Η Νταφνέ Ντεσπερό, νεαρή Παριζιάνα εκδότρια, ανακαλύπτει τυχαία στο πατρογονικό Κροζόν της Βρετάνης, σε μια βιβλιοθήκη προορισμένη να στεγάσει απορριφθέντα χειρόγραφα, ένα αριστουργηματικό λογοτεχνικό έργο, που περιστρέφεται ευρηματικά γύρω από τις τελευταίες ώρες του μεγάλου Ρώσου ποιητή και συγγραφέα Αλεξάντρ Πούσκιν. Η Ντεσπερό αποφασίζει να το εκδώσει, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και την ταυτότητα του συγγραφέα, του εκλιπόντος Ανρί Πικ. Κάτοικος του Κροζόν από τα μικράτα του, αυτός ο τελευταίος υπήρξε γνωστός σχεδόν αποκλειστικά για την πιτσαρία και τις πίτσες του, και καθόλου για τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, καθώς, σύμφωνα με τη μαρτυρία της συζύγου του, ούτε διάβαζε, ούτε έγραφε στη διάρκεια της μακράς, κοινής ζωής τους.
Το γεγονός προκαλεί το ενδιαφέρον, και τη δυσπιστία του Ζαν-Μισέλ Ρους, επώνυμου και λίαν προβεβλημένου βιβλιοκριτικού με δημοφιλή σχετική εκπομπή στη γαλλική τηλεόραση. Όντας βέβαιος πως ο πιτσαδόρος Πικ δεν είναι επ’ ουδενί ο συγγραφέας του βιβλίου, ο Ρους αποφασίζει, εν μέσω προσωπικής κρίσης, να ανακαλύψει την αλήθεια, πραγματοποιώντας για το σκοπό αυτό ένα ταξίδι στη Βρετάνη, όπου προσφεύγει για βοήθεια στην κόρη του Πικ Ζοζεφίν, σοβαρή βιβλιολάτρη, που βιοπορίζεται ως δασκάλα στο δημόσιο σχολείο της περιοχής.
Ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, είναι κατ’ ανάγκην πόνημα μιας σπουδαίας διάνοιας; Λειτουργεί αξιωματικά μια συνεπαγωγική σχέση ανάμεσα στην πνευματική ανωτερότητα ενός δημιουργού και την αξία ενός λογοτεχνικού πονήματος; Πόσο θεμιτό είναι να παρεμβάλλεται το μάρκετινγκ στην προβολή ενός καλλιτεχνικού έργου; Πόσο θεμιτή είναι μ’ άλλα λόγια η εμπορευματοποίηση της τέχνης; Οφείλει η τέχνη να υπηρετεί την αλήθεια, και την ηθική εν γένει;
Αυτά, κυρίως, τα βασικά ερωτήματα, θέτει ο Γάλλος συγγραφέας Νταβίντ Φενκινός σ’ αυτό το πέμπτο μυθιστόρημά του, του οποίου την διασκευή για την μεγάλη οθόνη αναλαμβάνει ο Ρεμί Μπεζανσόν, δημιουργός του επίσης ενδιαφέροντος “Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου ” (2008), και του έξοχου “Το μεγάλο ταξίδι της Ζαράφα” (2012).
Από τα σημαντικά ατού αυτής της τελευταίας του ταινίας, εκτός από το έξυπνο, αποτελεσματικό σενάριο, ο σπουδαίος καρατερίστας Φαμπρίς Λουκινί στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο αγαπημένος ηθοποιός του Ρομέρ (“Το γόνατο της Κλαίρης” (1970), “Νύχτες με πανσέληνο” (1984), που έχει στο ενεργητικό του, εκτός από τις συνεργασίες του με τον Κλαπίς και τον Οζόν, και αυτήν με τον Ναγκίσα Όσιμα στο “Μαξ, αγάπη μου” (1986), βρίσκει εδώ μια ιδανική ευκαιρία να προσδώσει βάθος και όγκο σ’ έναν μονοδιάστατο, εκ πρώτης όψεως, χαρακτήρα, σμιλεύοντας με ξεχωριστή φινέτσα τις κωμικές αιχμές.
