Το 2003, Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ήδη γνωστός ανά τον κόσμο ως ο νεότερος εν ζωή δισεκατομμυριούχος – και ιδρυτής του Facebook, επιστρέφει στο Χάρβαρντ για ν’ ανακριθεί ενώπιον τριών εναγόντων, αντιμέτωπος με δύο βαριές αγωγές: μία για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας από τους αδερφούς Γουίνκελβος, και μία για εξαπάτηση του μέχρι πρότινος συνεταίρου του Εντουάρντο Σάβεριν.
Ο Ζάκερμπεργκ ανασκευάζει το δρόμο του προς τη δόξα και τα πλούτη με εντυπωσιακά αλλά και πικρόχολα ως επί το πλείστον επιχειρήματα, κι ο Ντέηβιντ Φίντσερ τον ακολουθεί κατά πόδας, αποδομώντας έναν προς έναν τους μύθους που περιβάλλουν το εγχείρημα.
Οι αντιδραστικού χαρακτήρα επιχειρήσεις λογοκρισίας του Facebook αυτόν τον τελευταίο χρόνο στον τόπο μας, έφεραν συχνά-πυκνά στο προσκήνιο την ιστορία δημιουργίας του μακράν δημοφιλέστερου και σε κάθε περίπτωση πιο κερδοφόρου κοινωνικού δικτύου στην υφήλιο, ιστορία που απασχόλησε πριν μια δεκαετία περίπου έναν από τους πιο ανήσυχους σύγχρονους αμερικανούς κινηματογραφιστές, τον 58χρονο σήμερα Ντέηβιντ Φίντσερ, o οποίος δεκαπέντε χρόνια μετά το καθηλωτικό “SEVEN”, επέδειξε ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου, εστιάζοντας αυτή τη φορά και περνώντας από ψιλό κόσκινο τα δεδομένα των κοινωνικών ελίτ των μεγάλων πανεπιστημίων.
Αφορμή για τη δημιουργία του “Facebook”, γίνεται η απόρριψη του “σπασίκλα” Ζάκερμπεργκ από την ωραία και κοινωνικά φερέλπιδα Έρικα, την οποία περιποιείται στη συνέχεια δεόντως, μέσω μιας ιστοσελίδας επικοινωνίας περιορισμένης πρόσβασης, μέσα από την οποία οι φοιτητές καλούνται να ψηφίσουν την ωραιότερη μεταξύ δύο κάθε φορά φοιτητριών, κι όπου η “εκλεκτή” εκτίθεται ερήμην της δημόσια μ’ εντελώς αθέμιτους τρόπους, για να διαπομπευτεί δεόντως στη συνέχεια. Είναι η απαρχή του “Facebook”.
Ο Φίντσερ ανασυνθέτει την ιστορία της κοινωνικο-οικονομικής ανέλιξης του Ζάκερμπεργκ, καταθέτοντας παράλληλα ένα εξαιρετικά εύστοχο, διεισδυτικό και πικρό σχόλιο (το πιο πολιτικό, ενδεχομένως της σταδιοδρομίας του) για τις εκπτώσεις – και τις πτώσεις των κοινωνικών ελίτ στο χρηματιστήριο της επιτυχίας. Ο δρόμος είναι στρωμένος με γαϊδουράγκαθα, και στην άκρη του παραμονεύουν δυσβάσταχτες απώλειες.
Στο τέλος του ταξιδιού, ο Ζάκερμπεργκ μαζί με την αθωότητα, έχει χάσει το ακριβότερο κομμάτι του εαυτού του – και της όποιας εσωτερικής ζωής του, όλα όσα δηλαδή ως απολύτως ανεκτίμητα κι ως τελεσίδικα μη ανακτήσιμα δεν μπορούν να κοστολογηθούν.
Σε συνεντεύξεις του επ’ αφορμή της κυκλοφορίας της ταινίας, ο Φίντσερ είχε πολλά να πει, σχετικά: «Αυτό που με γοήτευσε κατ’ αρχήν σ’ αυτήν την υπόθεση, ήταν οι άνθρωποι, αυτή καθεαυτή η ιστορία, το περιβάλλον, και τέλος οι αντιλήψεις περί ηθικής – όπως αυτές εκφράζονταν στο Χάρβαρντ, στην εποχή της πληροφορικής. […] Οφείλεις να έχεις μια ισχυρή αίσθηση του αντικρίσματος που αυτοί οι άνθρωποι έχουν στον κόσμο τους και στον κόσμο της ιστορίας. […] Η πρώτη σκηνή σε μια ταινία, πρέπει να καθοδηγεί το κοινό ως προς το πώς να την παρακολουθήσει. Έχω ένα συμβόλαιο για δύο ώρες και 19 λεπτά. Έχω την τελευταία λέξη γι αυτές τις δύο ώρες και τα 19 λεπτά. Όσο λοιπόν ορίζω αυτό το πλαίσιο, θα κάνω ό,τι θέλω. Είχα στα χέρια μου αυτό το σενάριο των 166 σελίδων, πήρα τις πρώτες εννιά, τις έδωσα στον Άαρον Σόρκιν, και του είπα: “Μίλα”. Και το έκανε, κι ελπίζω το κοινό να καθηλωθεί. […] Η αλήθεια είναι ότι όταν παρακολούθησα την πρώτη εκδοχή απ’ ό,τι είχαμε κινηματογραφήσει, σκέφτηκα ότι είναι σ’ ένα βαθμό προσβλητικό. Αλλά είναι κι ένα ενδιαφέρον πικρό χάπι• χρειάζεται κανείς πολλές “κουταλιές ζάχαρης” για να το καταπιεί. Δεν ήθελα όμως η “ζάχαρη” να παρεμβληθεί στη θλίψη του τέλους. […] Αισθάνομαι ότι η εκδοχή που παρουσιάζουμε στο “Social Network” είναι η σωστή. […] Όταν πρωτορωτήθηκα ποιες ήταν οι προθέσεις μου σ’ αυτήν την ταινία, είπα λίγο αστειευόμενος, ότι ήθελα να κάνω μια ελαφριά εκδοχή του “Πολίτη Κέην”. […] Πρόκειται για μια ταινία ενηλικίωσης, που είναι κι η αντανάκλαση των τελευταίων τεσσάρων χρόνων της ζωής ενός 26χρονου. Που απεικονίζουν σ’ ένα βαθμό τη σαθρότητα της εποχής της πληροφορικής. […] Σε μια ταινία, σμιλεύουμε το χρόνο, σμιλεύουμε τη συμπεριφορά και σμιλεύουμε το φως. Το κοινό βλέπει πάντα αυτό που του δείχνουμε, κι εκείνη τη στιγμή, ελέγχω πλήρως αυτό που θα δει και θ’ ακούσει. Κι ελπίζω ότι θα μεταφραστούν στο τέλος σε συναίσθημα. Ο Λούις Μπ. Μάγιερ είχε πει, ότι η πιο ιδιοφυής παράμετρος της κινηματογραφικής βιομηχανίας, είναι ότι το μόνο πράγμα που τελικά αποκομίζει ο αγοραστής, είναι μια ανάμνηση. Αυτό είναι η σκηνοθεσία […]».
Σκηνοθεσία αξιοθαύμαστης ακρίβειας και ρυθμού με αριστοτεχνικά φλας-μπακ από τον Φίντσερ, ρεσιτάλ ερμηνείας από τον πρωτοεμφανιζόμενο Τζέσι Άιζενμπεργκ, Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου, μοντάζ και μουσικής.
Θέμις