Η αναβολή σχεδίων ενός Δανού στρατιωτικού – που εμπλέκεται ως μισθοφόρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, κι η κλοπή του ποδηλάτου της έφηβης κόρης του, προκαλούν μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις: η κόρη και η μητέρα της θα βρεθούν σε αμαξοστοιχία τραίνου που ανατινάζεται· η δεύτερη θα χάσει τη ζωή της.
Ο πατέρας επιστρέφει εσπευσμένα· αποξενωμένος ων από την κόρη του, δεν καταφέρνει να τη συντροφέψει στον θρήνο της, πολύ λιγότερο δε να την παρηγορήσει. Η εκστρατεία εκδίκησης που εγκαινιάζει εναντίον της εγκληματικής οργάνωσης Riders of Justice (υπεύθυνης σύμφωνα με πειστικές ενδείξεις για τον θάνατο της γυναίκας του), με τη βοήθεια τεσσάρων δυσλειτουργικών αυθεντιών στις στατιστικές και τα κομπιούτερ, δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα.
Οι επίσης αλυσιδωτές ανατροπές, είναι εξαιρετικά δυσάρεστες.
Ο Άντερς Τόμας Γιένσεν, μέλος της γνωστής παρέας του DOGMA (Λαρς Φον Τρίερ, Τόμας Βίντεμπεργκ), έγινε γνωστός από τα σενάριά του, κυρίως αυτά που έγραψε για τις ταινίες της πολυβραβευμένης Σουζάνε Μπίερ (“Ανοιχτές Καρδιές”, “Ίσως Αύριο”, “Μετά Το Γάμο”), μέχρι να καθιερωθεί ως σκηνοθέτης – όχι μόνο στον τόπο του.
Ευθυγραμμιζόμενος σ’ αυτήν την τέταρτη σκηνοθετική του απόπειρα με τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του νέου σκανδιναβικού σινεμά (ακραίος ρεαλισμός, σκοτεινότητα, ωμή αναπαράσταση της βίας, αλλεπάλληλες εναλλαγές δράματος και μαύρου χιούμορ), σχολιάζει άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο επιτυχημένα τη βία που φωλιάζει και διαπερνά όλες σχεδόν της εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής των συμπατριωτών του, παραδίνοντάς μας παράλληλα έξι συγκινητικά πορτραίτα αντι-ηρώων: μιας βαθιά τραυματισμένης έφηβης, ενός ψυχικά ακρωτηριασμένου άντρα-συζύγου-πατέρα, ενός νεαρού οικονομικού μετανάστη – θύματος σεξουαλικής κακοποίησης, και τριών περιθωριοποιημένων “φρικιών” της τεχνολογίας, που βρίσκουν καταφύγιο στην ενσυναίσθηση και την αλληλεγγύη. Αυτό που κυρίως όμως κατορθώνει, είναι ν’ αποδομήσει αποτελεσματικά τον ρόλο του τυχαίου – ως αποφασιστικού παράγοντα στη διαμόρφωση καθοριστικών όρων ζωής, εγχείρημα που κορυφώνει έξοχα με τον συνταρακτικό διάλογο μεταξύ του Μάρκους (Mads Mikkelsen) και του Όττο (Nikolaj Lie Kaas) λίγο πριν το ανατρεπτικό φινάλε.
Σε συνεντεύξεις τους με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, σκηνοθέτης (Άντερς Τόμας Γιένσεν) και πρωταγωνιστής (Μαντς Μίκελσεν) καταθέτουν: Α.Τ.Γ. «Η ζωή μοιάζει απόλυτα ανούσια, ειδικά όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Όμως υπάρχει κάποιος κρίσιμος λόγος να καταλάβουμε το νόημα όλου αυτού; Δεν ισχύει ότι αν συνειδητοποιήσουμε ότι δεν θα καταλάβουμε ποτέ τον θάνατο, τότε το να είμαστε παρόντες και ευγνώμονες, και ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπάμε, έχει το περισσότερο νόημα για να μπορούμε να ελπίζουμε στη ζωή; Και δεν είναι αυτό ήδη αρκετό; […] Στους “Εκκεντρικούς”, μια ομάδα πληγωμένων ανθρώπων συναντιέται και στην πορεία βοηθάει ο ένας τον άλλον. Οι άνθρωποι είναι αγελαία “ζώα”, είμαστε σχεδιασμένοι να συνυπάρχουμε, και όσο περισσότερο τολμάμε ν’ αφοσιωνόμαστε στον άλλον, τόσο περισσότερο νόημα και βάθος αποκτούν οι ζωές μας. Ο Μάρκους είναι ένα πληγωμένο ζώο που θα προτιμούσε να λουφάξει κάπου. Η ζωή έχει εξαντλήσει όλη του την πίστη, του έχει στερήσει τη νεανική του αφέλεια. […] Όμως μια σύμπτωση, το δυστύχημα, του δίνει αυτό που επιθύμησε ως νεαρός άντρας (μια οικογένεια), αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο. […] Ήθελα να δημιουργήσω μια ταινία με συγκινητικές αλλά και αστείες στιγμές, η οποία να περιστρέφεται γύρω από έναν πατέρα και μια κόρη. […] Ο πυρήνας της ιστορίας είναι αρκετά σκοτεινός και σοβαρός, η σκοπιά της ιστορίας μια πρόκληση. Πρέπει να φιλτραριστεί μέσα απ’ το χιούμορ, ειδάλλως θα ήταν δύσκολο να αντέξει κανείς τη βαρύτητα των όσων συμβαίνουν […]».
Μ.Μ.: «Ο ήρωας που ενσαρκώνω, πάσχει από αγχώδη μετατραυματική διαταραχή, κι είναι ταυτόχρονα ένας άντρας που νιώθει ότι πρέπει να σηκώσει το βάρος του κόσμου στους ώμους του – αυτός είναι ο προορισμός του στη ζωή. Το γεγονός ότι δυσκολεύεται ιδιαίτερα να επικοινωνήσει με τους άλλους είναι άλλης τάξης θέμα – δυσκολία που μεγεθύνεται όταν χρειάζεται να στηρίξει την κόρη του. Προσέγγισα λοιπόν τον χαρακτήρα σύμφωνα μ’ αυτήν τη σκιαγράφηση, ξοδέψαμε όμως αρκετό χρόνο προσπαθώντας να βρούμε το πώς μπορούσε να χτιστεί μια γέφυρα ανάμεσα στο σύμπαν του ήρωά μου και το σύμπαν των υπολοίπων. […] Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν το κορίτσι που υποδύεται την κόρη μου. Η Άντρεα δεν σήκωσε μόνο το μεγάλο βάρος του δράματος και των συναισθημάτων της ταινίας, είχε συμμετοχή και στη δυσκολία της μετάβασης σ’ εκείνη την περιοχή όπου γίνεσαι μέρος του σύμπαντος των άλλων, και το κατάφερε με την πρώτη […]».
Η ζωή ως τραγωδία αλλά και ως φάρσα, σε μια ταινία με χαρακτηριστικά σκληρό περίβλημα, αλλά κι έναν ιδιαίτερα τρυφερό πυρήνα.
Ο Μαντς Μίκελσεν καθηλώνει για μια ακόμα φορά με τις σιωπές και το βλέμμα του, πλαισιωμένος από αντίστοιχα εκφραστικούς καρατερίστες.
Θέμις