Σε συνέντευξή του σε γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι, έχοντας δίπλα του την αρκετά νεαρότερη συμπρωταγωνίστριά του Καμίγ Κοτέν, και αντιπαραθέτοντας το σημερινό κοινωνικό “κλίμα” στη Γαλλία με αυτό του Μάη του ’68, λέει, μεταξύ άλλων:
«Το ενδιαφέρον και η πρόκληση εδώ, ήταν να κάνω πιστευτό έναν χαρακτήρα που, ενώ απολαμβάνει εμφανώς το σταριλίκι, αποφασίζει να κυνηγήσει την αλήθεια. Κάτι κάθε άλλο παρά αυτονόητο, καθώς η αλήθεια δεν απασχολεί ιδιαίτερα στις μέρες μας. Η σημερινή κοινωνία είναι εξαιρετικά επιδεκτική στο ψέμα. Και στην ταινία, από τη στιγμή που η χήρα ομολογεί ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της να διαβάζει ή να γράφει, ο Ζαν-Μισέλ Ρους (ο βιβλιοκριτικός πρωταγωνιστής) πείθεται ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα, κι αποφασίζει αυτόν τον λάκκο να τον εντοπίσει πάση θυσία» […]
«Θα επρόκειτο για ευτυχές το δίχως άλλο γεγονός, αν το σινεμά μας απασχολούσε συχνότερα με λογοτεχνικά θέματα». […]
«Οδηγήθηκα προς το σινεμά προκειμένου μα βρεθώ με τον “άλλον”, να ζήσω τη διαφορετικότητα, το θαύμα της συνύπαρξης, δεδομένου ότι είμαι μοναχικός άνθρωπος. Να είσαι ηθοποιός, σημαίνει να εναλλάσσεις διαρκώς το ”γεμάτο” με το “άδειο”. Ν’ αδειάζεις, – για να γεμίσεις. Ένας ηθοποιός πρέπει να είναι σε θέση ν’ ακούει. Αν δεν ακούει, δεν μπορεί να ερμηνεύσει. Πρέπει η τεχνική να κάνει δυνατή την εξαφάνιση του “εγώ”, ώστε να ενδυθούμε τον “άλλον”. Οι άνθρωποι συχνά πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν παρά μιλώντας. Είσαι χαμένος, έτσι. Πρέπει να μπορείς να υπάρχεις και μέσα απ’ τη σιωπή».[…]
“Το μυστήριο του κυρίου Πικ” ισορροπεί απολαυστικά ανάμεσα στην κομεντί και το αστυνομικό θρίλερ, ενθέτοντας εύστοχα και εύσχημα λογοτεχνικές αναφορές (όπως το λογοπαίγνιο που κάνει ο Λουκινί με τον ‘τρόπο’ της Μαργκερίτ Ντυράς), αναδεικνύοντας παιγνιωδώς, όχι όμως μ’ ελαφρότητα, τα μεγάλα διλήμματα που θέτει διαχρονικά η ‘παρουσίαση’ ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά και τις στρεβλώσεις που προκύπτουν από την υπερ-έκθεση και την επιβολή του μάρκετινγκ, εξοικειώνοντας ταυτόχρονα ένα ευρύ κοινό – γαλλικό και μη – με πλευρές της λογοτεχνίας και της τέχνης, που δεν απασχολούν, κατά κανόνα, παρά τους ειδικούς και τους επαΐοντες.
Γίνεται γρήγορα προφανές ότι ο Μπεζανσόν προσέγγισε το θέμα του με σοβαρότητα, αλλά πάνω απ’ όλα με γνώση και κέφι, θέτοντας ταυτόχρονα πειστικά, κάθε άλλο παρά βαρύγδουπα ωστόσο, διαχρονικά διλήμματα γύρω από τον ρόλο και τη φυσιογνωμία της λογοτεχνίας, θυμίζοντας στιγμές το πνευματώδες, όσο και καινοτόμο σινεμά του Τρυφώ και του Ρομέρ.
Αξιομνημόνευτη για μια ακόμα φορά η παρουσία του Λουκινί, στο πλάι του οποίου στέκεται άξια η Καμίγ Κοτέν, μπριόζικες ερμηνείες απ’ όλους τους δευτεραγωνιστές.