Ο Ρίκι, σαραντάρης μεροκαματιάρης με βαριά χρέη, που μετακινείται από δουλειά σε δουλειά για να θρέψει τα παιδιά του - συνεπικουρούμενος από τη γυναίκα του, την μερικώς απασχολούμενη στην Πρόνοια Άμπι- αποφασίζει να βγει στην αγορά των δήθεν αυτοαπασχολούμενων διανομέων, πολλαπλασιάζοντας το χρέος του προκειμένου ν’ αποκτήσει το απολύτως αναγκαίο φορτηγάκι. Χωρίς ασφάλιση - ή την παραμικρή δικλείδα ασφαλείας- ξεχύνεται σ’ ένα ατέλειωτο κυνηγητό του χρόνου, για ν’ ανταποκριθεί στην απάνθρωπη συνθήκη διανομής όσο το δυνατόν περισσότερων πακέτων σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα, όπου ακόμα κι η ικανοποίηση στοιχειωδών σωματικών αναγκών είναι πολυτέλεια.
Βαδίζοντας στα 84 πια, ο ακαταπόνητος Κεν Λόουτς αρνείται να πρωτοτυπήσει. Πεισματικά, εμμονικά σχεδόν, εξακολουθεί ν’ ασχολείται με τα πάθη της εργατικής τάξης της χώρας του, τα οποία συνδέει άρρηκτα κι αμετάκλητα με τη διαρκώς μεγεθυνόμενη ασυδοσία της αγοράς και την παράλληλη δραστική συρρίκνωση – μέχρις αφανισμού – του κοινωνικού κράτους. Κανένας δε – από τους σύγχρονους πολιτικά στρατευμένους κινηματογραφιστές- δεν ταυτίζεται πιο ολοκληρωτικά με τους πάσχοντες ήρωές του.
«Ποτέ μου δε λύγισα μπροστά στη δουλειά. Τα έχω κάνει όλα. Έχω δουλέψει υδραυλικός, χτίστης, κηπουρός, εργάτης. Έχω σκάψει πολύ στη ζωή μου. Αντέχω…», δηλώνει σεμνά ο καθαρός μέχρι διαφάνειας, ευκόλως αναγνωρίσιμος ολοδικός μας Ρίκι στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, στο αρπακτικό που μεταμφιεσμένο σε αγαθό συντονιστή -“συνάδελφο”, του εκθέτει βιαστικά τα πιο ανώδυνα από τα ψιλά γράμματα που έπονται του “θα είσαι αφεντικό του εαυτού σου” (και που ο Ρίκι θ’ αντιμετωπίσει εντελώς απροετοίμαστος στην πορεία): Μηδενική ιατρική ή άλλη κάλυψη, πλήρης ανάληψη των όποιων ζημιών – σκανδαλωδώς επαυξημένων, ουδεμία ανοχή σε ανθρώπινες αδυναμίες όπως σωματική ανάγκη (π.χ. ούρηση), αρρώστια, ατύχημα, τραυματισμός, οικογενειακό πρόβλημα, σωματική κατάρρευση.
Ο Λόουτς, για μια ακόμα φορά, συνδέει διαλεκτικά και με πραγματιστικούς όρους τα φαινομενικά σκόρπια κομμάτια του παζλ: Οι παθογένειες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της οικογένειας είναι άμεση αντανάκλαση των αξεπέραστων δυσχερειών που ο απόκληρος αντιμετωπίζει τη σήμερον ημέρα στη δουλειά του, στην ανηλεή συνθήκη αεργίας, υποαπασχόλησης, κοινωνικής περιθωριοποίησης. Ο Ρίκι αγαπάει βαθιά το γιο του, το σύστημα όμως δημιουργεί συνεχώς προσκόμματα και τεχνητές αποστάσεις μεταξύ τους.
