Γνωρίσαμε την Κάρολ Σανσούρ μόλις πέρυσι, λίγες μόνο μέρες μετά την 7η Οκτώβρη, όταν το Φεστιβάλ Παλαιστινιακού κινηματογράφου – του οποίου η Κάρολ Σανσούρ είναι η ψυχή κι ο ιθύνων νους – και το Studio New Star Art Cinema άνοιγε τις πύλες του για να υποδεχτεί σ’ ένα χρονικό πλαίσιο τεσσάρων ημερών επτά ταινίες Παλαιστίνιων δημιουργών, επισφραγίζοντας με τον τρόπο που μόνο η Τέχνη με την οικουμενικότητά της μπορεί να υφαίνει, το γεγονός πως η φωνή της εξεγερμένης Παλαιστίνης έχει τη δύναμη να φτάνει σ’ όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Πως η Παλαιστίνη κι ο αγώνας του λαού της, ο πιο δίκαιος αγώνας του καιρού μας, είναι υπόθεση της σύμπασας ανθρωπότητας.
Κύλησε έκτοτε κάμποσο νερό στο αυλάκι, και καθώς εξελισσόταν στη Γάζα η πιο άγρια γενοκτονική σφαγή στην πρόσφατη Ιστορία, συναντούσαμε κάθε τόσο την Κάρολ σε χώρους δημόσιου λόγου, σε στάδια, δρόμους και πλατείες όπου κυμάτιζε αγέρωχη η σημαία της Παλαιστίνης. Η στάση της, καθαρή προέκταση της ύπαρξής της, αντανακλά στο ακέραιο τα πιο ατόφια χαρακτηριστικά της Πατρίδας της: Πολιτισμό με βαθιές ρίζες, αξιοπρέπεια και ακλόνητη βούληση.
Γνωρίσαμε και την ποίησή της. Αν, όπως πολλοί από μας πιστέψαμε απ’ τις μέρες της νιότης μας, οι ποιητές λένε την αλήθεια και μόνο, δεν μπορούμε παρά να κάνουμε μια πρώτη, αναπόφευκτη παραδοχή: πως η ποίηση της Κάρολ Σανσούρ απηχεί ακριβώς αυτό. Θα είμαστε φειδωλοί στην περιγραφή μας, συναισθανόμενοι πως η ποίηση χάνει πάντα στην απόδοση, ειδικά όταν πρόκειται για μια γλώσσα τόσο πλούσια και ιδιοσυγκρασιακή όπως η αραβική, κάθε φορά ωστόσο που ολοκληρώναμε την ανάγνωση ενός ποιήματός της, είχαμε την ίδια αίσθηση: Μιας βιωμένης, απόλυτα συναισθανόμενης αλήθειας που δεν διστάζει κάποτε ν’ αρθρωθεί αιρετικά, προσπερνώντας αφηγηματικές νόρμες και δοσμένα σχήματα.
Η ποίηση της Κάρολ Σανσούρ είναι χαρακτηριστικά πικρή, έντονα διακριτή, αποτυπώνοντας μια Παλαιστίνη που λατρεύτηκε οδυνηρά, όντας προέκταση του εαυτού της, και την ίδια στιγμή μακρινή, δημιουργώντας μιαν αίσθηση ανοιχτής πληγής. Μπορούμε να παρομοιάσουμε τα ποιήματά της με τα ταξίδια ενός αποδημητικού πουλιού, που μένουν πάντα ατελεύτητα, χαράζοντας ωστόσο ανεξίτηλες τροχιές κάθε φορά.
