Το μυθιστόρημα σε ολοκληρωμένη μορφή αργεί να κάνει την εμφάνισή του, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Jabra Ibrahim Jabra, που ευθυγραμμίζεται με τις γενικές κατευθύνσεις του ρομαντικού μυθιστορήματος, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα ηρωικού Παλαιστίνιου, ταγμένου στη νίκη. Αισθητά διαφορετικός ήταν ο προσανατολισμός του Γκασάν Καναφάνι, του σημαντικότερου ίσως Παλαιστίνιου πεζογράφου, ο οποίος έγραψε δοκίμια, θεατρικά έργα και διηγήματα, κατά βάση, εναρμονιζόμενος με τις τάσεις που εμφανίζει η Παλαιστινιακή πεζογραφία μετά τη ΝΑΚΜΠΑ, προς δύο διακριτές κατευθύνσεις: Μια πρώτη, αυτή της περιγραφής της συνθήκης ζωής στη διασπορά και την εξορία, το αίσθημα της απώλειας και του ξεριζώματος από την πατρογονική εστία, και μια δεύτερη, αυτή που ο Φαϊζάλ Νταράζ χαρακτηρίζει ως λογοτεχνία των καταπιεσμένων, όπου οι συγγραφείς ωθούνται σχεδόν κατ’ ανάγκη στην υιοθέτηση μιας αισιόδοξης προοπτικής.

Πρωτοπόρα της Παλαιστινιακής πεζογραφίας, κι αυτή που ο Γκασάν Καναφάνι έχει αποκαλέσει “δασκάλα και καθοδηγήτρια”, υπήρξε αναμφισβήτητα η Σαμίρα Αζάμ (1927 – 1967). Κατά τον Μάχερ Σαρίφ, στα διηγήματά της αποτυπώνονται οι πιο ειλικρινείς εκφράσεις του αισθήματος των Παλαιστινίων, ό­πως αυτό καθορίστηκε από τη ΝΑΚΜΠΑ κι όλα τα τραγικά επακόλουθα, χαρακτηριστικά που γίνονται άμεσα διακριτά στο διήγημά της «Ένα επάγγελμα που επωφελείται από τους νεκρούς». Μικρό απόσπασμα:
«Αν δεν ήταν τα θύματα, τους ήταν τουλάχιστον αναγκαίο να είναι μάρτυρες. Ως το απόβραδο, το σπίτι του θείου ήταν γεμάτο επισκέπτες, κι έβλεπα πρόσωπα που δεν θυμόμουν να είχα ξαναδεί πουθενά. Ο αέρας βάραινε από την πίκρα και τον πόνο, κι είχα το μπράτσο μου γύρω απ’ τους ώμους του θείου μου, στηρίζοντάς τον για ν’ αντέξει τους αντρίκειους καημούς του και να μην καταρρεύσει σαν διαλυμένο κουρέλι. Ήταν τότε ακριβώς, που είδα το φίλο μας να πλησιάζει, διαπερνώντας το πλήθος. Έμοιαζε με κουρδιστό παιχνίδι έτσι όπως έκανε την είσοδό του, όντας κυριευμένος από ένα τρέμουλο που ξεκινούσε από το κουμπί στο φέσι του, προχωρούσε στα χείλη του, στα μανίκια του, κι έφτανε μέχρι τα μπατζάκια του παντελονιού του. Κάθισε σε μια καρέκλα που του προσέφερε ένα αγόρι της οικογένειας, και το περίγραμμα του προσώπου του άρχισε να παραμορ­φώνεται από τις συσπάσεις, έτσι όπως ο ιδρώτας πότιζε το μέτωπό του. Τη στιγμή που άπλωσε το χέρι του για ν’ απομακρύνει το φέσι του και να βγάλει το φύλλο της εφημερίδας, το μπράτσο μου χαλάρωσε απότομα γύρω απ’ τους ώμους του θείου μου, κι οι παλάμες μου σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν.
Βρισκόμουν άξαφνα σε απόλυτη εγρήγορση, λαχταρώντας να πεταχτώ απάνω, αλαφιασμένη από τη θλίψη που μέσα σε μια μόνο στιγμή, είχε μεταμορφωθεί σε οργή».

