Με μία ανακοίνωση 2024 λέξεων ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων υποδέχεται το νέο έτος, επισημαίνοντας χωρίς περιστροφές, παραμόνιμα και καινούρια προβλήματα στην Αρχαιολογία και στον Πολιτισμό
επίθεση σε όλα τα δημόσια αγαθά
Τόσο οι αρνητικότατες για τον πολιτισμό στη χώρα μας εξελίξεις στο 2023, όσο και οι εξαγγελίες της υπουργού για το 2024, περιγράφουν μια κλιμακούμενη επίθεση προς ένα δημόσιο αγαθό, με αιχμή της τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Δεν φταίει ούτε η πανδημία, ούτε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ούτε η ενεργειακή κρίση, για τις κυβερνητικές επιλογές στον χώρο του πολιτισμού. Τον θεωρούν πολυτέλεια, και επιχειρούν να τον καταργήσουν. Εξάλλου ο πραγματικός Πολιτισμός αφυπνίζει, κάτι το οποίο προφανώς κρίνεται ανεπιθύμητο. Ιδιωτικοποίηση – Εκποίηση – Εργολαβοποίηση – Τουριστικοποίηση, αυτό είναι το τετράπτυχο του κυβερνητικού σχεδιασμού για τον πολιτισμό. Παρόμοια επίθεση έχει εξαπολυθεί εδώ και χρόνια σε Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, σε όλα τα δημόσια αγαθά, τώρα όμως κορυφώνεται.
τεμαχισμός, φωτιά και τσιμέντο για τα μνημεία
Ο τεμαχισμός της κοσμικής βυζαντινής Θεσσαλονίκης, εκτός από εξυπηρέτηση στους μεγαλοεργολάβους, ήταν το σύνθημα της κυβέρνησης ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα είναι πλέον κομπάρσος στα έργα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Δεν ήταν «απλώς» ένας «κακός σταθμός» στη διαδρομή μιας (αντι)πολιτιστικής πολιτικής. (Παρεμπιπτόντως, τώρα που μπήκε στην άκρη η αρχαιολογική διαδικασία, πού είναι ο σταθμός της Βενιζέλου που θα παραδιδόταν στο τέλος 2023;). Το σύνθημα που δόθηκε αφορά την τύχη όλων των αρχαιοτήτων στη χώρα.
Η εικόνα της λαμπαδιασμένης Ακρόπολης των Μυκηνών, με τους θάμνους να φύονται στους δρόμους των θολωτών τάφων της Κλυταιμνήστρας και του Ατρέα, και μπροστά τους την υπουργό, να επιχειρεί να ρίξει επιπρόσθετη στάχτη στα μάτια των τηλεθεατών, μιλώντας για «ριζικά αποψιλωμένο» αρχαιολογικό χώρο, δεν αποτέλεσε μόνο υποτίμηση της νοημοσύνης μας. Η μαυρισμένη από τη φωτιά κάτοψη της Ακρόπολης, και οι διαβεβαιώσεις της υπουργού ότι ο κρατικός μηχανισμός λειτούργησε τόσο άμεσα που δεν χρειάστηκε καν να χρησιμοποιηθούν οι δεξαμενές νερού που υπήρχαν στον χώρο, υπήρξε το σύνθημα της απόπειρας διαστρέβλωσης κάθε αλήθειας που αφορά την κατάσταση των μνημείων, και μάλιστα σε ζωντανή σύνδεση.
Η εικόνα της τσιμενταρισμένης Ακρόπολης των Αθηνών, και οι παχιές ευθείες τσιμεντένιες ακμές των «διαστρώσεων» μπροστά στον Παρθενώνα, ο οποίος συγκεκριμένα κατασκευάστηκε με οπτικές εκλεπτύνσεις που παραβιάζουν και «σπάνε» όλες τις ευθείες γραμμές, δεν προσβάλει μόνον τους αρχαιολόγους, και όποιον έχει τη στοιχειωδέστερη αντίληψη αισθητικής. Το τσιμέντο το οποίο «δεν είναι τσιμέντο, αλλά τεχνητός λίθος» ή είναι «αρχιτεκτονικό σκυρόδεμα», το τσιμέντο το οποίο τελικώς είναι τσιμέντο, δηλαδή «ένα υλικό πολύ κοντά στην Φύση, ένα υλικό που χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους» (το οποίο βέβαια ήρθε να εφαρμοστεί σε ένα μνημείο αποκατεστημένο στην κλασική του περίοδο, όχι στη ρωμαϊκή), ήταν το σύνθημα της απόπειρας μαζικής εξαπάτησης της κοινωνίας υπό επιστημονικοφανή επιχειρήματα.
