Βολιβιανό Αλτιπλάνο: Σ’ ένα από τα πιο απομονωμένα σημεία αυτού του απέραντου οροπεδίου των Άνδεων που εκτείνεται από τη Περού ως την Αργεντινή, ο Βιργίνιο και η Σίσα, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ιθαγενών Κέτσουα, αντιμετωπίζουν δύσκολα την παρατεταμένη ξηρασία, απειλητική και γι’ αυτήν ακόμα την επιβίωση των λάμα• ζώων εξαιρετικά ανθεκτικών στις συνθήκες ανυδρίας που χαρακτηρίζουν αυτόν τον αρχέγονο τόπο.
Η επίσκεψη του εγγονού τους Κλέβερ, που φτάνει απροειδοποίητα από την πόλη, διαταράσσει τη φαινομενική αταραξία του Βιργίνιο, καθώς το δίλημμα που θέτει ο νεαρός χρήζει απάντησης• το πρόβλημα του παππού αποδεικνύεται άλλωστε πιο σύνθετο από την έλλειψη νερού.
Μ’ ένα υποτυπώδες σενάριο, αλλά μια κάθε άλλο παρά υποτυπώδη “ιστορία”, ο βραβευμένος Βολιβιανός φωτογράφος Αλεχάντρο Λοάιζα Γκρίσι μας συστήνει σ’ αυτήν την πρώτη κινηματογραφική του απόπειρα την περήφανη φυλή των Κέτσουα, με πολιτισμό χιλιετιών και πληθυσμό που υπερβαίνει ακόμα σήμερα τα 14 εκατομμύρια, συνδεόμενοι ιστορικά εξ ολοκλήρου σχεδόν με τον πρωτογενή τομέα. Η κέτσουα (quechua) (από το qhiswa “zona templada”, που σημαίνει εύκρατο κλίμα), ή πιο σωστά ρουνασίμι (η γλώσσα των ανθρώπων), είναι η γλώσσα των ιθαγενών των Άνδεων, και η τέταρτη κατά σειρά γλώσσα που μιλιέται σήμερα στην αμερικανική ήπειρο.
Κατακτημένοι διαδοχικά από τους Ίνκας, που σεβάστηκαν τα ήθη και τις παραδόσεις τους, κι από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα, οι οποίοι τους εξανάγκασαν σε μια ζωή υποτελών χωρίς δικαιώματα, περιορίζοντας κι αλλοιώνοντας βίαια τον πολιτισμό τους, υποχρεώνοντάς τους μεταξύ άλλων να παραδίνουν το μεγαλύτερο μέρος των παραδοσιακών τους καλλιεργειών, έχουν απομονωθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα για καθαρά επιβιωτικούς λόγους στο χέρσο Αλτιπλάνο, βιοποριζόμενοι σχεδόν αποκλειστικά πλέον από το μαλλί των λάμα (το 70% τoυ είδους βρίσκεται στη Βολιβία) και τα υποπροϊόντα του (κυρίως υφάσματα). Η φυσιολογική προσαρμογή τους σε υψόμετρο που φτάνει σε κάποιες περιπτώσεις τα 4.000 μ. αλλά και σε συνθήκες παρατεταμένης ξηρασίας υπήρξε αντικείμενο πολυάριθμων μελετών• το μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο που αντιμετωπίζουν οι Κέτσουα, όπως και οι Αϋμάρα, η συγγενής – επίσης αρχαία φυλή των Άνδεων, είναι ο συνεχής περιορισμός του ζωτικού τους χώρου.