Μια σύντομη, ενδεικτική αναφορά στο Παλαιστινιακό θέατρο:
Να πούμε κατ’ αρχάς πως με τον όρο Παλαιστινιακό θέατρο, όπως σημειώνει η έγκριτη θεατρολόγος και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Βηρυτού Marie Elias, δεν εννοούμε θεατρικά έργα γραμμένα από Παλαιστίνιους και μη για την υπόθεση της Παλαιστίνης, αλλά το θέατρο σαν έκφραση ερμηνείας και σκηνοθεσίας από ομάδες με Παλαιστινιακή ταυτότητα.
Στην εξέλιξη του Παλαιστινιακού θεάτρου εντοπίζονται τρεις διακριτές περίοδοι: Η πρώτη αφορά την ανάδυση του Παλαιστινιακού θεάτρου που εντοπίζεται πριν το 1948, με απαρχές περί τα τέλη του 19ου αιώνα, και εξελίσσεται στις αρχές του 20ού, απλώνεται ωστόσο σ’ έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο στη Μέση Ανατολή, και σχετίζεται άμεσα με μια πολιτιστική Αναγέννηση που διαδραματίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές και πόλεις.

Η δεύτερη περίοδος ξεκινάει ουσιαστικά μετά την ήττα του 1967, και την ανάγκη να φωτιστούν τα αίτια και να υπάρξει νέα προοπτική, που πυροδοτείται αναμφισβήτητα από την έκρηξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστινίων, και συνδέεται με την α­νά­γκη και τον πόθο να δημιουργηθεί θέατρο με διακριτή Παλαιστινιακή ταυτότητα. Επιτυχη­μένες τέτοιες α­πό­πειρες υπήρξαν και στη διασπορά, αλλά κυρίως, στη Δυτική Όχθη τη 10ετία του ’70, και πιο συγκεκριμένα στη Ραμάλα, στο Al-Bireh και στην Ιερουσαλήμ. Τέτοιο ήταν το El-Hakawati Theater της Ραμάλα που σήμερα είναι το Εθνικό Θέατρο της Παλαιστίνης, το Al-Qasaba Theater της Ιερουσαλήμ το οποίο μετακόμισε το 2000 στη Ραμάλα, εξελισσόμενο σε πολιτιστικό κέντρο με ποικίλες δυνατότητες.

Η τρίτη, τέλος, περίοδος, κατά τη Marie Elias πάντα, επηρεάστηκε από τα νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν μετά τις συμφωνίες του Όσλο, με τη συγκρότηση της Παλαιστινιακής Αρχής και τους θεσμούς που προέκυψαν στη συνέχεια. Την περίοδο εκείνη γεννήθηκε το σημαντικό Ashtar Theatre, το Al-Hurriya Theatre στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν, με στόχο τη δημιουργία μιας “παλλόμενης, δημι­ουργικής καλλιτεχνικής κοινότητας με την Τέχνη σε ρόλο καταλύτη για την κοινωνική αλλαγή και την Αντίσταση σε κάθε μορφή καταπίεσης”, και το δημοφιλές Freedom Theatre – επίσης στη Τζενίν.

Στη Γάζα, όπου οι δυσκολίες ήταν σαφώς περισσότερες, δραστηριοποιήθηκαν ομάδες όπως αυτή των Θεατρικών Κεριών, τoυ θιάσου «Ελ­πίδα στις Τέχνες και στο Θέατρο», του θιάσου Hanadil, του θιά­σου “Ημέρα του Θεάτρου”, του “Θεάτρου για όλους”, του θιάσου Μπάσμα, κ.ά. Από τους Παλαιστίνιους στο Ισραήλ, τέλος, υπήρξαν κυρίως μεμονωμένες προσπάθειες όπως αυτή του Mohammad Bakri, της Hanan al-Helou και του Radi Shehadeh.