Η σκοταδιστικής κοπής απαγόρευση του ρωσικού πολιτισμού, και η μισαλλόδοξη τιμωρία της «λίμνης των κύκνων», δεν προκάλεσε αποστροφή μόνο στο δημοκρατικό κοινό εντός και εκτός Ελλάδας. Η κυβέρνηση έδινε το μήνυμα ότι ήταν διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει (να ευτελίσει) τον πολιτισμό σε πολιτικά παιχνίδια. Δηλαδή να υποβιβάσει ένα πανανθρώπινο αγαθό σε μοχλό υπηρέτησης σκοπιμοτήτων. Η νομιμοποίηση της αρχαιοκαπηλίας, μέσω του «επαναπατρισμού» της Συλλογής Στερν στις …ΗΠΑ, και οι προγραμματισμένες ανταλλαγές μισοκλεμμένων και μισοκίβδηλων κυκλαδικών αρχαιοτήτων από την αμερικανική πλευρά, με γνήσια, σπάνια κινητά μνημεία από την ελληνική πλευρά, δεν ήταν απλώς μια ατυχής συμφωνία. Η μετατροπή πέντε μεγάλων κρατικών Μουσείων σε νομικά πρόσωπα, ο νόμος για μακροχρόνιο δανεισμό (διάρκειας έως και μισού αιώνα!) αρχαιοτήτων σε συλλογές του εξωτερικού, ήταν το σύνθημα ότι το ελληνικό κράτος ετοιμάζεται για ιδιωτικές μπίζνες βάζοντας στη μέγγενη τον δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού.
στο σήμερα – μια υπόθεση που δεν αφορά μόνον αρχαιολόγους
Η επίθεση στην αρχαιολογία, και γενικότερα η επίθεση στον πολιτισμό, έχει δύο όψεις, που ανήκουν στο ίδιο νόμισμα. Πρόκειται, αφενός, για κομμάτι μιας ευρύτερης επίθεσης, δηλαδή μιας εφόρμησης σε βάρος όλης της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια ειδική, στοχευμένη επίθεση σε δικαιώματα, ελευθερίες και κατακτήσεις των εργαζομένων στον χώρο του πολιτισμού, οι οποίοι μαζί με αρχαία μνημεία βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη χειρότερη κατάσταση από τη μεταπολίτευση.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τη χρονιά που παρήλθε, για πρώτη φορά στα χρονικά της ελληνικής αρχαιολογίας, συνάδελφος αρχαιολόγος που εργαζόταν στο κράτος της Μυκόνου δέχτηκε δολοφονική επίθεση, γνήσιου μαφιόζικου τύπου. Ο αρχαιολόγος βρέθηκε σε θανάσιμο κίνδυνο επειδή έκανε τη δουλειά του, προστατεύοντας της αρχαιότητες. Από το νησί των ανέμων, οι μύλοι της ανάπτυξης ουσιαστικά αναπαρήγαγαν και εφάρμοσαν το κυβερνητικό μήνυμα, πως κανένα «εμπόδιο» δεν θα σταθεί στο δρόμο τους. Καλή είναι η αρχαιολογία, καλός ο πολιτισμός, αρκεί να πουλάνε μπρελόκ, να μπορούν να στέκονται ως άλλα υλικά σκηνογραφίας για τις φωτογραφίες των τουριστών, και, το κυριότερο, να μην καθυστερούν τους επενδυτές.
