Μια στιγμή που προκάλεσε αναμφίβολα ζωηρότερο ενδιαφέρον από άλλες τη βραδιά της απονομής των βραβείων Όσκαρ της αμερικανικής ακαδημίας κινηματογράφου, ήταν εκείνη της βράβευσης του μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ “Καμιά άλλη γη” του Παλαιστίνιου Μπάζελ Άντρα και του Ισραηλινού Γιούβαλ Άμπρααμ. (Στην επίσημη λίστα συντελεστών της ταινίας, φιγουράρουν ως συνδημιουργοί και οι Ρέιτσελ Σζορ και Χάμνταν Μπαλάλ, και ως χώρες παραγωγής η Παλαιστίνη και η Νορβηγία).
Το ντοκιμαντέρ αποτυπώνει σε πραγματικό χρόνο την αντίσταση των κατοίκων του χωριού Μάσαφερ Γιάτα της Δυτικής Όχθης, στις απανωτές επιχειρήσεις ισοπέδωσης των σπιτιών του από τον ισραηλινό στρατό το 2022, ο οποίος δεν δίστασε να πυροβολήσει στο ψαχνό σε κάποιες περιπτώσεις, προκειμένου να εκδιωχθούν οι Παλαιστίνιοι γηγενείς κάτοικοι και να εγκατασταθούν στη θέση τους Ισραηλινοί έποικοι.
Έχουμε παρακολουθήσει ντοκιμαντέρ όπου οι άνθρωποι μένουν μόνοι κι αβοήθητοι μπρος στη θηριωδία, δολοφονούνται μαζικά ή μεγαλουργούν μέσα στα ερείπια και το χάος, όπως στο αριστουργηματικό σπονδυλωτό “From ground zero”, που παρουσιάστηκε νωρίτερα εφέτος στο Φεστιβάλ Παλαιστινιακού Κινηματογράφου της Αθήνας. Ταινίες και ντοκιμαντέρ που έγιναν αμιγώς από Παλαιστίνιους δημιουργούς. Γι’ αυτές όμως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να φτάσουν ποτέ στα Όσκαρ, γιατί δεν είχαν την απαραίτητη νομιμοποίηση.
Τη νομιμοποίηση που είχε η συγκεκριμένη ταινία, μέσω του συνδημιουργού της, Ισραηλινού Γιούβαλ Άμπρααμ, ο οποίος έσπευσε στην περί ου ο λόγος απονομή, να καταδικάσει την επίθεση της Χαμάς της 7ης Οκτώβρη και να υπογραμμίσει την αιχμαλωσία των Ισραηλινών “ομήρων”, αιχμαλώτων πολέμου κατ’ ουσίαν, προσδίδοντας τον απαιτούμενο τόνο.
Μια σκηνή που αποδίδει στο ακέραιο το πνεύμα του Άμπρααμ και η οποία αγνοήθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των σινε-κριτικών της Δύσης, είναι αυτή του τέλους, όπου ο Άμπρααμ, απευθυνόμενος στον Παλαιστίνιο Μπάζελ, του λέει πως «όταν υπάρξει σταθερότητα και δημοκρατικό καθεστώς στο Ισραήλ, θα μπορεί και εκείνος να τον επισκέπτεται», πού; Στα κατεχόμενα από το Ισραήλ Παλαιστινιακά εδάφη!
Ο Ισραηλινός αντιπαρέρχεται εντελώς με δυο κουβέντες, το γεγονός πως το ευάερο και ευήλιο σπίτι του – όπου διαβιώνει ανενόχλητος με την οικογένειά του – είναι χτισμένο σε μια περιοχή που υφαρπάχτηκε από τους Παλαιστινίους γηγενείς κατοίκους της, οι οποίοι είτε σφαγιάστηκαν είτε εκδιώχτηκαν βίαια, με τυπικούς όρους Διεθνούς Δικαίου.
