Την περίοδο εκείνη ανανέωσε τις σχέσεις του με μέλη της οικογένειάς του και φίλους που είχαν ενταχθεί στο παλαιστινιακό κίνημα. Μετά από πρόσκληση του αείμνηστου Ibrahim Abu-Lughod, συνέβαλε στα 1969 σ’ ένα δοκίμιο («Το πορτραίτο του Άραβα») σ’ ένα ειδικό τεύχος του “Ο αραβικός κόσμος”, μιας περιοδικής έκδοσης που εξέδιδε το Κέντρο Πληροφοριών του Αραβικού Συνδέσμου στη Νέα Υόρκη. Στο συγκεκριμένο δοκίμιο πάσχισε να περιγράψει πώς η απεικόνιση του Άραβα ως αιμοδιψούς και καθυστερημένου και η αντίληψη του Ισραηλινού ως ήρωα και πρωτοπόρου ήταν αλληλένδετα, κι εξυπηρετούσαν τον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Σκοπός για τον οποίο, η παλαιστινιακή τραγωδία «όπου Αραβικές ζωές και περιουσίες κατασχέθηκαν, χάθηκαν ή καταστράφηκαν, αραβικά χωριά ισοπεδώθηκαν με μπουλντόζες, κι η αραβική αντίσταση κάθε τύπου πολεμήθηκε ανελέητα», έπρεπε να αγνοηθεί.

Στα 1974, και πάλι μετά από πρόταση του Abu-Lughod, προσκλήθηκε να μεταφράσει την ομιλία του Γιασέρ Αραφάτ που εκφωνήθηκε εκείνη τη χρονιά στα Ηνωμένα Έθνη. Στην πορεία, συνάντησε για πρώτη φορά τον Παλαιστίνιο ποιητή Μαχμούντ Ντα­ρουίς και τον Σαφίκ Αλ-Χούτ, Πα­λαι­στίνιο συγγραφέα και εκπρόσωπο της PLO στον Λίβανο. Το 1977 ο Σαΐντ εξελέγη στο Εθνικό Συμβούλιο της Παλαιστίνης (PNC) ως ανεξάρτητος διανοούμενος.

Παρακολούθησε τέσσερις συνόδους του PNC, συμπεριλαμβανομένης της συνόδου του 1988 στο Αλγέρι, η οποία παρήγαγε την Παλαιστινιακή Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Δεν ήταν ενταγμένος σε καμία παράταξη. Θεωρούσε τη συμμετοχή του ως πράξη αλληλεγγύης προς τον λαό του και εν τέλει επιβεβαίωση της παλαιστινιακής του ταυτότητας.

Ο Σαΐντ συνέχισε να παράγει πνευματικά και πολιτικά κείμενα προκειμένου να κατασκευάσει αυτό που αποκάλεσε σ’ ένα από τα δοκίμιά του «άδεια αφηγήματος» για τους Παλαιστίνιους, άδεια που τους είχαν αρνηθεί εδώ και καιρό. Μέσω δημοσίων δεσμεύσεων και πολλαπλών μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ και αλλού, υποστήριξε το δικαίωμα της Παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης, παράγοντας τεράστιο αντίκτυπο ως ο κύριος υποστηρικτής του παλαιστινιακού αφηγήματος στη Δύση γι’ αρκετές δεκαετίες. Γινόταν όμως και κριτικός όταν χρειαζόταν. Αφού ενέκρινε τη δήλωση του PNC του 1988, επέκρινε δριμύτατα την αποδοχή των συμφωνιών του Όσλο από την PLO το 1993. Για τον σκοπό αυτό έγραψε ολόκληρες στήλες σε διάφορα αραβικά και διεθνή μέσα.