Ακόμη μια χρονική «σύμπτωση», η πρόσφατη, καινοφανής απόπειρα έξωσης του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων από την ιστορική του έδρα, με κηρύγματα πρακτικώς ρατσιστικά και ασφαλώς αντισυνδικαλιστικά από την πλευρά της υπουργού, η οποία θέλει να βοηθήσει τους κ.κ. Χατζηδάκη και Μιχαηλίδου να έχουν λόγο ακόμη και για την ημερήσια διάταξη των Συνελεύσεων των σωματείων. Ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος καταλαβαίνει ότι δεν είναι μια υπόθεση για ένα κτήριο που αλλάζει χέρια. Αλήθεια, πού τελειώνει η συζήτηση για τον ανθρώπινο πολιτισμό, και ποια είναι τα όρια «αρμοδιοτήτων» μέσα στα οποία το ΥΠΠΟ επιτρέπει στις ανθρωπιστικές επιστήμες να λειτουργούν;
Σάρωμα ιδιωτικοποίησης με εμβληματικό πρώτο θύμα την Ακρόπολη Αθηνών
Δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογηθεί με λογιστικούς όρους ή κριτήρια ποιότητας η απόφαση παραχώρησης σε ιδιώτες των υπηρεσιών «ελέγχου του συστήματος λειτουργίας έκδοσης, ακύρωσης εισιτηρίων, υποδοχής και εξυπηρέτησης επισκεπτών στον Αρχαιολογικό Χώρο της Ακρόπολης». Το ΥΠΠΟ και ο ΟΔΑΠ (Οργανισμός Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων) κάνουν διαχειριστή τού πλέον σημαντικού αλλά και κερδοφόρου πολιτιστικού προϊόντος έναν ιδιώτη, και μάλιστα τον επιβραβεύουν με 2.100.000 ευρώ ανά έτος, στερώντας ταυτόχρονα θέσεις εργασίας σε ειδικευμένο και έμπειρο μόνιμο και εποχικό προσωπικό του υπουργείου.
Παράλληλα, η τιμολογιακή πολιτική του υπουργείου απεργάζεται σε ορίζοντα διετίας την εκτόξευση της τιμής εισιτηρίου εισόδου σε όλα τα Μουσεία και Αρχαιολογικούς χώρους της επικράτειας. Σε πολλές περιπτώσεις το αντίτιμο αυξάνεται 300 και πλέον τοις εκατό, ενώ μειώνεται κατακόρυφα το εύρος των δικαιούχων μειωμένου εισιτηρίου. Πρώτο θύμα της εκτίναξης της τιμής, η Ακρόπολη Αθηνών, με 30 ευρώ είσοδο τις συνήθεις ώρες, και 5.000 ευρώ τις βραδινές ώρες, με δώρο ξενάγηση και άνεση χώρου στη βάδιση.
Υποκριτικά, το υπουργείο δήλωσε ότι η αύξηση των τιμών των εισιτηρίων κρίθηκε αναγκαία μεταξύ άλλων διότι οι τρέχουσες τιμές είναι πολύ χαμηλές σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Βέβαια σήμερα μπαίνει κανείς στο Λούβρο με 17 ευρώ, και δωρεάν στο Βρετανικό Μουσείο, όχι με 30 ευρώ, αλλά, και πάλι, το θέμα δεν βρίσκεται εκεί. Συνέκρινε άραγε το υπουργείο μας τα ύψη των μισθών στην Ελλάδα με τον «ευρωπαϊκό μέσο όρο»;
Η πρόεδρος του ΔΣ του ΟΔΑΠ εξηγεί πως δόθηκε η επιλογή πριβέ ξενάγησης στην Ακρόπολη διότι «το ζητούσε ο κόσμος». Ποιος είναι αυτός ο «κόσμος» με τον οποίο συνομιλεί ο ΟΔΑΠ, που ζητά να πληρώνει πεντοχίλιαρα; Αφουγκράστηκε ποτέ ο ΟΔΑΠ τα αιτήματα των συμπολιτών μας, που βλέπουν τα μνημεία να γίνονται απλησίαστα, λόγω της εισόδου τους; Ποια ήταν η τελευταία φορά που το ΥΠΠΟ άκουσε τις απόψεις των σωματείων στον πολιτισμό; Μόνο ντροπή για τις Μαρίες Αντουανέτες της εποχής μας.
