Μοντάνα, 1925. Η Άγρια Δύση παρακμάζει με ταχείς ρυθμούς, γεγονός που δυσκολεύεται να χωνέψει ο σκληροτράχηλος -και πάλαι ποτέ καλλιεργημένος κολεγιόπαις- Φιλ Μπέρμπανκ, ο οποίος επιμένει να δουλεύει το ράντσο που μοιράζεται με τον πολύ ηπιότερο αδερφό του, Τζωρτζ, σύμφωνα με τους παλιούς κανόνες και τρόπους.
Η ασταθής ισορροπία διαταράσσεται με την έλευση δύο ανεπιθύμητων -για τον ΦιλΜπέρμπανκ τουλάχιστον- “εισβολέων”: της κεχαριτωμένης χήρας Ρόουζ και του λεπτεπίλεπτου έφηβου γιου της, Πήτερ, που δεν ανταποκρίνονται στο ελάχιστο στις προδιαγραφές του Φιλ. Αψηφώντας τον, ο Τζωρτζ δεν θα διστάσει να παντρευτεί την Ρόουζ· τα πράγματα δυσκολεύουν όμως πολύ περισσότερο, όταν στο ράντσο εμφανίζεται ο νεαρός Πήτερ, αποφασισμένος να στηρίξει με κάθε τρόπο τη μητέρα του, που φαίνεται να καταρρέει υπό το βάρος της εχθρικής στάσης του κουνιάδου της.
Διανοούμενη, ριζοσπάστρια, αντισυστημική και πεισματάρα, η Αυστραλή Τζέην Κάμπιον επιμένει στην αντι-χολυγουντιανή γραμμή της, αγνοώντας σταθερά τις σύγχρονες εμπορικές συνταγές κι επιταγές. Θέτοντας σχεδόν πάντα στο επίκεντρο μια εξεγερμένη γυναίκα – θύμα συνήθως της παραδοσιακής πατριαρχίας και των κοινωνικών συμβάσεων [Ένας άγγελος στο τραπέζι μου (1990), Μαθήματα πιάνου (1993), Το πορτραίτο μιας κυρίας (1996), Ιερός καπνός (1999), Bright Star (2009)], εξακολουθεί ν’ αρέσκεται στις βραδυφλεγείς εξελίξεις και στις αναπάντεχες ανατροπές.
Σ’ αυτήν εδώ όμως την τελευταία ταινία της, διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τόμας Σάβατζ, ο καταπιεσμένος ήρωας δεν είναι γυναίκα αλλά άντρας. Τόσο ο δήθεν σκληρός Φιλ, όσο και το alter ego του, ο φοβισμένος Πήτερ, εγκλωβίζονται σε ρόλους που στομώνουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους: η συνάντηση με τη Ρόουζ θ’ αφυπνίσει στον Φιλ τους κοιμισμένους δαίμονες, κι η συναναστροφή με τον εύθραυστο Πήτερ θα τους ενεργοποιήσει.
Η ατρόμητη Κάμπιον συνθέτει με εντυπωσιακή κομψότητα και με όρους αντι-γουέστερν δράματος την πολύσημη, μελαγχολική μπαλάντα της, αντιπαραθέτοντας τον χαμηλότονο σπαραγμό των ηρώων της στη μεγαλοπρέπεια των ορεινών όγκων της Μοντάνα, όπου το απρόβλεπτο και το καλά κρυμμένο καραδοκεί στις σκιές και πίσω απ’ τους ψιθύρους· φωτίζοντας υπαινικτικά τη νέα, συντριπτική πραγματικότητα: στην εκπνοή του πρώτου τέταρτου του εικοστού αιώνα οι απέραντες εκτάσεις του Φαρ Γουέστ δεν είναι πια μαγευτικά παρθένες, τα μεγάλα μεγέθη που έφτιαχναν το μύθο του, ένα προς ένα καταρρέουν, η σαγήνη του ατίθασου καουμπόη πάνω στο άλογο υποχωρεί διαρκώς. Και κοντά σ’ αυτά η 67χρονη σήμερα Αυστραλή καταφέρνει να κάνει τους ακραίους χαρακτήρες της τόσο πιστευτούς, που δεν μπορεί κανείς παρά να ταυτιστεί μαζί τους.
Με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Βενετίας, η Κάμπιον κατέθεσε σε συνέντευξή της: «[…] Γνωρίζω ότι τα στατιστικά δεν είναι ευνοϊκά για τις γυναίκες ακόμη. Είναι μεγάλη ήττα ότι δεν υπάρχουν αρκετές γυναικείες φωνές για να περιγράψουν τον κόσμο μας και ποιοι είμαστε. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε πατριαρχικοί, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οι γυναίκες σκέφτονται διαφορετικά και αυτό είναι όμορφο κι ενδιαφέρον. Έχουμε δει αυτή την έμφυλη ισορροπία στην τηλεόραση όπου οι γυναίκες σκηνοθέτιδες τα πάνε εξαιρετικά. […] Γενικά σπάνια καταφέρνω να ολοκληρώσω πια ένα μυθιστόρημα, αλλά το συγκεκριμένο ήταν εθιστικό. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, σκηνές και μοτίβα από το βιβλίο επανέρχονταν στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Τότε συνειδητοποίησα ότι το έργο αυτό έχει βάθος και εντυπώνεται στην ψυχή […]».
Πολλά κι ενδιαφέροντα είχε να πει ωστόσο σχετικά κι ο Βρετανός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς: «[…] Το ταξίδι αυτό με την Τζέιν ήταν μακρύ. […] Με τον κάθε σκηνοθέτη, όσο σπουδαίος κι αν είναι, πρέπει να αναπτύξεις σχέση εμπιστοσύνης για να ξεγυμνωθείς μπροστά του ψυχικά. […] Η Τζέην ξεκλείδωσε από μέσα μου πράγματα που δεν ήξερα πως έχω, έβγαλε όλη την οργή και την ευαισθησία του Φιλ. […] Με οδήγησε φυσικά σε μια ερμηνεία που δεν βασίζεται στα λόγια αλλά στην απόδοση μιας γενικότερης ατμόσφαιρας. […] Ειδικά στα κοντινά πλάνα, όπου έπρεπε να γίνω πιο ευάλωτος η συμβολή της ήταν καθοριστική, στο πώς με καθοδηγούσε όσο με άφηνε ταυτόχρονα να βυθιστώ στην ψυχοσύνθεση του Φιλ. […] Η φύση έπαιξε καθοριστικό ρόλο, […] αυτά τα απέραντα πεδία, με την ανεμπόδιστη θέα. Ειδικά σε περίοδο lockdown το να έχεις μπροστά σου τον ορίζοντα είναι ανεκτίμητο. Όλα αποκτούν ξεχωριστή σημασία, ένα πουλί που κελαηδά, ένα λουλούδι που ανθίζει. Επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου στη φύση και αυτό ήταν ένα δώρο για μένα, γιατί και ο ήρωας που υποδύομαι γίνεται η φύση, αναλώνεται και ξαναγεννιέται μέσα σ’ αυτή, ακόμα κι αν το κάνει μοναχός του, μακριά από όλους τους άλλους […].
Αργυρός Λέοντας σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας, βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης.