Η 11χρονη Σόφι, παιδί χωρισμένων γονιών που ζει με τη μητέρα της στο Εδιμβούργο, απολαμβάνει ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές στα τουρκικά παράλια με τον πατέρα της, λίγο πριν ο δεύτερος κλείσει τα τριάντα. Η ανεμελιά εναλλάσσεται με τη μελαγχολία, την ώρα που η Σόφι αιχμαλωτίζει με τη νεοαποκτηθείσα κάμερά της μοιρασμένες στιγμές μ’ αυτόν τον τόσο κοντινό και την ίδια στιγμή οδυνηρά απόμακρο πατέρα, με την ενηλικίωση να χτυπάει αδιάκοπα την πόρτα και στους δύο.
Ο όρος aftersun (μετά τον ήλιο), χρησιμοποιείται εμβόλιμα (και συμβολικά) από την πρωτοεμφανιζόμενη Σάρλοτ Γουέλς, καθώς δηλώνει την ιαματική επάλειψη που απαιτούν τα (επιπόλαια συνήθως) εγκαύματα απ’ τον ήλιο• μόνο που στην περίπτωση της Σόφι και – κυρίως – του πατέρα της, τα τραύματα που χρήζουν θεραπείας είναι κάθε άλλο παρά επιφανειακά.
Γνήσιο τέκνο της Άντρεα Άρνολντ [“Σφήκα” (2003), “Fish- Tank” (2009)], η Σκωτσέζα Σάρλοτ Γουέλς βαδίζει με τη σειρά της στα ανεκτίμητα χνάρια των Κεν Λόουτς και Μάικ Λι, αλλάζοντας όσο χρειάζεται τη γωνία εστίασης για τις ανάγκες του θέματός της.
Ο Calum είναι ένα ακόμα εργατόπαιδο που “πήρε τη ζωή του” λάθος, όπως μας αποκαλύπτει η αριστουργηματική σκηνή του νυχτερινού του σπαράγματος, το οποίο η Γουέλς κινηματογραφεί λελογισμένα από απόσταση, δείχνοντας μόνο τη γυμνή πλάτη του. Έχοντας γίνει πατέρας μόλις στα δεκαεννιά του, δυσκολεύεται να ισορροπήσει την αυθορμησία της τρυφερότητας που του γεννάει αυτό το υπερβολικά ώριμο για την ηλικία του κορίτσι, με την απόσταση που επιτάσσει το κληροδοτημένο αίσθημα πατρικού χρέους.
Με μια ασθμαίνουσα κάμερα που αντιστοιχίζεται θαυμαστά στη θραυσματικότητα της μνήμης και τις εσωτερικές παλινδρομήσεις των ηρώων της, η Γουέλς κινείται με αποτελεσματική άνεση ανάμεσα στη νατουραλιστική απόδοση και την ενδοσκόπηση, τη διάβαση απ’ τα μέσα προς τα έξω ή (σπανιότερα) το αντίθετο. Πατέρας και κόρη σπρώχνονται σε μιαν ωρίμανση που επιταχύνεται βίαια, θα ’λεγε κανείς, απ’ το εκτυφλωτικό φως του θαλασσινού καλοκαιριού, με τα τραύματά τους να επουλώνονται όπως-όπως, ή – και – να μένουν ανεπούλωτα. Η Σόφι θα βιαστεί να συγχωρέσει το μεθύσι του “έφηβου” πατέρα της που την κλειδώνει έξω απ’ το δωμάτιο μες στη νύχτα, θ’ αναφερθεί χωρίς φόβο και πάθος στη φτώχια του, θα μείνει απαθής μάρτυρας υγρών ερωτικών περιπτύξεων νεαρών ζευγαριών και θα χαρίσει χωρίς τσιριμόνιες αλλά με λειψή επιθυμία ένα πρώτο φιλί σ’ ένα συνομήλικό της αγόρι. Και – φρέσκια μητέρα η ίδια πια- θ’ ανακαλέσει με ξέχειλο αίσθημα τα εγκαύματα και τις θεραπευτικές επαλείψεις που σφράγισαν εκείνες τις διακοπές.