κτήμα της οικουμένης όλες οι (λεηλατημένες) αρχαιότητες
Με εξουσία που δεν της έχει δοθεί ποτέ, ούτε και θα ήταν κάτι τέτοιο δυνατό, η υπουργός δήλωσε πρόσφατα πως «το γεγονός ότι πάρα πολλές αρχαιότητες ελληνικές βρίσκονται σε όλα τα μουσεία του κόσμου, δεν σημαίνει ότι υποχρεώνει την Ελλάδα να ζητά τον επαναπατρισμό τους. Η Ελλάδα σταθερά, από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, ζητά τον επαναπατρισμό μόνο των γλυπτών του Παρθενώνα». Για την ακρίβεια, σύμφωνα με την κα Λ. Μενδώνη, η διεκδίκηση εγείρεται από «το ίδιο το χάσκον (σ.σ. sic!) και ακρωτηριασμένο μνημείο».
Κερασμένα από την υπουργό, ο διάκοσμος του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στο Λονδίνο, ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Αφαίας στο Μόναχο, οι Μαγεμένες (λεγόμενες και «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης») στο Παρίσι, και οτιδήποτε άλλο λεηλατημένο είτε την περίοδο της αποικιοκρατίας ή την περίοδο της κατοχής. Οι διαρπαγμένες αρχαιότητες ονομάζονται παραπλανητικά και κατευναστικά «κτήμα της οικουμένης», που πρακτικώς σημαίνει ότι θα μπορούν να εκτίθενται οπουδήποτε αλλού, εκτός από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκαν, και από τον οποίο εκλάπησαν.
Τώρα με ενοχικό σύνδρομο, η υπουργός από μόνη της προτρέχει να καθησυχάσει το Βρετανικό Μουσείο πως «αν τα Γλυπτά επανενωθούν στην Αθήνα, η Ελλάδα είναι έτοιμη να οργανώσει περιοδικές εκθέσεις σημαντικών αρχαιοτήτων, που θα καλύψουν το κενό».
Θυμίζουμε καταρχάς ότι, εκτός Ελλάδας, τμήματα του Γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα θα βρει κανείς όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά και στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη Δανία, κ.ά.. Υπογραμμίζουμε ότι για τα κομμάτια που έχουν επανέλθει μέχρι σήμερα στη χώρα και στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης (από Χαϊδελβέργη, Παλέρμο, και Βατικανό) η πρωτοβουλία δεν πάρθηκε από την πλευρά του …χάσκοντος υπουργείου, αλλά από τις γερμανικές πρυτανικές αρχές, τη διοίκηση του ιταλικού Μουσείου, και τον Πάπα, αντίστοιχα.
Η ελληνική πλευρά, συνηθισμένη σε υποτελή πολιτική ΚΑΙ στα πράγματα του πολιτισμού, δεν μπορεί να διανοηθεί κάτι περισσότερο από τον δανεισμό. Δηλαδή, «να μας δανείσουν τα γλυπτά του Παρθενώνα». Δεν πρόκειται για συκοφαντία. Αυτό ήδη πρόλαβε και το έκανε πράξη η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 2019, ζητώντας δανεική από το Λούβρο και το Παρίσι μία μετόπη του Παρθενώνα. Η συμφωνία έκλεισε, αλλά η μετόπη δεν ήρθε ποτέ, ούτε καν σαν δανεική.
2024
Η αντιπολιτιστική επίθεση δεν (θα) έχει πυθμένα. Οι αγωνιστικές αντιστάσεις που αρθρώθηκαν στην προηγούμενη περίοδο είναι η μόνη αιτία που έχουν αποτραπεί ακόμη χειρότερες συνθήκες για τους εργαζόμενους και τα μνημεία, συνθήκες τις οποίες μπορούμε να τις φανταζόμαστε αλλά ευτυχώς, δεν είμαστε ακόμη εκεί.
Αν η επίθεση στην αρχαιολογία έχει τα αυτοτελή χαρακτηριστικά της, και ταυτόχρονα είναι κομμάτι μιας ευρύτερης αντικοινωνικής επίθεσης, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να απαντηθεί. Με τα επιχειρήματα, τις διεκδικήσεις, τον αγώνα ειδικά των εργαζομένων στον πολιτισμό, αλλά και με την ευρύτερη δυνατή ενότητα όλων των κοινωνικών στρωμάτων που δέχονται την επίθεση. Οι χώροι καταρχάς της Παιδείας, της Υγείας, του Πολιτισμού, εξωτερικά ανομοιογενείς, κατανοούν όμως πρώτοι στο πετσί τους την αξία, τη σημασία, την αναγκαιότητα της προάσπισης των δημόσιων αγαθών.
