Υφυπουργού Γεωργίας και του Γενικού Επιθεωρητή Χωροφυλακής Β. Ελλάδας, πραγματικό περιστατικό που διαδραματίστηκε το μεσημέρι της 22ας του Μάη στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, όπως αυτό ξεδιπλώνεται στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας. Ανάμεσα δε στους – καθόλου πρωτότυπους κατά τα άλλα – τίτλους αρχής, διαβάζουμε το αιρετικό για τα καλλιτεχνικά δεδομένα της εποχής: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα ζώντα και τεθνεώτα δεν είναι τυχαία. Είναι σκόπιμη».
Η Ελλάδα δεν αναφέρεται ρητά, υπονοείται ωστόσο εύληπτα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ξενίζει παρόλα αυτά η χρήση της γαλλικής γλώσσας.
Το “Z” είναι πρωτοποριακό από πολλές απόψεις: Όχι μόνο γιατί εγκαινιάζει “επιθετικά” το πολιτικό θρίλερ που θα λάμψει στη διάρκεια της 10ετίας του ’70, αλλά κυρίως γιατί ο Γαβράς κάνει χρήση ασυνήθιστων για την εποχή αφηγηματικών και τεχνικών μέσων: Καταιγιστικό μοντάζ, άρτια δομημένη στη λεπτομέρειά της πλοκή, πολυδιάστατοι χαρακτήρες, διαλεκτική σύνθεση αντιθετικών στοιχείων [ο βουβός πόνος της συζύγου του βουλευτή (συγκλονίζει η Ειρήνη Παππά με την αυστηρότητα της μορφής και την εκφραστικότητά της), αντιπαραβάλλεται διαρκώς στη φασιστοειδή φλυαρία των στραταίων, αλλά και στις εκρηκτικές διαφωνίες των στελεχών της ΕΔΑ]. Ακόμα πιο καθηλωτικές οι σκηνές πλήθους (η παρακρατική βία αποτυπώνεται με ανατριχιαστική ζωντάνια), όπως άλλωστε προφανώς εσκεμμένη είναι η αντιστοίχιση των πρωτοστατούντων στρατιωτικών με τους συνταγματάρχες του πραξικοπήματος του ’67 (η ταινία γυρίζεται ενώ έχει ήδη εδραιωθεί στην Ελλάδα η χούντα), αλλά και η σύνδεση με όσους πρωταγωνίστησαν στα αίσχη του Εμφυλίου. Άκρως αποτελεσματικά και με μεγάλη ενδελέχεια σκιαγραφούνται τα πιόνια της ιστορίας: του “Βάγγου” (Κοτζαμάνη) και του “Γιάγκου” (Εμμανουηλίδη), οι οποίοι δεν δαιμονοποιούνται, αλλά παρουσιάζονται ως τα θλιβερά ενεργούμενα που είναι θύματα της φτώχειας, της αμορφωσιάς και του αντιδραστικού παρελθόντος. Χαρακτηριστικό της αίσθησης που δημιούργησε η ταινία μετά την κυκλοφορία της, αυτό που γράφεται από γνωστή τότε Γαλλίδα κριτικό: «συσσωρεύει τόση ένταση, ώστε στο τέλος αισθάνεται κανείς σαν δεμένος σε κόμπο».
Μια επίσης ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Ο Γαβράς δυσκολευόταν να βρει χρηματοδότες στη Γαλλία κι ο Ζακ Περέν (ο νεαρός φωτορεπόρτερ που αποφασίζει να φωτίσει το βάθος των πραγμάτων, ο γνωστός μας γερασμένος Σαλβατόρε του “Σινεμά ο Παράδεισος”), του πρότεινε την Αλγερία του Μπουμεντιέν. Ο Γαβράς πείστηκε, και πράγματι τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν με ελάχιστο κόστος στο Αλγέρι.
Το ρέον, λειτουργικό σενάριο συνυπογράφει (από κοινού με τον Γαβρά) ο Ισπανός συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν, μέλος του Κ.Κ. Ισπανίας στη διάρκεια του ισπανικού Εμφυλίου – που πολιτογραφήθηκε Γάλλος στη συνέχεια, μετέπειτα υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Γκονζάλες (1988-1991). Τη μουσική υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος, εξόριστος τότε στη Ζάτουνα, τους πρότεινε να βρουν αρμοστά μοτίβα για την ταινία σε προηγούμενα έργα του, όπερ και εγένετο.
Γενναιόδωρες ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς που παρελαύνουν, και που συμμετείχαν αφιλοκερδώς στην ταινία. Ερμηνευτής ιδιαίτερου εκτοπίσματος, ο Υβ Μοντάν αποδίνει πειστικότατα την πολυπλοκότητα της προσωπικότητας του Λαμπράκη, για τον οποίο αξίζει ν’ αναφέρουμε κάποια συμπληρωματικά στοιχεία: πρωταθλητής του άλματος εις μήκος επί 23 συναπτά χρόνια και βαλκανιονίκης, σπάνιου ήθους γιατρός (γυναικολόγος-μαιευτήρας, Υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας), γνωστός για την καταδεκτικότητά του προς τους μη έχοντες (αναλάμβανε ασθενείς αφιλοκερδώς), κι αυτός που είχε εγκαινιάσει τις Μαραθώνιες πορείες Ειρήνης.
Αξιομνημόνευτη και η ερμηνεία του Ζαν-Λουί Τρεντινιάν ως Σαρτζετάκη: αμετακίνητος στην αποφασιστικότητά του να ξεσκεπάσει τους πραγματικούς ενόχους, εμφανίζεται χαρακτηριστικά στωικός, σχεδόν άκαμπτος.
Ουκ ολίγες οι διεθνείς διακρίσεις: Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και μοντάζ, Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, όπως και ανδρικού ρόλου για τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, και BAFTA μουσικής για τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι το “Ζ” παραπέμπει ευθέως στο “Ζει”, που φώναζαν επαναλαμβανόμενα οι φοιτητές τις μέρες μετά την επίθεση – αλλά και για καιρό μετά, πρόθεση άλλωστε του Γαβρά ήταν να διαβάζεται σαν “ΖΕΙ” και όχι “ΖΗΤΑ”.
Θέμις