Σε συνεντεύξεις της, στο περιοδικό Αθηνόραμα και στη Guardian, η 35χρονη Γουέλς καταθέτει: «Ομολογώ πως (τα κενά) ήταν μια δύσκολη σκηνοθετική επιλογή, αλλά επιδίωξα μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διακριτικότητα όσον αφορά τα χαρακτηριστικά, τα άγχη και τις επιθυμίες των ηρώων. Δε με ελκύει τόσο η ιδέα της ανάπτυξης των χαρακτήρων μέσω διαλόγων. Με απασχολεί περισσότερο να δημιουργώ συναισθήματα και εν προκειμένω έχω παρατηρήσει κάτι πολύ ενδιαφέρον: Μπορεί οι θεατές να ακολουθούν διαφορετικό συναισθηματικό μονοπάτι βλέποντας την ταινία, αλλά όλοι καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Αυτό συμβαίνει χάρη στον κενό χώρο […], ο οποίος υπάρχει για να γεμίσει από τα βιώματα καθενός. Βέβαια, οφείλω να πω πως επαρκή στοιχεία για τους χαρακτήρες υπάρχουν. Ίσως απλώς βρίσκονται στις λεπτομέρειες της αφήγησης, γι’ αυτό και παραμένουν στο φόντο καθώς εκτυλίσσεται η πλοκή. […] Τα περισσότερα στοιχεία της ταινίας προϋπήρχαν στο σενάριο, ωστόσο ήμουν ανοιχτή σε ιδέες που είτε πρότεινε επιτόπου ο Γκρέγκορι Όκι [διευθυντής φωτογραφίας] είτε εφάρμοζε η Μπλερ ΜακΚλέντον στο μοντάζ. Η διαδικασία προέκυψε οργανικά καθώς οι τρεις μας γνωριζόμαστε χρόνια και είχαμε κοινές βλέψεις για την ταινία. Μοχθήσαμε ειλικρινά γι’ αυτήν. […] Όταν με πλησιάζουν θεατές και μου λένε πόσο τους διέλυσε συναισθηματικά η ταινία, η πρώτη αντίδρασή μου είναι να τους παρηγορήσω και να ζητήσω συγνώμη. (γέλια) Την ίδια στιγμή, όμως, τους είμαι ευγνώμων. Γιατί αυτές οι αντιδράσεις αποδεικνύουν ότι συνδέθηκαν με το φιλμ. Δεν περίμενα ποτέ το “Aftersun” ν’ αγγίξει τόσο πολύ και σε τέτοια ένταση, αλλά με χαροποιεί που το καταφέραμε. […] Το ν’ αντιλαμβάνομαι την ταινία σαν μια ιστορία και να κάνω επιλογές που εξυπηρετούσαν την ταινία, ήταν κάτι που μ’ ευχαρίστησε ιδιαίτερα. Όπως και το να κατανοήσω ποιοι ήταν αυτοί οι χαρακτήρες που βασίζονταν αναμφίβολα στον πατέρα μου κι εμένα. […] Το συναίσθημα της ταινίας και η θλίψη που εκφράζεται είναι σίγουρα δικά μου. Κι αυτή είναι μια πραγματικά εύκολη ομολογία, καθώς, όπως έχω ήδη πει, για μένα ήταν κυρίως ένας τρόπος έκφρασης, κι αυτό ήταν που σε τελευταία ανάλυση επιδίωξα να εκφράσω. […]».
Μια φρέσκια, επί της ουσίας χειροποίητη κατάθεση για τ’ ανεξάλειπτα βιώματα και τις μεταβάσεις της εφηβείας, με δυο συγκινητικούς πρωταγωνιστές.
Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη της εβδομάδας κριτικών στο φεστιβάλ των Καννών.