Για τους ήρωες της ταινίας του Γκρίσι, οι στερήσεις στις οποίες υπόκεινται (αναγκαζόμενοι κάποιες φορές να διασχίσουν αρκετά χιλιόμετρα προκειμένου να εξοικονομήσουν δυο κουβάδες νερό, ενώ θερμαίνονται, μαγειρεύουν και φωτίζονται χωρίς ηλεκτρισμό), αντισταθμίζονται από την ανεκτίμητη ηρεμία μιας ζωής χωρίς ανώφελους περισπασμούς, όπου η αξιοπρέπειά τους λάμπει σαν τον ήλιο που τους ζεσταίνει, αντανακλώντας στα αβίαστα, στιγμιαία χαμόγελά τους, όπως και το σπάνιο προνόμιο να παρατηρούν από απόσταση αναπνοής το άνοιγμα των φτερών ενός κόνδορα, την ενατένιση της χωρίς αρχή και τέλος οροσειράς των Άνδεων, το αφούγκρασμα των ήχων του αγέρα που σμίγει με το βαριανάσεμα της γης (έξοχη η αλληγορική ταύτιση με το βαριανάσεμα του Βιργίνιο), μιας γης απέραντης κι ανυπόταχτης.
Ο Γκρίσι αφήνει την εικόνα να μιλήσει, δίνοντας χώρο στη σιωπή και τις παύσεις, κι επιτρέποντας στον θεατή να παρακολουθήσει – όσο επιτρέπει η διαμεσολάβηση της κάμερας – έναν σκληρό, εξαίσιο ωστόσο στην αυθεντικότητά του κύκλο ζωής, όπου ο άνθρωπος υπάρχει σε απόλυτη αρμονία με τη φύση που τον περιβάλλει, αγαπά κι αγαπιέται ανυπόκριτα, και συμφιλιώνεται με το τέλος του χωρίς το παραμικρό αίσθημα τρόμου.
Σε συνέντευξή του στο διαδικτυακό περιοδικό Cinevue, ο Γκρίσι καταθέτει για την κινηματογραφική εμπειρία του: «Πιστεύω ότι η Βολιβία είναι μια χώρα που υποφέρει απ’ αυτήν την απώλεια του πολιτισμού και της γλώσσας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, πρόκειται για μια διαδικασία που εξελίσσεται επί εκατονταετίες. […] Είναι οδυνηρό να παρακολουθείς πως μια χώρα τόσο όμορφη, με τέτοια εξαίσια φύση, κινδυνεύει να χαθεί – μια ολόκληρη χώρα, μια τεράστια χώρα. […] Εμείς, σαν Βολιβιάνοι, με πολλές κουλτούρες και γλώσσες, δεν έχουμε μια καθαρή ταυτότητα. […] Και η ταινία εξερευνά τα ερωτήματα που εγείρονται γύρω από την ταυτότητα και τον πολιτισμό. […] Από τότε που υπάρχει το Ίντερνετ, τα πάντα έχουν αλλάξει. […] Πρόκειται για ένα ιστορικό προτσές. Είναι αστείο, γιατί στις μέρες μας, οι άνθρωποι επιχειρούν ν’ ανακτήσουν αυτό που έχουμε χάσει – ο λαός πασχίζει να νιώσει πιο περήφανος γι’ αυτό που υπήρξαμε στη Βολιβία. Υπήρξε μια στιγμή στην ιστορία όπου το να μιλάς μια ιθαγενική γλώσσα θεωρούνταν κακό• ήσουν πολίτης δεύτερης κατηγορίας επειδή δεν μιλούσες καλά ισπανικά. Αυτό συμβαίνει ενδεχομένως από την άφιξη της ισπανικής αυτοκρατορίας, υπήρξε όμως ένα διακριτό χαρακτηριστικό του προηγούμενου αιώνα. Πιστεύω ότι ο ερχομός του Κλέβερ (του νεότερου χαρακτήρα της ταινίας) στην ύπαιθρο, σηματοδοτεί την εξερεύνηση της ανάγκης επιστροφής των σημερινών ανθρώπων στις ρίζες τους. Θέλησα ν’ αποτυπώσω αυτόν τον πόθο του να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας, να μην ξεχνάμε από πού ερχόμαστε. […]».
Μια δυνατή, λιγομίλητη κατάθεση για έναν αγέρωχο λαό, και την υποβλητική φύση του Αλτιπλάνο.
Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ του Σάντανς.