Στο ποίημα που ακολουθεί, η Κάρολ Σανσούρ ανακαλεί μνήμες των παιδικών της χρόνων στην Ιερουσαλήμ – όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Στην αρχή ήταν τα βερίκοκα
Το πρώτο σπίτι
Το τσιτσίρισμα της γης
Το κροτάλισμα των σκαθαριών
Στην εποχή των βερίκοκων
Ιστορίες πλατωνικής αγάπης
αρχών καλοκαιρού
Οι κουρασμένοι σκύλοι της γειτονιάς
κι οι ενοχλητικοί γείτονες
Στην εποχή των βερίκοκων
Τα πρωινά πράσινα, κίτρινα
στο χρώμα του μελιού
Η φωνή του πλανόδιου παγωτατζή
κάθε απόγευμα
Η μυρωδιά καμένης ζάχαρης
Παιδιά να παίζουνε στη σκόνη
ενώ η μητέρα μου φτιάχνει καφέ
και γάλα και τσάι
Η μητέρα μου
Πάντα η μητέρα μου
Οι μεγαλύτερες απιστίες
κι οι πιο αβάσταχτες απώλειες
κι η πιο μακρά εξορία
Στην εποχή των βερίκοκων.
Απόψε είδα τον Θεό να προσεύχεται
Κι έτσι έτρεξα στην άλλη άκρη της γης
για να βρω βασιλικό.
Άκουσα αρχαίες φωνές να με καλούν
Σκούπισα το μίσος που είχε ανθίσει
στο πρόσωπό μου
Κι έσφιξα την ζελεδιασμένη μου καρδιά
λαχταρώντας ένα σπίτι
με πόρτες που θα με βγάζουν στις ακτές
της Γιάφα.
Τι λένε για μένα;
Είναι τα μάτια της κοφτερά σαν γυαλί;
Είναι τα χέρια της καθαρά;
Απόψε είδα τον Θεό να προσεύχεται
κι η καρδιά μου πρασίνισε
Δε με πειράζει να σωριαστώ άψυχη
αφού αυτές οι ορατές πληγές
κι αυτά τα κρυφά σημάδια
είναι η ιστορία της πατρίδας μας
γραμμένα με καρφιά στα κορμιά μας
Στο ορκίζομαι
απόψε είδα τον Θεό να προσεύχεται
Μόνο εμείς, οι ξένοι,
τον βλέπουμε
κι οι καρδιές μας πρασινίζουν,
ξανά και ξανά.
Η επαγγελματική ενασχόληση του πατέρα της με το εμπόριο υπήρξε αιτία μετακομίσεων σε διάφορους τόπους εντός της Παλαιστίνης, γεγονός που επέτρεψε στα παιδιά της οικογένειας να γνωρίσουν και να ζήσουν την πολύπαθη Γάζα.
Ελπίδες κουρασμένες
κρεμαστήκαμε στις γραμμές της σφαγής
Τα χαρακτηριστικά μας άλλαξαν.
Τα στόματά μας, ανοιχτά,
προσεύχονται στον Θεό της πλάσης:
Νερό,
πολύ νερό από τον ουρανό
στα κατώφλια των σπιτιών μας
(ό,τι, δηλαδή, έχει μείνει από αυτά
στη φαντασία μας).
Καθίσαμε κάτω
και καλέσαμε τους φίλους μας:
Μαρία
Ιησού
Μωυσή
Ιωσήφ
Μοχάμεντ
Iωνά
Μαρία
Μαρία
Μαρία
Μαρία…
Το χωριό όπου έφτιαξα αντρικά παντελόνια
μπορεί και να έχει σβηστεί από την ιστορία
Ο δικός μου Ιωσήφ δεν έμοιαζε στον προφήτη
τα αδέρφια του δεν ήρθαν στον κόσμο
για να τον χώσουν σε μια τρύπα
Ο πατέρας του το έσκασε με εκείνους
που το έσκασαν και επέστρεψαν ηττημένοι
Έφτιαχνα παντελόνια και πουλούσα τσιγάρα
Είχα ένα σπίτι ένα μαγαζί
ένα εργοστάσιο
σ’ ένα νοικιασμένο τετραγωνικό
Είχα ένα χρυσό δαχτυλίδι που κληροδότησα
στην Παρθένο της Γεσθημανής
μετά τον θάνατό μου
Έφτιαξα είχα ένα δαχτυλίδι ένα σπίτι ένα εργοστάσιο
έναν Ιωσήφ
σ’ ένα νοικιασμένο μέτρο
Αλίμονο
έγινε πρόσφυγας