Μέσω λοιπόν του “Καμιά άλλη γη” και του αφηγήματος που συνοδεύει την ταινία, επιχειρείται η νομιμοποίηση ενός αποτρόπαιου προηγηθέντος μαζικού εγκλήματος, το οποίο διαρκεί 77 κατ’ ελάχιστον χρόνια.
Είναι ο Παλαιστίνιος Μπάζελ προδότης του λαού του; Προδότης όχι. Αφελής όμως, οπωσδήποτε. Εξ ου και ακούγεται να λέει στην αρχή ακόμα της ταινίας, ότι είναι ίσως σκόπιμο «να ζητήσουν από τους Αμερικανούς να πιέσουν τους Ισραηλινούς μήπως έτσι σταματήσουν οι καταστροφές!». Η συγκεκριμένη σκηνή δεν κόπηκε ευνόητα στο μοντάζ.
Άλλη ενδεικτική σχετική λεπτομέρεια: Από το Μάσαφερ Γιάτα θα παρελάσουν ο Τόνι Μπλερ και αργότερα ο Γκίντεον Λεβί ως “πρεσβευτές καλής θέλησης και μεσολαβητές αποτροπής της συνέχισης των καταστροφικών επιθέσεων”. Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι.
Κι ερχόμαστε στο κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί να υπάρξει τέχνη χωρίς ηθική; Και μπορεί να διαχωρίζεται το όποιο περιεχόμενο ενός καλλιτεχνικού έργου από το αφήγημα που το περιβάλλει και τον σκοπό που υπηρετεί; Όχι, βεβαίως.
Το Χόλυγουντ, που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (βλ. Σούζαν Σάραντον, Μαρκ Ράφαλο, Μαχέρσαλα Άλι, Τζων Κιούζακ και κάποιοι ακόμα), σιώπησε εκκωφαντικά επί 17 μήνες, παρακολουθώντας την αμερικανική κυβέρνηση να τροφοδοτεί ακατάπαυστα με βόμβες και πυρομαχικά το γενοκτονικό Ισραήλ, θέλησε να ξεπλύνει τη συνενοχή μ’ ένα φανταιζί βραβείο. Οι λαοί όμως δεν ξεχνούν, και πολύ περισσότερο οι Παλαιστίνιοι.
Όπως εύστοχα παρατηρεί κριτικός της ταινίας σε Παλαιστινιακό ιντερνετικό σάιτ: «Πρόκειται για μια αφήγηση που φέρει την υπογραφή του Ισραηλινού συνδημιουργού, όχι την υπογραφή του παλαιστινιακού λαού καθαυτού. […] Δεν είναι ο Παλαιστίνιος που αφηγείται τον πόνο και την αντίστασή του ως πρωταγωνιστής, αλλά ο Ισραηλινός που του δίνει τη νομιμότητα της ύπαρξής του στο δυτικό κινηματογραφικό πεδίο. Αυτό αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το παλαιστινιακό ζήτημα μέσω μιας αποικιακής προοπτικής, ακόμα και στο πλαίσιο της διακηρυγμένης αλληλεγγύης. Ο Παλαιστίνιος απεικονίζεται πάντα ως θύμα που χρειάζεται κάποιος να τον προσδιορίσει και να μεταφράσει τα βάσανά του σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει η Δύση, και αυτή η γλώσσα μπορεί να είναι μόνο η γλώσσα του ίδιου του αποικιστή […]».
Και εδώ έγκειται η ουσία. Ο στόχος που στο τέλος της ημέρας εξυπηρετεί η ταινία και το συνοδευτικό αφήγημα, την απονομιμοποιεί στα μάτια όλων των προοδευτικών ανθρώπων και του Παλαιστινιακού λαού, που μάχεται πάντα όρθιος, χύνοντας το αίμα του για ελευθερία και πατρίδα.
Και σ’ αυτόν θα συνεχίσει να υποκλίνεται η σύμπασα ανθρωπότητα, όταν η Αμερική των Όσκαρ θα έχει περάσει στη λήθη.