Ως προικισμένος μουσικός, εκτός των άλλων, υπήρξε και κριτικός μουσικής στο The Nation και δημοσίευσε πολλά βιβλία για τη μουσική. Με την αρωγή εύπορων Πα­λαιστινίων, ανίχνευσε και εντόπισε μουσικά ταλέντα μεταξύ των νεαρών Παλαιστινίων για την Ορχήστρα West-Eastern Divan, την οποία ίδρυσε μαζί με τον Daniel Barenboim.
Άφησε την τελευταία του πνοή το 2003 στη Νέα Υόρκη, μετά από μακρά μάχη με τη λευχαιμία. Η σωρός του ενταφιάστηκε στη Μπρουμάνα του Λιβάνου. Το 2004, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, ιδρύθηκε στη Ραμάλα και σ’ άλλες Παλαιστινιακές πόλεις Εθνικό Ωδείο Μου­σικής “ Έντουαρντ Σαΐντ”, και τ’ όνομά του δόθηκε σε κεντρικό δρόμο της Ραμάλα.

Ο Σαΐντ τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διακρίσεις, και του απονεμήθηκαν πολυάριθμα επίτιμα διδακτορικά διπλώματα• ήταν ιδιαίτερα περήφανος για αυτό που του απένειμε το Πανεπιστήμιο του Birzeit (Παλαιστινιακή πόλη της Δυτικής Όχθης) στα 1993. Ήταν μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της International Pen. Η σημαντικότερη ωστόσο συμβολή του Σαΐντ στη σύγχρονη προοδευτική σκέψη υπήρξε αναμφισβήτητα η εξαντλητική περιγραφή και η αδιάκοπη καταγγελία του πολιτισμικού, κατά μείζονα λόγο, ιμπεριαλισμού.

Μεταξύ των σημαντικότερων έργων του συγκαταλέγονται τα: «Το πορτραίτο του Άραβα» (1969), «Η Αραβο-Ισραηλινή Αντιπαράθεση του Ιουνίου 1967: Μια Αραβική Προοπτική» (1970), «Αρχές» (1976), «Οριενταλισμός» (1978), «Το ζήτημα της Παλαιστίνης» (1979), «Ο Λόγος, το Κείμενο και ο Κριτικός» (1983), «Μετά τον Τελευταίο Ουρανό» (1985), «Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός» (1993), «Κάλυψη του Ισλάμ: Πώς τα ΜΜΕ και οι ειδικοί καθορίζουν πώς βλέπουμε τον υπόλοιπο κόσμο» (1997), «Από το Όσλο στο Ιράκ και ο Οδικός Χάρτης» (2004).
«[…] Φτάνω στην τρίτη σημασία του Οριενταλισμού, η οποία είναι περισσότερο προσδιορισμένη υλικά και ιστορικά από τις άλλες δύο. Λαμβάνοντας χονδρικά ως αφετηρία τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, ο Οριενταλισμός μπορεί να συζητηθεί και ν’ αναλυθεί ως ο συγκροτημένος θεσμός που ρυθμίζει τις σχέσεις με την Ανατολή — ρυθμίζει τις σχέσεις παράγοντας λόγους γύρω από αυτήν, εξουσιοδοτώντας απόψεις γι’ αυτήν, περιγράφοντάς την, διδάσκοντάς την, αποικίζοντάς την και διοικώντας την: με λίγα λόγια, ο Οριενταλισμός είναι ένας δυτικός τρόπος για την κυριάρχηση, την ανασυγκρότηση και την άσκηση εξουσίας επί της Ανατολής. […] Ισχυρίζομαι ότι χωρίς να εξετάσει τον Οριενταλισμό ως λόγο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει την τρομακτικά συστηματική πειθαρχία με την οποία η ευρωπαϊκή κουλτούρα κατόρθωσε να χειραγωγήσει -ή ακόμα και να παραγάγει- την Ανατολή πολιτικά, κοινωνιολογικά, στρατιωτικά, ιδεολογικά, επιστημονικά και φαντασιακά κατά τη μετά τον Διαφωτισμό περίοδο. Επιπλέον, πιστεύω πως ο Οριενταλισμός κατέλαβε μια τόσο δεσπόζουσα θέση ώστε καμία συγγραφή, σκέψη ή πράξη σχετικά με την Ανατολή δεν μπορούσε να ασκηθεί δίχως να λάβει υπόψιν της τα όρια που αυτός της έθετε. Εν συντομία, εξαιτίας του Οριενταλισμού η Ανατολή δεν υπήρξε (και δεν είναι) ένα ελεύθερο αντικείμενο σκέψης ή δράσης […]».
Απόσπασμα από τον “Οριενταλισμό”.