Η νέα χρονιά ξεκινά με εξαγγελίες του ΥΠΠΟ για κατακόρυφη αύξηση της τιμής των εισιτηρίων σε Μουσεία και Αρχαιολογικούς χώρους. Θεωρούμε ότι το αντίτιμο ενός εισιτηρίου, δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρακολουθεί τη μοναδικότητα ή τη δημοφιλία ενός αρχαίου μνημείου ή ενός μουσείου. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρακολουθεί τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Αυτό το κάνει ένα ιδιωτικό εστιατόριο. Τα μνημεία και τα μουσεία μας, η πολιτιστική κληρονομιά, ανήκουν σε όλο τον λαό, σε όλους μας, και κανένας δεν έχει το δικαίωμα πρακτικώς να απαγορεύει την είσοδό μας σε αυτά με εισιτήρια των 20 και 30 ευρώ.
Ας το πούμε διαφορετικά: ακόμη κι αν η νέα τιμολογιακή πολιτική αυξήσει τις εισπράξεις των Μουσείων, αλλά αποκλείσει ευρύτερα στρώματα από την επαφή τους με αυτά, τότε συνολικά η κοινωνία και ο πολιτισμός θα έχουν ζημιωθεί.
Τα δικαιώματα του ελληνικού λαού στην πολιτιστική του κληρονομιά είναι απαράγραπτα. Δεν υποθηκεύονται, δεν μεταβιβάζονται. Δεν γίνονται εκπτώσεις και δεν υπάρχει περίοδος προσφορών. Καμία κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να χαρίσει στους απανταχού άρπαγες και στους επιγόνους αυτών μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Κανένα ξέπλυμα των διεθνών αρχαιοκαπήλων (ή, στην καλύτερη περίπτωση, κλεπταποδόχων) δεν μπορεί να αναγνωριστεί με τη σφραγίδα οιασδήποτε κυβέρνησης. Δεν δανειζόμαστε, δεν εκποιούμε, τα μνημεία μας.
Δικαιολογημένα ανυπόληπτοι, διότι έχουν μονίμως σκυμμένο το κεφάλι στους ξένους κηδεμόνες τους, το ΥΠΠΟ και η επίσημη ελληνική διπλωματία θυμούνται κάθε τόσο την «οικουμενικότητα» του ελληνικού πολιτισμού, όχι για κάποιο διεθνιστικό λόγο. Αυτοί που φωταγωγούν την βουλή των Ελλήνων με τα χρώματα του κράτους δολοφόνου του Ισραήλ, που απαγορεύουν στους αρχαιολόγους τη συζήτηση για την τραγωδία της προσφυγιάς, που ρίχνουν μαύρο στον ρωσικό πολιτισμό, κοκ, δεν αντιλαμβάνονται τι θα πει πανανθρώπινο αγαθό του Πολιτισμού, και δεν συγκινούνται με τέτοιες έννοιες. Θυμούνται τα «ελληνικά μνημεία κτήματα της οικουμένης» μόνο διότι δεν τολμούν να αρθρώσουν λέξη διεκδίκησης απέναντι στις άλλοτε αποικιοκρατικές, νυν ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτές που λεηλάτησαν, και λεηλατούν ακόμη, (και) τον τόπο μας. Για την ακρίβεια, δεν έχει κάποια φτωχή και αδύναμη χώρα, κομμάτια του Παρθενώνα. Η υπουργός δίνει άλλοθι σε όλον τον πλανήτη, διότι πρακτικώς θέλει να ξεπλύνει τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία.
Βαδίζοντας στις πρώτες ημέρες του νέου έτους, γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη δύσκολη χρονιά και για τον πολιτισμό, και για ολόκληρη την κοινωνία. Η διαδρομή της χρονιάς ΔΕΝ θα είναι ανεξάρτητη από τον τρόπο που ερμηνεύουμε τις εξελίξεις, από τα επιχειρήματα που επιστρατεύουμε, από τις αποφάσεις που τελικά λαμβάνουμε και υλοποιούμε.