Ας δούμε όμως τι είχε να πει σχετικά ο συμπαθής Βρετανός σε συνέντευξή του σε γνωστό εβδομαδιαίο ελληνικό περιοδικό:
«Η τεχνολογία έχει γίνει όπλο στα χέρια των ισχυρών κι ένας τρόπος να μας ελέγχουν περισσότερο. Η εκμετάλλευση παραμένει η ίδια βέβαια, αλλά οι τρόποι της αλλάζουν. Όλο και περισσότεροι νόμοι ψηφίζονται υπέρ των τραπεζών, όλο και λιγότεροι φόροι πληρώνονται από τους έχοντες. Η γνώση χρησιμοποιείται υπέρ των οικονομικά ισχυρότερων, των οποίων οι εργασιακές ευθύνες μειώνονται διαρκώς.[…] Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια της νέας γενιάς, όμως οι καιροί κάνουν τη σκέψη των ανθρώπων πιο εγωκεντρική και τη ζωή τους πιο απομονωμένη, πιο μοναχική. Αυτό προσπαθήσαμε να δείξουμε στην ταινία, παρουσιάζοντας την αδυναμία της οικογένειας να συναντηθεί γύρω από το ίδιο τραπέζι, να μιλήσει ο ένας στον άλλον και να μοιραστούν τα προβλήματά τους. […]
Το πρόβλημα είναι 100% πολιτικό. Όλα άλλωστε ξεκινούν από τη σωστή πολιτική ανάλυση. Από το πού προέρχονται τα προβλήματα. […] Είναι σαφές πως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν αποτύχει, κι εκλογικά και ουσιαστικά. Στην κοινωνική παρεμβολή τους, στα θέματα της οικολογίας, της εργασιακής ισότητας των δύο φύλων… Την ίδια στιγμή η ακροδεξιά γιγαντώνεται. Χρειαζόμαστε μια σοβαρή αριστερά, η οποία θα μιλήσει πειστικά πάνω στο πώς τα προβλήματα προέρχονται από τις ταξικές ανισότητες και τα κέρδη των πολυεθνικών, πού οφείλεται η υψηλή ανεργία, ποιον ωφελεί και γιατί. Ποιος και γιατί απαξιώνει τα πανεπιστημιακά πτυχία και θεωρεί ωφέλιμη τη γνώση μόνον όταν εκείνη συνεπάγεται δουλειά με πολλά λεφτά. […]
Τα θέματα μπορεί να αλλάζουν, αλλά ο πυρήνας του δράματος και οι τεχνικές της αφήγησης βρίσκονται στην αρχαιοελληνική τραγωδία και σ’ αυτές πρέπει να επιστρέψουμε. Αυτές μας οδηγούν και σήμερα κι αν τις υπηρετήσουμε σωστά, τότε κι αυτά που θέλουμε να πούμε θα φανούν στην οθόνη αληθινά. Θα γίνουν πειστικά χωρίς να είναι διδακτικά ή βαρετά. […]
Προσπαθώ να πετύχω έναν όσο το δυνατόν ειλικρινέστερο ρεαλισμό. Γυρίζω με χρονολογική σειρά και δίνω σταδιακά το σενάριο στους ηθοποιούς. Όχι ολόκληρο εξαρχής, ώστε και οι ίδιοι να είναι απροετοίμαστοι για τις εξελίξεις. Η επιθυμητή τεχνική είναι «να εξαφανίζομαι». Άμα αρχίζεις και σκέφτεσαι «α, τι ωραίο πλάνο!» αποσπάσαι από την αφήγηση, τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως θεατής. Το ίδιο συμβαίνει και με τους διαλόγους. Τους θέλω όσο πιο φυσικούς, όσο πιο καθημερινούς γίνεται, μια και μιλάμε για καθημερινούς ανθρώπους.
[…]Το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» δημιούργησε πολλές συζητήσεις, αλλά δεν άλλαξε τίποτα στην κυβερνητική πολιτική απέναντι στην ανεργία ή την κρατική περίθαλψη. Σήμερα το 18% των Σκοτσέζων προμηθεύεται φαγητό από τις Τράπεζες Τροφίμων για Απόρους, ενώ όταν γυρίζαμε το “Γλυκά 16” εκεί, πριν από 15 περίπου χρόνια, δεν υπήρχε ούτε μία τέτοια τράπεζα στη χώρα».
Το σινεμά του Λόουτς δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις κι ανατροπές, και δεν μοιράζει αισιοδοξία κι ελπίδες. Είναι όμως όσο ανθρώπινο μπορεί να είναι σήμερα το σινεμά, κι οι κοινωνικοπολιτικά αναφερόμενες ιστορίες του, όπως ακριβώς κι οι εικόνες του, είναι όσο αληθινές μπορούν να είναι στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής αναπαράστασης. Η συγκεκριμένη ταινία είναι άλλωστε εμπνευσμένη από την πραγματική ιστορία του Ντον Λέην, ενός διανομέα της DPD, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή τον Ιανουάριο του 2018, έχοντας αναγκαστεί να δουλέψει σε συνθήκες δραματικής κατάρρευσης στη διάρκεια των Χριστουγέννων. Είχε χάσει απανωτά ραντεβού στο νοσοκομείο προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει το διαβήτη του, καθώς είχε χρεωθεί 150 λίρες από την DPD για διανομή που είχε αναβάλει όντας στο νοσοκομείο, και φοβόταν περαιτέρω χρεώσεις. Η δε μετάφραση του αγγλικού τίτλου (“Sorry we missed you”), παρότι σχετικά ακριβής, δεν αποδίνει την εσκεμμένη ειρωνεία για την συντριπτική απουσία ουσιαστικής κρατικής μέριμνας στη Βρετανία για την άγρια δοκιμαζόμενη φτωχολογιά.